RSS

Category Archives: ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΡΙΟ

Iφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα

Θυμάμαι τη γιορτή του πατέρα, που ως επί το πλείστον έπεφτε τη δεύτερη μέρα του Πάσχα, πράγμα που αποτελούσε ιδιαιτέρως ευτυχή συγκυρία για την οικογένειά μας, καθώς δινόταν η ευκαιρία στον Αηδονοπάτη να έχει αντικείμενο ενασχόλησης που ταίριαζε στο χαρακτήρα και στα ενδιαφέροντά του. Εκτόνωνε δηλαδή την πλεονάζουσα επιθετικότητά του στις σφαγές των αμνών και των πουλερικών, στα ξεκοιλιάσματα, στα ξεπουπουλιάσματα, στα βρασίματα, στα σουβλίσματα, στον καθαρισμό των αιμοσταγών υπολειμμάτων των θυμάτων και στην τροφοδοσία των πυρών με ξύλα, τα οποία πετσόκοβε μ’ ένα τεράστιο τσεκούρι.Έτσι είχαμε ησυχία, και τι χαρούμενος που ήταν εκείνες τις ημέρες ο πατέρας! Μετά ακολουθούσε η μεγάλη ημέρα της γιορτής. Στρωνότανε τραπέζι δεκαπέντε μέτρων. Κάποτε μάλιστα στρώθηκε τραπέζι πενήντα δύο μέτρων, καθώς ο πατέρας ανήκε στις αρχές του τόπου – διατελούσε Πρόεδρος την εποχή εκείνη. Από τις πρωινές ώρες σειόταν ο τόπος όλος με τα σουξέ δημώδη άσματα του απανταχού ελληνισμού.

Έτσι, η μέρα, όπως άλλωστε ήταν φυσικό, ξεκινούσε με το ειδησεογραφικό ανακοινωθέν «μπήκαν, ωρέ… μπήκαν τα γίδια στο μαντρί, τα πρόβατα στη στρούγκα, χρυσούλα μ’ κι αδελφούλα μ’». Κι αφού τα γιδοπρόβατα είχαν διασφαλίσει, κι ευτυχώς, το privacy τους, οι κάμερες στρέφονταν προς αναζήτηση βοράς κουτσομπολιού στους ανυποψίαστους περιπατητές της περιοχής «το παπάκι πάει, καλέ παπί, το παπάκι πάει στην ποταμιά!» Ο Αηδονοπάτης έκαιγε το πελεκούδι σέρνοντας το χορό μες στον ιδρώτα και με το χέρι σηκωμένο να φασκελώνει τη λιακάδα, ενώ παράλληλα εκτόξευε στους καλεσμένους λιπαρά κομματάκια μουλιασμένης τροφής κάθε που χαλάρωνε το κέφι του πάνω σε σφ..σφ και τσ…τσ.
Με ενοχλούσε. Υπέφερα από αυτόν τον χύμα αλλά λεβέντικό του προσανατολισμό, από αυτήν τη συμπαιγνία του αποσυντιθέμενου και σθεναρού ταυτόχρονα φρονήματος. Με μπέρδευε. Και μπερδευόμουν ακόμη περισσότερο όταν ερχόταν εκείνη η μεγάλη ώρα όπου τα κλαρίνα θα ’παιζαν τις δύο στερεότυπες παραγγελιές του. «Μου παρή… το χαιδεμένο μου», ξεκίναγε ο τραγουδιστής, «μου παρή… παρήγγειλε τ’ αηδόνι με το πε… το πετροχελιδόνι να του πλέ… να του πλέξω τη φωλιά του με τα χρυσοπούπουλά του» και «γεια σου, μαστρο-Ιορδάνη», φώναζε ο πατέρας, «όλα τα πουλάκια κι αμάν κι αμάν, όλα τα πουλάκια ζυγά ζυγά, τα χελιδονάκια ζευγαρωτά, το ’ρημο τ’ αηδόνι το μοναχό… το ’ρημο τ’ αηδόνι το μοναχό περπατάει στους δρόμους καμαρωτό». Και «σφ…σφ…» και «τσ…τσ…» και «άντε να καούν τα κάρβουνα μαστρο-Ιορδάνη!»

Εγώ δεν έλεγα τίποτα, μόνο αναγούλες στο στομάχι. Είχα ακούσει κι εκτιμήσει το «η σιωπή είναι χρυσός» κι έκανα το κόσμημα. Βοηθούσα όσο μπορούσα, συμμετέχοντας διπλωματικά στην αποφυγή των στραβοτιμονιών• περιφερόμουν με τα κρεατικά, τα τυριά, τα αυγά και τις πίτες στις πιατέλες, και το στομάχι μου έφερνε τούμπες. Ακόμη και τώρα όταν αντικρίζω τυρόπιτα ή λαχανόπιτα και κοκορέτσια ή αρνιά μού γυρνάνε τα έντερα, η αυγουλίλα είναι ικανή να με οδηγήσει σε κρίση πανικού. Το Πάσχα πηγαίνω διακοπές σε χώρες μουσουλμανικές. Πέρυσι είχα πάει στο Μαρόκο. Είμαι χορτοφάγος και μου αρέσουν τα ψαρικά, κυρίως οι σαρδέλες…

Λοιπόν, έστελνα ευχές στους συνδαιτυμόνες με φορεμένα το σιφόν χαμόγελο βγαλμένο απ’ τη ναφθαλίνη, τα αναστάσιμα ρούχα επιλογής Χαρίκλειας και τα βραχιόλια της γιαγιάς Τριανταφυλλιάς, δωρισμένα για τέτοιες περιστάσεις, που ασφαλώς είχαν κάποια συναισθηματική αξία και δε με βάραιναν διόλου. Η αλήθεια είναι ότι άρχιζα λιγάκι να σιγοκουνιέμαι με κάποια κακεντρέχεια, όταν μετά τα αηδονοάσματα-παραγγελιές του πατέρα γάζωνε τον αέρα το «ένα πουλί, μάνα μου, μαντζουράνα μου, μάνα μ’, ένα πουλί απ’ το χωριό μας…». Ένα πουλί απ’ το χωριό μας «φεύγει για καλό δικό μας», κρυφομουρμούριζα, αλλάζοντας τα λόγια, «φεύγει και, μάνα μου, μάνα μου, μαντζουράνα μου… και πάει στα ξένα, ξένα και ξενιτεμένα!» Ανάθεμά σας, κι έσπαγα και καμιά πιατέλα, αλλά μου το συγχωρούσαν, γιατί κι εκείνοι σπάζανε ό,τι βρίσκανε μπροστά τους. Κατά τ’ άλλα μέρα ήταν, θα περνούσε…

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα, μυθιστόρημα (Προοίμιο προσώπων/Η κασέτα), Γρηγόρης 2011

Πίνακες: Mirjam Appelhof

.

 

Tags:

Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, To τραγούδι του λύγκα

To τραγούδι του λύγκα

Γι’ αυτό εσύ θα δείξεις –άσε που θα το βρουν αυτοί, αν τελικά δεν με αγγίξεις πεθαμένο– εκείνο το χαρτάκι που ’ναι καρφιτσωμένο στην αριστερή την κάλτσα μου. Τη βλέπεις. Μην απορήσεις που φοράω μόνο μία, αν και γουλί και τσίτσιδος. Άφησα μια κάλτσα μόνο εξ ανάγκης, τρέμοντας από φόβο μήπως κάνας αέρας ή τίποτε άλλο που δεν περνάει τώρα απ’ το μυαλό μου κάνει ζημιά σε τούτο το ευλογοφανές πειστήριο, πως είσαι αθώος ως τα μπούνια δηλαδή: «Πατέρα, απέτυχα ως καλλιτέχνης. Συγχώρεσέ με. Σ’ αγαπώ». Γάντι κολλάει, γάντι στην περίπτωση. Δε συμφωνείς κι εσύ;

Ποιος το σινάφι μου το παίρνει σοβαρά; Μισότρελο, αλαφιασμένο, γραφικό, ιδεολόγοι, ονειροπόλοι, κουλτούρα να φύγουμε και πράγματα άνοστα, βαριά και τα λοιπά και τα λοιπά και δε βαριέσαι… όσα δε φθάνει η άσημη διαπλεκόμενη αλεπού τα κάνει κρεμαστάρια. Και ιδού το κρεμαστάρι ! Όλα επιτρέπονται άλλωστε σε μας, αυτοκαταστροφή κυρίως. Είναι τόπος κοινός, κατ’ επανάληψη, κυρίως, κατειλημμένος. Για ρίξε μια ματιά στους διάσημους μπεκρήδες και αυτόχειρες. Άσε που ο θάνατός μας είναι και πόθος ευσεβής για όσους μας φθονούν ή δεν μας φθάνουν ή τους χαλά την πιάτσα η ζωή μας. Εδώ και χρόνια την κοιμίζουν με ωραία παραμύθια και ξεστομίζουν φιλάργυρα, όλο χλιδή οράματα, το πέτο ύστερα κοσμούν με εύσημο υπέρβασης κι ο λαουτζίκος βοσκάει λόγια αιχμηρά και σκουριασμένα, που τρέχουν στη συνέχεια αυτοί σαν αρωγοί φερέγγυοι, για να τα σπρώξουν στο λαρύγγι. Οι φιλάνθρωποι. Τέτοια σκατά κι απόσκατα, πατέρα !

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Γρηγόρη 2011

Πίνακας: Cuong Ngugen

.

 
Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, To τραγούδι του λύγκα

To τραγούδι του λύγκα

.

Άλλωστε έτσι τη θέλανε όλοι από τότε. Ξόμπλι. Όταν την απιθώνανε σε ρούχα κυριακάτικα, «σήκω, μουρή, κι βάρεσ’ η καμπάνα», νερό, ανατριχίλα, βούρτσα, «πάνου του κιφάλ’!», νερό, «μαδάς!», βούρτσα, άλγος, πολλές κινήσεις, νευρικές. Μιλιά αυτή, πλεγμένη σε κοτσίδα κρυβότανε στις κάλτσες. Αναμονή σε στάση καθώς πρέπει, πάνω στα υποδήματα. Λιτές κινήσεις, καθόλου φληναφήματα, στο ύψος της ήβης δάχτυλα. Καπακωμένες ενοχές με θλίψη ευθυτενή. Κόκκινα μάγουλα, μάτια επίσης, ξόμπλι του οίκου, εύτηκτο.
Μετά την παρφουμάρανε, χαράματα. Χωρίς μπουκιά, πομαδιασμένη. «Πάμι!» Ένα τσουβάλι, να μεταλάβει το χρυσό δοντάκι, κι ας βρώμαγε λεμόνι. Λιβανιζότανε ξινίλες στις μετάνοιες, σε κάθε επίκυψη δίναν και παίρναν σφάχτες κοσμιότητας. Αφόριζε υγρά. Χωρίς μπουκιά, πομαδιασμένη. Σε λίγο θα τα επέστρεφε και αρώματα και χρυσαφικά και δώρα. Όλα θα τα επέστρεφε. Αντίδωρα. Κρυφά στην τουαλέτα, φλομωμένη, ωραία πεθαμένη
.

 

Dino_Valls_-_In_Memoriam

.

Μετρούσε το λείψανο το ωραίο στο χωριό της. Ανήκε στα υπέρ του αποδημήσαντος, το εξετάζανε στις κηδείες, λες κι ήταν ανδραγάθημα, το έσχατο του πεθαμένου, να ζέχνει κάλλος και χλομάδα. Κι ένα φόρτωμα από άνθη από πάνω, να κρατάει. Και δώσ’ του άνθη και μπαμπάκια από αγάπη να μπουκώσει, να συχωρέσει το κουκούλωμα στο χώμα. Μετά κοιτάγανε τον πεθαμένο, ώρες πολλές τον πεθαμένο, από συμφέρον μόνο: «μπας και χαμογελάει; Θα πάρει κι άλλους σύντομα μαζί του, γι’ αυτό χαμογελάει ο πανούργος φασκιωμένος». Φτυνόντουσαν κρυφά –δε χώραγε η σκέψη πώς στέργει να ’σαι χαλασμένος κι αδιάφορος. Μειδίαζε εκείνος. Τον σκάγανε μ’ ένα ασπρομάντιλο στο τέλος, του το φοράγανε κατάμουτρα – όπως κι εκείνος κατάμουτρα τους πέταξε το σμίξιμο του κάλλους με το θάνατο. Αλλά δεν ξέρανε από τέτοια.

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Γρηγόρη 2011

Πίνακες: Dino Valls

http://www.newsville.be/gr/politismos/siafaka-lygkas.asp

 

 

Tags: ,

Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα

.

Κρώζοντα πουλιά πετάριζαν ήχο καλπάζοντα από το βάθος της σπηλιάς, σκοντάφτοντας το βόμβο τους σε σιω­πηλό λεπίδι, βράχους παλιούς, όπου δεν έπαυε η θάλασσα οδυνηρά να τρίβεται, το τύμπανο του αυτιού του να ξεσκίζει. Σιγή μετά. Ώσπου γλιστρήματα σκιών ιλιγγιώδη τσά­κισαν τις φτερούγες τους με πάταγο – τινάχτηκε το αγόρι –, έτσι όπως ρίχτηκαν στα μάτια του τυφλές απ’ το πολύ το φως, αλλά δεν ήταν νυχτερίδες. Το τύμπανό του ξεσκιζόταν.

DIN068-REGRESSIO

Ένιωσε τότε σαν βελούδο στο λοβό μια άχνα παγωμένη, πριν γέλιο γυναίκας τσακισμένο. Γύρισε, είδε. Στόμα. Όχι στόμα, ήξερε ότι δεν, αλλά ένιωθε ότι ήταν στόμα, γι’ αυτό και άπλωσε τα παιδικά του χέρια να το αγγίξει δίχως να φοβάται, δόντια δεν έβλεπε άλλωστε ούτε χείλη, ήχος δασύς από ανάσα ακουγόταν μόνο. Κίνησε, άπλωσε αργά τα μπλε βαμβακερά χεράκια, με τους πορτοκαλιούς αρκού­δους που έπιναν γάλα στο κρεβάτι, το στόμα να θωπεύσει, μαζί νωχελικά να αγαπηθούνε. Δεν πρόλαβε όμως. Λιγνά, αποσπασμένα, λιωμένα ή σε αποσύνθεση κομμάτια είδε να αιωρούνται τα χεράκια, οι αρκούδοι, κι άκουσε κρότο απόκοσμο σαν κούτσουρο που γλείφε­ται βαρύ, να ανασκου­μπώ­­νεται στις φλόγες, ξερνώντας τέφρα απ’ την κοιλιά του. Ένιωσε τέτοιο το κορμί του, έπειτα εκτοξεύτηκε, έγινε όλο το αγόρι ένα ααααααα, κι όλο κουτρουβαλούσε, ζαλάδα χυμένη σε πηγάδι. Σε ατέρμονο σκοτάδι το αγόρι, μακρο­συ­ρτούσε ο φθόγγος· ένιωσε τότε τη γλώσσα να γυρίζει προς τα πίσω, ήχος στιλπνής λεπίδας έγδερνε το λαρύγγι, μέταλλο αργόσυρτο που βούλιαζε μες σε παχιά σκουριά, ένιωσε την ανάγκη να μιλήσει.

.

dino 307865_2518823049214_2104245671_n.

Δεν έβρισκε όμως φθόγγους, τίποτε, σαν να ’τανε κομμένο από μάνα, από γλώσσα, σκεφτόταν μόνο «Ιάσονας, Ιάσονας, Ιάσονας». Και μόλις αποτέλειωσε το όνομα, είδε ένα σώμα να κινείται,  ντυμένο το ρούχο με τα πορτοκαλιά αρκουδάκια, να φεύγει με την πλάτη γυρισμένη, το σώμα το δικό του. «Μη!», φώναξε ο Ιάσονας. Άφραστη ύλη  λεκτική έγινε μόνο «μη», και τίποτε άλλο. Και τότε γύρισε το σώμα, αλλά είχε λαθέψει το αγόρι, δεν ήταν το δικό του, ήτανε ζώου σώμα. Λύγκα σαρκοβό­ρου.

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Γρηγόρη 2011

Πίνακες: Dino Valls

 

dino valls images

 

Tags: ,

Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, To τραγούδι του λύγκα

.

Απόψε στον κήπο με τους μεγάλους φοίνικες, όλη η κοσμική πόλη παρελαύνει διαχυτική κι ανάλαφρη κάτω απ’ τον έναστρο ανοιξιάτικο ουρανό. Επιδεικνύει τα μπεζ-κίτρινα  χρώματα της εποχής μες σε σινιέ ενδύματα και διαθέσεις ακόμη πιο σινιέ. Γυαλιστερά μες στη γυμνή σαγήνη τους, τα ψηλοτάκουνα πέδιλα των καθώς πρέπει στολισμένων κυριών σουβλίζουν το παχύ κόκκινο χαλί που προσκυνά τα πόδια τους. Σκούζει άλλοτε από ρυπαρά αιμοσφαίρια προόδου, που γίνονται λεκέδες, άλλοτε ανατριχιάζει από ίχνη διαφθοράς που αφήνουν σαν χαλκομανίες οι χοντροκομμένοι συνοδοί τους. Διακριτικά, ξινά, στραβά, πληθωρικά χαμόγελα σμίγουν στον περίβολο με κακαριστά λίφτινγκ, σφιχτά, αμήχανα ή τρανταχτά γελάκια, ενώ η λευκοφορεμένη μπάντα και το βαλς της σπρώχνεται ν’ ακουστεί μέσα απ’ τις συναντήσεις. Ένας ήχος υπόκωφος, λες κι έρχεται από μύγες παχιές του Αυγούστου, που όλο προσπαθούν κι όλο αναστέλλουν ντροπαλά το πέταγμά τους, σέρνεται απ’ τον κήπο μες στη μεγάλη αίθουσα.

james-ensor_02Ο δόκτωρ Αλκιβιάδης Τσαγανόπουλος στέκεται εκεί, μόνος, δίπλα στο μεγάλο τζάκι και πλάι στον μπουφέ, μ’ ένα πούρο Romeo y Julieta, κόκκινο παπιγιόν και ύφος περιστάσεων. Ρουφάει το βόμβο και φουσκώνει απ’ το αεριούχο κόρδωμα, τις φανφαρώδεις υποκλίσεις, το ειδεχθώς συσσωρευμένο λίπος στο στομάχι. Μουρμουρίζει ένα πρόχειρο καλησπέρα με υπόκλιση σ’ ένα πεντικιούρ στο χρώμα του χρυσού των Φαραώ, που κάνει ένα πυρετώδες πέρασμα από μπροστά του και κάπου το γνωρίζει. Παίρνει ανάσα με κάποια δυσκολία, που ο επιμελημένος εξαερισμός της αίθουσας δε δικαιολογεί, και τον αφήνει εκτεθειμένο σε σχόλια πικρόχολα. Κινείται αργά, κοντανασαίνοντας, προς το ορθάνοιχτο νεοκλασικό παράθυρο, απ’ όπου ένα υγρό αεράκι εισβάλλει με μικρές ριπές, αθόρυβα, και τρίβεται σε κάποιες τρίχες στο κεφάλι του, οι οποίες αιωρούνται λεπτεπίλεπτα, λευκές κι ευτυχισμένες. Το πρόσωπό του καταγράφει πλαδαρή ζωή και σκέψεις ακόμη πιο ρευστές και ανοργάνωτες.

James Ensor 4685639817_45204cc7a9_zΜια δυστυχία καθώς πρέπει, κοσμική και καλυμμένη από τρόπους. Απλώνει το αριστερό του χέρι. Μανικετόκουμπα λευκόχρυσα οβάλ, με κεφαλή λέοντος σε σμάλτο μπλε, δίνουν το στίγμα Τσαγανόπουλου,  μανσέτα λευκή μεταξωτή. Tουρκουάζ, κόκκινα καναπεδάκια στριμώχνονται στο στόμα του, πήζοντας έναν πολύχρωμο λαχανί πολτό στην ξασπρισμένη γλώσσα του. Μικρά υπολείμματα από σολομό ραπίζουν ελαφρά το παπιγιόν του και διασχίζουν το ριγωτό του νοικιασμένο φράκο. Ύστερα προσγειώνονται στο καλογυαλισμένο του παπούτσι και διαλύονται διακριτικά κάτω από το χειροποίητο παπούτσι του, σ’ ένα συλλεκτικό μεταξωτό χαλί από το  Ουζμπεκιστάν. Τα παχουλά του δάχτυλα επισφαλώς βαστάζουν ένα κοκτέιλ σαμπάνιας, συνηγορώντας στην κτηνώδη επισημότητα. Πληθωρικές και γρήγορες γουλιές διαστέλλουν τους βολβούς των κατακόκκινων ματιών του κι αποστραγγίζονται ηδονικά μέσα στο χέρσο σύμπαν του. Τον τελευταίο καιρό νιώθει όπως τόπος χτυπημένος από ανομβρία. Ποτίζεται με ουίσκι και αποφεύγει να εμφανίζεται συχνά και δημοσίως. Ιδιωτεύει μέσα σε ατμούς, συνήθως σκυφτός επάνω στην μπανιέρα, έρμαιο τρανταγμών που προκαλούνται από ποσότητες αλκοόλ που απορρίπτει το στομάχι. Απόψε όμως υποχρεώθηκε να κάνει μια υπέρβαση και νά ’ρθει.

Πίνακες: James Ensor

.

.

 

Tags: ,

Image

Το Τραγούδι του Λύγκα Μέρος ΙΙ, Κεφάλαιο 4, σελ. 149, «Στη Χώρα του Πάντα Πάντα» ή Ένα «κεφάλαιο» που έκανε τσουλήθρα στο κενό

Maggie Taylor

Panta panta 1

Panta panta 2

c2201eac

panta panta 3

Boy who loves water

panta panta 4

85ee2739

panta panta 5

d5087828

panta panta 6

384c2983

panta panta 7

e7f00e49

panta panta 8

DSCN0655

DSC_0087

 

Tags: , , ,

Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα

Το τραγούδι του Λύγκα

 

Tags: , , , , ,

Image

To τραγούδι του λύγκα

To τραγούδι του λύγκα

 

Tags: , , ,

Image

To τραγούδι του λύγκα

 

Tags: , , , , , ,

Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα

111-DIES-IRAE-det1

.

 Ουρλιάζει η πόλη και φτύνει σάλια επιληψίας μπρος στο θέαμα. Μόνον αγώνας επιβίωσης, το θέαμα να επιβιώσει απ’ τα μπαλκόνια και τις τηλεοράσεις και τις μεγάλες έδρες στα γνωστά σχολεία, κι έτσι να απλώνονται οι λέξεις και οι ιδέες σαν χολέρα, breeze driftin’ on by you know how I feel, και συγχορδίες συνθημάτων να εκσφενδονίζονται σαν πεταλούδες με πυρηνικά στο μέλλον, butterflies all havin’ fun you know what I mean, κι ας τελματώνει η σκέψη και πράξη, «δε βαριέσαι». Αλλά γονίδιο, σου λέει, η ευτυχία ! Sleep in peace when day is done. Κι ώσπου να βρουν το αντιγονίδιο ή ώσπου να κάνουν εγχύσεις ευτυχίας στα ανάπηρα του κόσμου ή ώσπου να μεταλλάξουν τα στραβογεννημένα καύκαλα σε πασαρελογεννημένες πέτσες, that’s what I mean, με εγχειρήσεις ευφορίας πλαστικής, αυτή θα αναζητά τον τέταρτο δρόμο, τον μεταμοντέρνο, σικ, μασώντας νευρικά παρανυχίδες, χαπάκια καταπίνοντας, πιο σικ ακόμη, stars when you shine you know how I feel, βρίζοντας λόγια αιχμηρά και πνιγηρά.

105-ARS-MAGNA-det3Θα έχει τολμηρές επιθυμίες, θα είναι σέξυ. And a bold world for me, θα λέει.Θα θέλει να ανατείλει σαν έως σφριγηλή από τις στάχτες της κι απ’ τον ασφοδελόν λειμώνα, it’s a new day, it’s a new life for me, θα πει. Και ύστερα θα θέλει να αποθέσει στους μαστούς της τον τόπο της τον γαλαθηνό, it’s a new dawn, σουρουπώνει η ιδέα, και ογκόλιθους-προπάτορες θα θέλει να ανορθώσει στα τρυφηλά της μπράτσα, να λιβακώσει το σύμπαν θα θέλει στις μασχάλες, dragonfly out in the sun you know what I mean, don’t you know, έθνη στους αργαλειούς να ξάνει κι ολυμπιακή να υφάνει θα θέλει μεγαθήριο πλεξούδα, and this old world is a new world, το χνώτο ν’ εκπατρίσει μ’ ένα γαλλικό φιλί στου άλλου τη χοάνη, στην πλεκτάνη, κούτελο με κούτελο, όπως θα συναντιέται. Θα θέλει να εναγκαλίζεται με τους συμπορευόμενούς της αδελφούς μες στη μεγάλη πόλη, στην πόλη που μαύρισε, η πόλη, οh freedom is mine, με εωσφόρους να παρκάρουν τα κορμιά τους κι αγγέλους να αυτοεξορίζουν τα φτερά τους, κι αν όχι, όχι με αυτούς, and this old world is a new world, έστω να φιληθεί θα θέλει με μια απειλή, μια γάτα, μια φράντζα, ένα σπυρί, μια μπούκλα θα θέλει, έστω μ’ έναν νευρόσπαστο περιπατητή ή μέρος περιπατητή, and a bold world for me, δεν έχει σημασία θα θέλει, αδιάφορων στοιχείων κατά τ’ άλλα, η γελοία.

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το τραγούδι του λύγκα, μυθιστόρημα, Εκδόσεις Γρηγόρη 2011

Πίνακες: Dino Valls

.

.

 

Tags: , , , , , ,