.
«Και τι φρέσκο χώμα που έχουν τα μάτια σου»
Γιάννης Κοντός
http://www.iefimerida.gr/news/187816/pethane-ta-ximeromata-o-spoydaios-poiitis-giannis-kontos
.
.
.
«Και τι φρέσκο χώμα που έχουν τα μάτια σου»
Γιάννης Κοντός
http://www.iefimerida.gr/news/187816/pethane-ta-ximeromata-o-spoydaios-poiitis-giannis-kontos
.
.
.
Έρπει παντού, τινάζεται κρύβεται
πίσω από βιβλία. Πίνει το γάλα που του βάζω
στην κουζίνα. Συνήθως κουλουριάζεται πάνω
στην τηλεόραση και κοιμάται. Δεν είναι ένα
απλό παχύ φίδι –των παραμυθιών του παλιού
καιρού–, είναι ένας κροταλίας. Στην αρχή,
όπως ήμουν ασυνήθιστος από ερπετά,
φοβόμουνα. Ήμουνα και μικρός, και όταν το βάλανε
στην πρίζα και άρχισε να χτυπάει, είχα εφιάλτες.
Άλλαζε και χρώματα, και με τρόμαζε.
Ύστερα όμως αγαπηθήκαμε. Έμαθε τις φωνές,
τις αναπνοές, τους ανθρώπους. Έμαθε να πηγαίνει
μέχρι τον κήπο. Έκοβε ένα μήλο και το έδινε
στη γυναίκα μου. Επαναλαμβάνοντας, χαμογελώντας,
την ιστορία της Παλαιάς Διαθήκης. Τα πρώτα χρόνια
ήταν άγριο. Μάλιστα, πήγε να πνίξει
το μικρό μου αδελφό. Τυλίχτηκε γύρω από το λαιμό του
και έσφιγγε. Το παιδί το γλιτώσαμε στο «τσακ».
Μετά, ημέρεψε. Με μένα έπαιζε κιόλας.
Αλλάξαμε σπίτια, αλλάξαμε διαθέσεις,
πέθαναν άνθρωποι, πέθαναν έρωτες, ήρθαν άλλοι.
Αυτό, νεανικό, στιλπνό, και με ήχο δυνατό,
παραμένει ένα τηλέφωνο που επωάζει την ηρεμία
και τα απρόοπτα της ζωής μας.
.
Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα, από τη συλλογή Ο αθλητής του τίποτα, Το φίδι του σπιτιού, σελ. 306, Εκδόσεις Τόπος, 2013
Πίνακες: Michelangelo
www.vatican.va/various/cappelle/sistina_vr/index.html
Βρέχει στο τηλέφωνο και δε σ’ ακούω καλά. Βήχει ο καιρός στ’ αυτί μου. Σήμερα μιλούσες γαλλικά. Δεν καταλάβαινα τίποτα. Είτε γαλλικά όμως, είτε ελληνικά, τα φρούτα σάπισαν, η μουσική ξεράθηκε όπως την ξετύλιγες από το στόμα. Την άκρη της μουσικής κρατούσες, την τριχιά. Προχώραγες, χανόσουνα στον κόσμο. Έκανες κόμπους, έβαζες σημάδια – για να με θυμάσαι. Έσπαγες το φεγγάρι-αυγό, έκανες ομελέτα: «τα τηγανητά πειράζουν το στομάχι». Εδώ φάγαμε όλα τα σίδερα της ζωής και για ένα φεγγάρι θα βαρυστομαχιάσουμε; Ο άλλος εαυτός μου ο σιελ σκοντάφτει στο σιελ χρώμα, στο όνομα Άννα. Αυτά σκέφτομαι και δεν αντιλαμβάνομαι τον κλέφτη με τα λαστιχιένα παπούτσια, τον ηλεκτρολόγο που μπαίνει στην ιστορία και γίνεται βραχυκύκλωμα. Καίγονται οι ασφάλειες. Ένα τσαφ ακούστηκε, μύρισε κάτι καμένο, έπεσε το ατσάλι της νύχτας. Ψάχνω για κερί, ψηλαφώ τους τοίχους να βρω ένα πρόσωπο –έστω ένα ομοίωμα– να μοιάζει με άνθρωπο, να μιλήσουμε, να περάσει η νύχτα. Αν ποτέ περάσει αυτή η νύχτα με τα μεγάλα λευκά ποντίκια.
Γιάννης Κοντός, Τα ποιήματα (1970-2010) Ο ηλεκτρολόγος του ποιήματος, από τη συλλογή Ανωνύμου μοναχού, σελ. 205, Εκδόσεις Τόπος
Πίνακας: Juan Martinez Bengoechea
.
.
.