RSS

Category Archives: Έλενα Ακανθιάς

Έλενα Ακανθιάς, Golith

Ακούγεται και πάλι η φωνή με τα στοιχεία του μύθου του δεύτερου, με βάση τον οποίο καλείσαι εσύ και αυτός από τα αριστερά σου να οδηγήσετε σήμερα τις αφηγήσεις σας στο τέλος: «Η πρώτη γυναίκα του Αδάμ δεν ήταν η Εύα. Ήταν η Λίλιθ, εκείνη που πλάστηκε μαζί του από την πλάτη του, ενωμένοι και οι δύο σε ένα μόρφω­μα, σχηματίζοντας ταυτόχρονα το αρσενικό και το θηλυκό. Έφερε τη γνώση στον Αδάμ ότι η σεξουα­λική πράξη δεν γίνεται μόνο για λόγους αναπαρα­γωγής και δεν υποτάχθηκε ποτέ σ’ αυτόν, γι’ αυτό και εκδιώχθηκε από τον Κήπο της Εδέμ από τον ίδιο τον Θεό. Από την πτώση της και έπειτα, θρυ­λείται ως μία από τους τρομερότερους Δαίμονες, ως η γυναίκα του Διαβόλου, ως η πρώτη παιδοκτόνος, καθώς και ως η πρώτη γυναίκα που παραπλανούσε και σκότωνε νεαρούς άνδρες».

Και τώρα αποφασίζεις και παίρνεις εσύ τον λό­γο: «Εγώ δεν μπορώ να ερμηνεύσω τον μύθο με στοιχεία και τετράγωνους συλλογισμούς, όπως ο προηγούμενος. Ξέρω, όμως, να σας πω ότι αυτήν τη γυναίκα, σαν ήταν νήπιο, εγώ τη βάφτισα. Πώς ξέρω ότι είναι αυτή του μύθου; Μη με ρωτάτε. Το ένιωσα, δίχως να το γνωρίζω. Από την πρώτη στιγμή που μου τη φέρανε και την πήρα στα χέρια μου. Έτσι όπως ήταν ξαπλωμένη στις παλάμες μου, πάνω απ’ το νερό της κολυμβήθρας. Από την πλάτη της χυνόταν ένα κύμα θερμότητας και στο βλέμμα της είχε συνημμένη την άρνηση και την ανυποταγή. Ναι, είναι αυτή που σας έχω περιγράψει αναλυτι­κά και τις προηγούμενες φορές που σας έλεγα την ιστορία. Πριν εκκινήσω το μυστήριο, αφού κατά­λαβα τι είχα στα χέρια μου και τι θ’ ακολουθούσε, έκλεισα τα μάτια, έγειρα το κεφάλι προς τον ουρανό και προσευχήθηκα για δύναμη και κουράγιο. Ευλό­γησα το νερό και ξεκίνησα. Με την πρώτη καταβύ­θιση έμπηξε τις φωνές. Δεν ήταν όμως η φασαρία που έκανε, αλλά τα μάτια της, που τα κρατούσε σταθερά κεντραρισμένα στα δικά μου. Με τέτοια έπαρση, πείσμα και επιμονή. Δεν έκλεισαν ούτε μία φορά, ούτε από το νερό ούτε απ’ το γοερό κλάμα. Άρχισα να τη βουτάω όλο και πιο πολλές φορές. Απανωτά. Το περίεργο ήταν ότι όσο πιο πολύ έμενε μέσα στο νερό τόσο περισσότερο έκαιγε, όχι μόνο η πλάτη της, αλλά ολόκληρη. Έφτασα στο σημείο να μουρμουρίζω μηχανικά τα λόγια του μυστηρί­ου και να απολαμβάνω ηδονικά το κάθε απότομο και άγριο βούτηγμά της. Ένιωθα ότι την εξάγνιζα, ότι τη λύτρωνα από το επικίνδυνο που κουβαλούσε η ψυχή της. Ναι, εντάξει, μέχρι τώρα τα ξέρετε όλα αυτά, τα έχετε ακούσει και τις άλλες φορές. Όμως τώρα φτάνω στην τελευταία ομολογία. Όσο εγώ απορροφημένος τελούσα το μυστήριο με τους επαναλαμβανόμενους πνιγμούς της, με είχαν πλη­σιάσει οι άντρες που παρευρίσκονταν. Οι γυναίκες είχαν τραβηχτεί ελαφρώς προς τα πίσω, σφιγμένες και βουβές, και είχαν αρχίσει τα σταυροκοπήματα και τις γονυκλισίες. Θα διαισθάνθηκαν φαίνεται από την αύρα της βαπτίσεως την αντάρα που ζύγωνε. Μονάχα μία ακούστηκε μια στιγμή να λέει ξέπνοα: «Αχ, Παναγία μου! Και είναι με πυρετό το παιδί. Θα το αποτελειώσουμε». Δεν άφησα όμως περιθώ­ρια για ενστάσεις και αντιρρήσεις, καθώς ύψωσα τη μικρή και άρχισα να ψάλλω με βροντερή φωνή. Οι άντρες, εν τω μεταξύ, όσο πιο άγριο γινόταν το μυστήριο, όλο και πιο πολύ πλησίαζαν, σχηματίζο­ντας έναν κλειστό κύκλο γύρω μου και αφήνοντας τις γυναίκες απ’ έξω. Είχα αρχίσει, δίχως να το καταλαβαίνω, να φέρνω γύρους την κολυμβήθρα με έναν ιδιότυπο ρυθμό, μια ασυνείδητη χορογραφία εξορκισμού του κακού. Με είχε καταλάβει μια έξα­ψη άνευ προηγουμένου, μάλλον από την ένταση της προσπάθειας. Κρατούσα τη μικρή ψηλά, προσφορά στον Κύριο και Θεό της, και με τους ύμνους και τις ευχές καθάριζα τη μολυσμένη ψυχή της. Τις τρεις τελευταίες φορές που τη βούτηξα, την κρά­τησα τρέμοντας σύγκορμος αρκετή ώρα κάτω από το νερό. Λες και είχε χυθεί το σάπιο της ψυχής της στις φλέβες μου και το έφτυνα με τις λέξεις, που με μεγάλη δυσκολία πια άρθρωνα όσο εκείνη βρισκόταν μέσα στο νερό. Όταν την τράβηξα έξω, το κλάμα της είχε μεταλλαχθεί σε διακοπτόμενο αγκομαχητό, ένα βογκητό που ηχούσε με τέτοιον τρόπο ώστε μούδιαζε το σώμα μου και λαγνουργού­σε περίεργα στα μόριά του. Οι άνδρες στον κύκλο γύρω μου παρακολουθούσαν με σεληνιασμένο βλέμ­μα. Τα σώματά τους ήταν τσιτωμένα και οι κινή­σεις τους εξέπεμπαν μια αναμονή πύρινη και ένα λαχάνιασμα εσωτερικό. Στο “απεταξάμην”, παρα­τήρησα τα μεγάλα δάχτυλα των ποδιών της μικρής να έχουν σηκωθεί κατακόρυφα σχηματίζοντας ορθή γωνία με το υπόλοιπο πόδι. Ήξερα ότι ήταν σημάδι της αναγέννησης και της φώτισής της. Τότε, την παρέδωσα στις γυναίκες».

Έλενα Ακανθιάς, Golith, νουβέλα, εκδόσεις Σμίλη, 2020

Αrtwork: Hollie Chastain

.

 

Έλενα Ακανθιάς, Το δόντι του καρχαρία

 

Όχι, δε λέω, η Νανά ανασταίνει και πεθαμένο. Ακόμα και τώρα, ύστερα από τα γεγονότα. Τουτέστιν, πριν από έναν χρόνο περίπου την κλείσανε μέσα με την κατηγορία της βαριάς σκοπούμενης σωματικής βλάβης, έπειτα από το θετικό αποτέλεσμα της αρχικής εξέτασης για HIV. Όλοι στον δικηγορικό σύλλογο αρνηθήκαμε να αναλάβουμε την υπεράσπισή της, ακολουθώντας τις επιταγές της κοινωνικής ευθιξίας και ευταξίας των χρηστών ηθών. Ποιος θα μπορούσε να προσβάλει το στεφάνι του και τα παιδιά του, αλλά και τους υπόλοιπους ευυπόληπτους πολίτες που κινδύνευαν από τη μετάδοση των λοιμωδών νοσημάτων; Ευτυχώς σχετικά σύντομα, μέσα σε εννέα μήνες, το τελικό αποτέλεσμα της εξέτασης για τον HIV βγήκε αρνητικό και έτσι, με την απαραίτητη συγγνώμη από τον Διοικητή της Ασφάλειας, τον Εμμανουήλ, καλή του ώρα, ο οποίος ήταν και παραμένει ένας από τους συχνούς πελάτες της Νανάς, έληξε το θέμα αθόρυβα και δίχως περαιτέρω κοινωνική αναταραχή. Παρεμπιπτόντως, η Νανά δεν είναι ο εκδικητικός τύπος ανθρώπου, και έτσι δεν αναζήτησε απόδοση ευθυνών για το συγγνωστό λάθος και την ταλαιπωρία της ούτε και αποζημίωση για την πρόσκαιρη διαπόμπευσή της από τα μέσα ενημέρωσης. Τουναντίον, υπήρξε υπόδειγμα μεγαλόθυμης ψυχής με τη συγχωρητική συμπεριφορά της και ενσωματώθηκε τάχιστα εκ νέου στο κοινωνικό σύνολο. Μάλιστα, την τελευταία φορά που την επισκέφτηκε ο Εκδότης της μεγαλύτερης σε κυκλοφορία εντόπιας εφημερίδας, ο Άρης, καλή του ώρα, μου είπε ότι είχε κολλημένα πάνω από το κρεβάτι της τα αποκόμματα των εφημερίδων με τις φωτογραφίες της και το όνομά της, καθώς και με όλες τις λεπτομέρειες της ζωής της, γιατί, όπως εικάζει ο ίδιος και θεωρώ ότι μάλλον είναι σωστή η υπόθεση αυτή, ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που μονοπώλησε το ενδιαφέρον του κόσμου, η μοναδική φορά που φιγούραρε η φωτογραφία και το όνομά της στα πρωτοσέλιδα, ως άλλο μοντέλο ή πολιτικός ή ηθοποιός, και έτσι τα κρατούσε σαν πολύτιμες αφίσες ειδώλου αναρτημένες σε τοίχους εφηβικού δωματίου.

 

 

Επίσης, ο Διευθυντής της Παθολογικής Κλινικής του Νοσοκομείου της πόλης μας, ο Σωτήρης, καλή του ώρα, εξήρε τον επαγγελματισμό της ιδίως για τον παρακάτω λόγο: κατά την αφροδισιακή τους επαφή ήταν στο οπτικό του πεδίο τα αποκόμματα των εφημερίδων και μάλλον οι λέξεις «διαπόμπευση», «στιγματισμός» και «κοινωνική απομόνωση» του προκάλεσαν δυσφορία και, ως εκ τούτου, υπέστη πρόσκαιρη σεξουαλική ανικανότητα, λόγω της στυτικής δυσλειτουργίας. Η Νανά, ως έμπειρη σεξουαλική τροφός, τον γύρισε πλάτη στην ενοχλητική πλευρά του τοίχου και τον πεολείχησε σφοδρώς, σε σημείο επικίνδυνου δαγκώματος, χαρίζοντάς του έντονους σπασμούς και μια επική εκσπερμάτιση, με τα μάτια της καρφωμένα στον τοίχο, στο θριαμβικό αυτό κολάζ της πορείας της. Λες και ήθελε να επιστρέψει μέσω του στόματός της, μέσω της τέχνης της, την ένταση και τη σφοδρότητα με την οποία για ένα μικρό διάστημα της ζωής της η κοινωνία την ανύψωσε από άσημη ιερόδουλη σε σπουδαία και σημαντική πόρνη. «Πίστεψέ με, Θεμιστοκλή, αποτελεσματικότερο βιάγκρα για έναν άντρα δεν είναι καμία φαρμακευτικώς ικανή ουσία, παρά μόνο η ταπεινότητα της ψυχής της γυναίκας», ομολόγησε συνεπαρμένος ο γιατρός. Ένα αθόρυβο και σεμνό ευχαριστώ εκπεφρασμένο με έναν τόσο συμβολικό τρόπο από μια αγράμματη και αφανή γυναίκα. Αντίδωρο στον εναγκαλισμό της από την κοινωνία. Ναι, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, η πόλη μας ευτύχησε να έχει μια σπουδαία πουτάνα.

Έλενα Ακανθιάς, Το δόντι του καρχαρία, νουβέλα, εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016

Artwork:Isabelle Cochereau

 

Έλενα Ακανθιάς, Golith

.

Βύθισε τα πέλματά της στις παντόφλες με ένα γουργουρητό ικανοποίησης. Από γεννησιμιού της έτσι έκανε. Τακτοποιούσε πάντα με τρυφερότητα και προσοχή τις σάρκινες αυτές μάζες στα πλαδαρά από την πολυετή και θηριώδη άλωση παπούτσια. Εξάλλου, από εκεί εκκινούσε η φωνή της. Κάθε φο­ρά που ήταν να μιλήσει, ένιωθε το λάκτισμα σε κάθε δάχτυλο αντίστοιχα, ανάλογα με την περίσταση. Ας πούμε, όταν μιλούσε στα παιδιά της, κούρδιζε τη φωνή της στο μικρό με γλύκα και αγάπη. Σαν πάλι έπιανε κουβέντα με τις φίλες και τα βάσανα ξεχεί­λιζαν, το τέταρτο δάχτυλο τρεμόπαιζε ασταμάτητα. Απ’ τον γιατρό και τον παπά αν ήταν να πάρει συμ­βουλή, ίδιος γάντζος το μεσαίο γύρευε να σκάψει τη σόλα του παπουτσιού και να στερεωθεί μέσα στη γη. Μονάχα το δεύτερο, το μεγαλύτερο, ήταν βουβό και ασάλευτο χρόνια τώρα, από τότε που έχασε τον άντρα της. Σήμερα, όμως, είχε σειρά το πρώτο, το κορκανύχικο, του εαυτού, όπως το έλεγε. Σήμερα ήταν η μέρα. Όλο το βράδυ χθες κατέ­στρωνε το τελειωτικό το σχέδιο και, όταν το πρωί τη μάρκαρε εκείνη η τσιμπιά του έντονου πόνου στο μεγάλο δάχτυλο, σκέτο μπουκέτο απ’ αγκάθια, σφραγίδα στην ολονυχτία, το ήξερε πια πως είχε φτάσει η μέρα. Καιρό τώρα την έζωναν οι σκέψεις, τσίτωναν το κορμί της σε χρόνο ανύποπτο. Το δά­χτυλο είχε εξεγερθεί με πόνους καθημερινούς, σαν ξίφη ακονισμένα, σινιάλο και φρυκτωρία για τις μελλούμενες τις πράξεις. Ήξερε ότι δεν πήγαινε άλλο και έπρεπε να αρματώσει την απόφαση. Σή­μερα, λοιπόν. Βέβαια, δεν έπρεπε να λησμονήσει, προτού ξεκινήσει για το μοναστήρι, να πάρει τη­λέφωνο στο ιατρείο για να αναβάλει το ραντεβού που είχε σε λίγη ώρα, για κείνη την εξέταση. Την προηγούμενη εβδομάδα τη ρώτησε ο γιατρός, έτσι στα ξαφνικά, αν έχει συχνά τέτοιους πόνους στο μεγάλο δάχτυλο. Τάχα και δήθεν πως ανησύχησε από το φούσκωμα το ελαφρύ. Τον κοίταξε ανόρεκτα και δύσπιστα: «Γιατρέ, δεν μου αρέσει να με ρωτάς τέτοια πράματα. Να κάμεις την ιατρική σου και μακριά από τα δάχτυλα των ποδιών μου. Αν σου κάνει ανάγκη, να σου αφήσω το παπούτσι μου για να το μελετήσεις». «Μάμω, σε παρακαλώ, σοβαρέψου. Μπορεί να πάσχεις από ουρικό οξύ. Θέλω να είμαι σίγουρος. Τη Δευτέρα το πρωί να είσαι στο ιατρείο μου, για να το δούμε επισταμένως».

Του θύμωσε εγγαστρίμυθα. Δεν το ’δειξε, όμως. «Ο φαντασμένος! Ότι δηλαδή μπορεί από μια ματιά στο δάχτυλο, έτσι απλή και ξιπασμένη, να βγάλει λαγό απ’ τη φωλιά, αρρώστια από το σώμα. Ε, κακομοίρη μου! Και μετά βάζουν στο στόμα τους την κυρα-Γιασμίνα, εδώ πιο κάτω, που διαβάζει τις ελιές στο κορμί, αλλά μονάχα αυτές στην πλάτη, γιατί εκείνες είναι, λέει, που ομολογούν τα μυστι­κά της σκιάς του καθενός. Μα τούτη το κάνει με σέβας και με δέος. Συναξαρίζει τη μαγγανεία και τη γητειά και τη μαντρίζει σε σταυρούς και κο­μποσκοίνια. Και όποιο ζόφο συναντήσει, δεν τον βαφτίζει με αλλοπαρμένα ονόματα. Ακούς εκεί ου- ρι-κό ο-ξύ! Κάθου λοιπόν, ντοκτόρι μου, να με ανα­μένεις παρέα με το ου-ρι-κό σου το ο-ξύ. Εγώ το μόνο οξύ που ξέρω είναι εκείνο που καθαρίζουμε τον απόπατο, μετά συγχωρήσεως δηλαδή. Ε, όχι και να μου συγγενέψεις το δάχτυλο με τα σκατά! Αλλά, πού να καταλάβεις τι φλεβοκουβαλά ο χτύ­πος του πρησμένου του δαχτύλου, τι ορμήνιες και αινίγματα». Βύθισε τα πέλματά της στις παντόφλες με ένα γουργουρητό ικανοποίησης. Από γεννησιμιού της έτσι έκανε. Τακτοποιούσε πάντα με τρυφερότητα και προσοχή τις σάρκινες αυτές μάζες στα πλαδαρά από την πολυετή και θηριώδη άλωση παπούτσια. Εξάλλου, από εκεί εκκινούσε η φωνή της. Κάθε φο­ρά που ήταν να μιλήσει, ένιωθε το λάκτισμα σε κάθε δάχτυλο αντίστοιχα, ανάλογα με την περίσταση. Ας πούμε, όταν μιλούσε στα παιδιά της, κούρδιζε τη φωνή της στο μικρό με γλύκα και αγάπη. Σαν πάλι έπιανε κουβέντα με τις φίλες και τα βάσανα ξεχεί­λιζαν, το τέταρτο δάχτυλο τρεμόπαιζε ασταμάτητα. Απ’ τον γιατρό και τον παπά αν ήταν να πάρει συμ­βουλή, ίδιος γάντζος το μεσαίο γύρευε να σκάψει τη σόλα του παπουτσιού και να στερεωθεί μέσα στη γη. Μονάχα το δεύτερο, το μεγαλύτερο, ήταν βουβό και ασάλευτο χρόνια τώρα, από τότε που έχασε τον άντρα της.

Σήμερα, όμως, είχε σειρά το πρώτο, το κορκανύχικο, του εαυτού, όπως το έλεγε. Σήμερα ήταν η μέρα. Όλο το βράδυ χθες κατέ­στρωνε το τελειωτικό το σχέδιο και, όταν το πρωί τη μάρκαρε εκείνη η τσιμπιά του έντονου πόνου στο μεγάλο δάχτυλο, σκέτο μπουκέτο απ’ αγκάθια, σφραγίδα στην ολονυχτία, το ήξερε πια πως είχε φτάσει η μέρα. Καιρό τώρα την έζωναν οι σκέψεις, τσίτωναν το κορμί της σε χρόνο ανύποπτο. Το δά­χτυλο είχε εξεγερθεί με πόνους καθημερινούς, σαν ξίφη ακονισμένα, σινιάλο και φρυκτωρία για τις μελλούμενες τις πράξεις. Ήξερε ότι δεν πήγαινε άλλο και έπρεπε να αρματώσει την απόφαση. Σή­μερα, λοιπόν. Βέβαια, δεν έπρεπε να λησμονήσει, προτού ξεκινήσει για το μοναστήρι, να πάρει τη­λέφωνο στο ιατρείο για να αναβάλει το ραντεβού που είχε σε λίγη ώρα, για κείνη την εξέταση. Την προηγούμενη εβδομάδα τη ρώτησε ο γιατρός, έτσι στα ξαφνικά, αν έχει συχνά τέτοιους πόνους στο μεγάλο δάχτυλο. Τάχα και δήθεν πως ανησύχησε από το φούσκωμα το ελαφρύ. Τον κοίταξε ανόρεκτα και δύσπιστα:«Γιατρέ, δεν μου αρέσει να με ρωτάς τέτοια πράματα. Να κάμεις την ιατρική σου και μακριά από τα δάχτυλα των ποδιών μου. Αν σου κάνει ανάγκη, να σου αφήσω το παπούτσι μου για να το μελετήσεις».«Μάμω, σε παρακαλώ, σοβαρέψου. Μπορεί να πάσχεις από ουρικό οξύ. Θέλω να είμαι σίγουρος. Τη Δευτέρα το πρωί να είσαι στο ιατρείο μου, για να το δούμε επισταμένως».Του θύμωσε εγγαστρίμυθα. Δεν το ’δειξε, όμως. «Ο φαντασμένος! Ότι δηλαδή μπορεί από μια ματιά στο δάχτυλο, έτσι απλή και ξιπασμένη, να βγάλει λαγό απ’ τη φωλιά, αρρώστια από το σώμα. Ε, κακομοίρη μου! Και μετά βάζουν στο στόμα τους την κυρα-Γιασμίνα, εδώ πιο κάτω, που διαβάζει τις ελιές στο κορμί, αλλά μονάχα αυτές στην πλάτη, γιατί εκείνες είναι, λέει, που ομολογούν τα μυστι­κά της σκιάς του καθενός. Μα τούτη το κάνει με σέβας και με δέος. Συναξαρίζει τη μαγγανεία και τη γητειά και τη μαντρίζει σε σταυρούς και κο­μποσκοίνια. Και όποιο ζόφο συναντήσει, δεν τον βαφτίζει με αλλοπαρμένα ονόματα. Ακούς εκεί ου- ρι-κό ο-ξύ! Κάθου λοιπόν, ντοκτόρι μου, να με ανα­μένεις παρέα με το ου-ρι-κό σου το ο-ξύ. Εγώ το μόνο οξύ που ξέρω είναι εκείνο που καθαρίζουμε τον απόπατο, μετά συγχωρήσεως δηλαδή. Ε, όχι και να μου συγγενέψεις το δάχτυλο με τα σκατά! Αλλά, πού να καταλάβεις τι φλεβοκουβαλά ο χτύ­πος του πρησμένου του δαχτύλου, τι ορμήνιες και αινίγματα».

Έλενα Ακανθιάς, Golith, νουβέλα, Εκδόσεις Σμίλη, 2020

Artwork: Sarah Moon

 

Έλενα Ακανθιάς, Το δόντι του καρχαρία

Τόσες προσπάθειες για να με πάρει ο ύπνος και ακόμη τίποτε. Καλά που έχω τα στιχάκια μου και εκτονώνομαι. Σε δύο λεπτά, βέβαια, δε θα υπάρχουν. Σπουδαία ανακάλυψη η σβήστρα. Όχι γομολάστιχα, ρε! Σβήστρα! Να το λες και να γεμίζει το στόμα σου. Αυτό δεν είναι λέξη, είναι η πορνογραφική συνεύρεση των συμφώνων. Σβ στρ, σβ στρ, σβ στρ. Σαν πέντε φαλλοί να παρελαύνουν. Μυώδεις και αρρενωποί. Ιθύφαλλοι, εντεταμένοι. Ε; Δεν νιώθεις μια ανάταση; Ένα κάτι; Μια ανύψωση τρίχας, ρώγας, κάτι, βρε παιδί μου; Βάλε και τα φωνήεντα ανάμεσα σαν ανοιχτά αιδοία, πρώτα το «η» και έπειτα το «α». Έχει σημασία η σειρά. Το «η» έχει μια έκπληξη και μια συστολή, έναν θαυμασμό και κάτι από δέος. Το «α» έχει δωρική επέλαση που λήγει σε απόγνωση και τελικά σε ανακούφιση, και όλο μαζί ανταυγάζει μια κεκαλυμμένη ηδονή. Εγγυημένο κάμα σούτρα αλφαβήτου. «Σβήστρα». Σπουδαία λέξη, ιδιοφυής. Λέξη απειλή. Τη μια υπάρχεις και την άλλη όχι· και το χειρότερο, ενώ κάποτε υπήρξες, έστω, όπως υπήρξες. Όταν ο Θεός έφτιαξε την Εύα, η πρώτη λέξη που της είπε ήταν αυτή: «Σβήστρα». Φυσικά, ύστερα της έμαθε και την υπόλοιπη τη φράση: «Κάτσε καλά, γιατί αλλιώς… σβήστρα θα σου ’ρθει στη ζωή».

Έτσι γίνεται πάντα στην εκμάθηση. Μαθαίνουμε ν’ αναγνωρίζουμε το μέρος και μετά το εντάσσουμε στο όλο. Για την ισόρροπη ανάπτυξη των ατόμων και για την αρμονική ένταξή τους στον κόσμο. Για τη μετέπειτα διάδρασή τους με τον περιβάλλοντα χώρο και τη συμμετοχή τους ως παραγωγικές μονάδες στο σύνολο. Για την ψυχοσυναισθηματική καλλιέργεια, την ανάπτυξη των διανοητικών και σωματικών δεξιοτήτων, την πνευματική, κοινωνική και ηθική ολοκλήρωση του αντικειμένου. Συγγνώμη, υποκειμένου. Αμήν! Την έφτιαξε λοιπόν απ’ το πλευρό του Αδάμ ως «συζυγική κοτολέτα», της έκανε μια ταχύρρυθμη εκπαίδευση, γιατί ως ξύπνιο κορίτσι πολλά δε θέλει για να καταλάβει, και την παρέδωσε στον Αδάμ. Εντάξει. Έλα τώρα εσύ στη θέση της. Μόνο δυο πράγματα να έχεις ως εφόδια και προίκα για να ξεκινήσεις τη ζωή στον νέο τούτο κόσμο. Και δίπλα στον Αδάμ. Δύο δεδομένα μόνο.

Έλενα Ακανθιάς, Το δόντι του καρχαρία, νουβέλα, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2016

Αrtwork:Tricia Scott

.