RSS

Daily Archives: 21/12/2012

Image

Νίκος Πετρόπουλος, Οδός διαφυγής, εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα 1995

HOLGER DROSTE 63912-F

.

Αν όμως τα όνειρα τον εξαπατούσαν για να τον προστατεύσουν από την απώλεια και οι εφιάλτες ήταν οι φύλακες άγγελοί του ντυμένοι στα μαύρα, ποιος μπορεί να το αποδείξει; Mόνο που τούτες οι επιφυλάξεις δεν βρίσκουν θάρρος να περάσουν απ’ τα κακόφημα σοκάκια του νου του. Χρόνια τώρα τα όνειρα είναι το τελευταίο του καταφύγιο κι επαναλαμβάνονται υφαίνοντας τον ιστό της καθημερινότητάς του, σε έναν κόσμο δοσοληψιών, όπου κανείς δεν μπορεί να ζήσει ήσυχος αν δεν ισοπεδωθεί· με αντάλλαγμα ίσως έναν ύπνο βαθύ δίχως όνειρα. (…)

.

HOLGER DROSTE 63921-F

Τέντωσε το κορμί του με μια προσποιητή άνεση κι άρχισε να τους απευθύνει ερωτήσεις, τη μια μετά την άλλη, χωρίς να περιμένει να του απαντήσουν. Τους ρωτούσε αν ο Θεός προτιμάει τα λευκά από τα μαύρα σύννεφα, ποια όνειρα όταν πέφτουν από ψηλά σκοτώνονται, πότε ένα πουλί θα εκλεγεί στην προεδρία της δημοκρατίας, πώς γνωρίζει ένας αιώνας τα χρόνια του, πού θάβονται όταν πεθαίνουν οι πόλεις, γιατί οι άνθρωποι είναι οι ίδιοι ο θάνατός τους· και άλλα τέτοια. Μερικοί τριγύρω του ψιθύριζαν μεταξύ τους κουνώντας το κεφάλι, άλλοι κρυφογελούσαν και οι λιγότερο θαρραλέοι κρατούσαν μια απόσταση ασφαλείας. (…)

.

holger droste 22

Φωτό: Holger Droste

 

Tags: , , , ,

Image

Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς, Οι αγελάδες

Καθόμαστε σ’ ένα υπαίθριο καφενείο: πέντ’ έξι καρέκλες αραδιασμένες στην όχθη ενός μικρού ποταμιού και πιο πέρα, κάτω από ένα πλατάνι, μια παράγκα πνιγμένη στις περικοκλάδες, με την επιγραφή «Η μορφωμένη Αράχνη». Πίνομε το ούζο μας βλέποντας τις πέστροφες να πηδάνε κάθε τόσο δύο-δυo έξω απ’ το νερό, που αφρίζει σαν άσπρο στεφάνι γύρω στ’ αστραφτερά τους κεφάλια. Αμίλητοι χαιρόμαστε τη γαλήνια ομορφιά του τοπίου.
Μα δεν περνάει πολλή ώρα και τρεις βροντερές εκρήξεις στη γραμμή τραντάζουν τα ποτήρια στα τραπέζια και με ξεκουφαίνουν. Ξυπνώ από τη ρέμβη μου αναπηδώντας στην καρέκλα. Κάτι τζάμια ακούγονται να σπάνε μακριά σ’ ένα χτήμα• φωνές και βλαστήμιες εξιδανικευμένες απ’ την απόσταση ταράζουν για λίγο την ησυχία. Ύστερα πάλι σιωπή. Οι άλλοι γύρω μου —άνθρωποι του τόπου— ατάραχοι, σα να μην άκουσαν τίποτα, συνεχίζουν να ρουφάνε γουλιά-γουλιά το ούζο τους σφουγγίζοντας με το χέρι τις στάλες πού κρέμονται στα μουστάκια τους. Στα μαλλιά τους πετάνε μεγάλα δειλινά κουνούπια. Δεν κρατιέμαι και γυρίζω σ’ αυτόν που κάθεται πλάι μου. Φοράει μενεξελιά ράσα.
«Πάτερ», ρωτάω, «τι συμβαίνει; Άκουσες τις κανονιές; ».
Ο παπάς πολέμαγε να σπρώξει με τα παχουλά του δάχτυλα μέσα στο φαρδομάνικό του ένα κοτόπουλο, που όλο έβγαζε το κεφάλι. Χωρίς να με κοιτάξει, μου λέει:
«Ο Θεός, τέκνον μου, τιμωρεί τους φιλάργυρους βουκόλους».
Ύστερα βλέποντας πως το πουλί ησύχασε κι έπαψε να μπαινοβγαίνει στα μανίκια του, σηκώνεται και μου γνέφει να τον ακολουθήσω. Οι άλλοι ούτε μας προσέχουνε καν. Περνάμε πίσω απ’ την παράγκα του καφενείου, μέσα από ’να φράχτη με κολοκυθιές φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, και βγαίνουμε σ’ ένα απέραντο χωράφι με πολλές στέρνες. Ακούγονται ζώα πού ξεφυσάνε ρουθουνίζοντας. Πηγαίνουμε από στέρνα σε στέρνα. Είναι όλες βαθιές, χωρίς νερό, και στον πάτο γυρίζουν αγελάδες με καστανό τρίχωμα. Σκύβουν κάθε τόσο το χοντρό σβέρκο τους στα παχνιά και μασουλίζουν.

Tyson Grumm  (8)Οι κοιλιές τους τεράστιες πετάγονται έξω απ’ το κορμί ολοστρόγγυλες και πρησμένες.
«Αυτές εκεί πρόσεξέ τες καλά, τώρα πού σηκώνουν την ουρά να διώξουν τις μύγες», μου λέει ο σύντροφος μου.
Κοιτάζω και βλέπω χωμένο βαθιά στον πισινό τους από ’να μεγάλο άσπρο φελλό. Λουριά περασμένα κάτω απ’ τα σκέλια και την κοιλιά και σφιχτοδεμένα στη ράχη τους, κρατάνε γερά στη θέση του το φράξιμο, που να μην μπορεί με τίποτα να το πετάξει το ζώο.
«Με το σύστημα αυτό», μου εξηγεί, «που αποκλείει στις αγελάδες να διώξουν απ’ τον οργανισμό τους τ’ ανεπιθύμητα περισσέματα της τροφής, οι βουκόλοι πιστεύουν πως θα καταφέρουν να τις παχύνουν γληγορότερα. Δεν εννοούν ν’ αφήσουν ούτε ένα σπυρί κριθάρι να βγει από μέσα τους αχώνευτο. “Είναι κι αυτό ζυγισμένο στη ζυγαριά του εμπόρου και το πληρώσαμε”, λένε, “δε μας το έδωσαν χάρισμα!” ».
«Και τα ζώα δεν ανακουφίζονται ποτέ; »,τον ρωτάω, κοιτώντας με οίκτο τις αγελάδες που με τις χειλάρες τους αρπάζουν κάτι μακριά χορτάρια φυτρωμένα εδώ κι εκεί στους τοίχους της στέρνας.

andrea KOWCH 3«Πώς! Κάθε είκοσι, είκοσι πέντε μέρες, μόλις τους λύσουν τις ζώνες που τους φοράνε. Έχω δει πολλές ν’ αντέχουν και πάρα πάνω. Μα είναι κι άλλες πού απ’ την πέμπτη κιόλας μέρα αρρωσταίνουν βαριά• αρχίζει ή κοιλιά τους και τουμπανιάζει, φουσκώνει φουσκώνει σαν μπαλόνι μέσα σε λίγα λεπτά, κι αν δεν τις προλάβουν, μπάμ! », σκάνε ξαφνικά και κομματιάζονται στον αέρα με τρομερό θόρυβο, σαν οβίδες.


Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βήματα. Δυo ανθρώποι αξούριστοι, με λερωμένες κοντές ποδιές πάνω απ’ τα γόνατα, πλησιάζουν τη στέρνα. Είναι βουκόλοι.
«Να μη μας δουν», μου λέει σιγά ο παπάς. « Είσαι ξένος και μπορεί να τους περάσει απ’ το μυαλό πως σ’ έφερα επίτηδες εδώ να κλέψεις το σύστημά τους ».
Κρυβόμαστε γρήγορα πίσω από την πεζούλα. Οι κτηνοτρόφοι κατεβαίνουν τα σκαλιά και μπαίνουν στη στέρνα. Ο ένας, βαστώντας μια μεζούρα, πηγαίνει από γελάδα σε γελάδα και παίρνει την περίμετρο της κοιλιάς της. Ο άλλος, στο θαμπό φως ενός φαναριού, σημειώνει σ’ ένα τεφτέρι…

«Τους έχει πιάσει πανικός», μου ψιθυρίζει πάλι ο παπάς. «Μαζί με τα τρία σημερινά, τα θανατηφόρα κρούσματα έφτασαν τον αριθμό έντεκα αυτό το μήνα. Υπάρχει Θεός από πάνω και βλέπει. Έχουν ανησυχήσει πολύ και προσέχουν. Εξετάζουν τώρα για περισσότερη ασφάλεια πιο συχνά το κοπάδι τους, μήπως κι η κοιλιά των ζώων ξεπεράσει άξαφνα το όριο αντοχής ».

Άμα τέλειωσαν το μέτρημα, οι βουκόλοι ανέβηκαν και τράβηξαν σε άλλη στέρνα. Τότε βγαίνουμε κι εμείς απ’ τον κρυψώνα και γυρίζουμε από τον ίδιο δρόμο σκεφτικοί και αμίλητοι. Άκρη-άκρη στο χωράφι γυαλίζει μια μεγάλη καλύβα δίχως παράθυρο, στημένη με ντενεκέδες. Έχει αντίς για πόρτα ένα στρογγυλό άνοιγμα. Απόξω άλλοι δυο βουκόλοι, με τα ίδια αξούριστα μούτρα αλλά με ποδιές πού κρεμάνε ως τις φτέρνες τους, σκύβουν πάνω σ’ έναν μακρύ ξύλινο πάγκο όπου είναι απλωμένα κομμάτια ματωμένες προβιές. Με μεγάλα μαχαίρια τις καθαρίζουν.

ANDREA KOWCH refuge.

«Πιο σιγά», μου κάνει ο παπάς. «Να αυτοί που έχασαν τρία ζώα σήμερα τ’ απόγεμα… Μετράνε τις ζημιές και βράζουν από το θυμό τους. Σε λίγο, μόλις φανεί το φεγγάρι, θα βγάλουν τ’ απομεινάρια των ζώων απ’ την καλύβα και θα τα θάψουν. Δε θέλουν να τους βλέπει κανείς. Όταν αγριεύουν δεν αστειεύονται».

Προχωράμε σιγά στις μύτες των ποδιών και φεύγουμε ανάλαφρα σα φαντάσματα. Περνώντας το σύνορο του χωραφιού αρχίζω και ξαναβλέπω το ποτάμι. Μεγάλα φύλλα ταξιδεύουν πάνω του αργά. Μέσα στην ησυχία ακούγονται γύρω μας μόνο τα φτερά των κουνουπιών και τα βήματα μας που καθώς περπατάμε τσακίζουν κλαδιά και κοτσάνια.

Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς, Οι αγελάδες, Εκδόσεις στιγμή, Αθήνα 1992  

Πίνακες: Tyson Grumm, Andrea Kowch

 

Tags: , , , , ,

Image

Νίκος Πετρόπουλος, Ο φόβος του μηδενός παραλλήλου, εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα 1990

HOLGER DROSTE 63917-F

Περιγράφει κανείς με σχολαστικότητα ή επειδή αγνοεί το βάθος των πραγμάτων είτε γιατί δεν τον ενδιαφέρει, χρησιμοποιώντας τις ίδιες λέξεις κι αλλάζοντας απλώς τον τόνο της φωνής του. (…)

Κανείς δεν κατόρθωσε να επιβιώσει, όταν και το τελευταίο μυστικό της ύπαρξής του φανερώθηκε σαν τάφρος ορφανή μπροστά του.(…)

Υπάρχει κανείς που να συμμερίζεται τις απόψεις μου; Aς μην υπάρχει, αυτό δεν με κάνει να αμφιβάλλω για την ορθότητα των ισχυρισμών μου, καλύτερα που δεν υπάρχει κανείς. Από πού κι ως πού να υπάρχει; Επειδή μας συνήθισαν να σκεφτόμαστε αγεληδόν και να λοξοκοιτάμε τους παρεκκλίνοντες. Θα έπρεπε να  υποψιαζόμαστε καλύτερα τον ίδιο μας τον εαυτό, που μηρυκάζει στο ίδιο λιβάδι εκ γενετής κι όλα τα χρόνια της ζωής του προσποιείται βελάζοντας ότι δήθεν σκέφτεται αφεαυτού.(…)

HOLGER DROSTE 63923-FΕίχα μικρός κι εγώ ένα καθρεφτάκι στην τσέπη μου και κοιταζόμουν για να συνηθίσω το πρόσωπό μου, που όμως μου φαινόταν κάθε φορά κι αλλιώτικο. Κι όσο βλεπόμουν μέσα του τόσο και οι παραλλαγές πλήθαιναν, ώσπου να καταλάβω μεγαλώνοντας ότι οι καθρέφτες δεν ήταν παρά εξώπορτες που άνοιγαν, ανάλογα με τις ορέξεις των κρυμμένων εαυτών μου, κι έκλειναν καταδικάζοντας σε ισόβια ένα κομμάτι απ’ τη ζωή μου. Έτσι, θα φθάσω κάποτε να μη μου περισσεύει εαυτός δικός μου και, για να μην αναγκαστώ να δανειστώ από άλλον, θα μπω κι εγώ απ’ τον ψηλό φεγγίτη μέσα στον σκοτεινό λήθαργο και θα περιπλανηθώ στα υγρά κελιά του μέχρι να αποκάμω… (…)

Κι αν πολλές φορές κατέφυγα στο σαρκασμό και στην ειρωνεία, ήταν απλώς λόγω κληρονομικής προδιαθέσεως – πάππου προς πάππον γελούσαμε με τα χάλια μας. (…)

Φωτό: Holger Droste

 

Tags: , , ,

Image

Πίνακες: Graciela Rodo Boulanger

c4333633_boulanger_nf_rwam

Graciela Rodo Boulanger Graciela Rodo Boulanger  (64)

Graciela Rodo Boulanger Graciela Rodo Boulanger  (40)

Graciela Rodo Boulanger Graciela Rodo Boulanger  (87)

c4333632_boulanger_rwam

rodo4

[

 

Tags: ,