RSS

Category Archives: Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Ρομπ ντε σαμπρ για μονομάχους

.

Να, εκεί στέκονται τρεις άντρες.

Ο ένας –η περιβολή από ατσάλι–

Τις νύχτες χάνει το κεφάλι του.

Δεν του το παίρνει η γκιλοτίνα

Μα άλλος άντρας, δυνατότερός του,

Του το βυθίζει μες στο σώμα.

Ο τρίτος με το φως της μέρας

Το ανασύρει αργά κι επιδέξια

Σαν να είναι και οι τρεις ένα σώμα

Άτμητο, σάρκινο, θνητό.

Σαν η βία να μην είναι άθλιο ψέμα

Μα η νίκη φυσικός προορισμός.

Τους αγνοώ. Φορώ ρομπίτσα δωματίου,

Χνουδωτή, με αναρίθμητα λουλούδια

–Μωβ, κίτρινα, λευκά, συλλογισμένα–

Και στον γιακά μικρό λεκέ ανυποχώρητο.

Απέναντι στους σιδερόφραχτους ιππότες

Βγαίνει καπνός απ’ το βαμβακερό μου ανάστημα.

Σε μια τσεπούλα τριανταφυλλί παραχώνω

Τον τρόμο, τον λυγμό, την απόγνωση.

Σαν ήταν και τα τρία ένα σώμα

Άτμητο, σάρκινο, θνητό.

Σαν η βία να είναι άθλιο ψέμα

Και το τρόπαιο ένα ρομπάκι απαλό.

Δήμητρα Χριστοδούλου, Ρομπ ντε σαμπρ για μονομάχους, από τη συλλογή Ευγενής ναυσιπλοΐα, εκδόσεις Μελάνι, 2021

Πίνακας: Cheffer Delouis

 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Διδακτική των πρακτικών τεχνών

.

Καθώς κοιμόταν η μικρή Κωνσταντίνα

Μια κλωστή έπεσε ήσυχα στα χείλη της.

Ή θα περνούσε με φθαρμένη ζακέτα

Ένας παππούς από την ουράνια πόλη

Ή κάποιος αργόσχολος άγγελος

Μαδούσε πάνω της λινή μαργαρίτα.

Το παιδί μισάνοιξε τα χείλη του

Κι έτσι διδάχτηκε τη θεϊκή ραπτική.

.

Ας δούμε τώρα με ποιον τρόπο διδάσκονται

Ξυλουργική οι δυο συμμαθητές της,

Ο κοντούλης ο Δανιήλ και ο Γιάννης.

Μετά τη μάνα της εκείνοι την έκλαψαν

Που δεν ξύπνησε από τέτοιον ύπνο.

Αυτοί, λοιπόν, χτυπούν το ένα με τ’ άλλο

Τα ξυλοπάπουτσα των ξωτικών τα Χριστούγεννα.

Σπίθες πετάγονται! Πατάνε τα κλάματα

Και οι ξωθιές με ξεπαγιασμένα ποδάρια

Τους παραδίδουνε τα μυστικά.

Ξέρουνε πλέον πώς να φτιάξουν το κρεβάτι

Όπου μια νύφη θα κοιμάται ανενόχλητη.

.

Αν επομένως στην αυλή του σχολείου

Κόβουν και ράβουν ελάφια και σκίουροι,

Σσσστ! Ησυχία! Ο ουρανός είναι μικρός!

Αφήστε τα παιδιά να αποστηθίσουν!

Δήμητρα Χριστοδούλου, Διδακτική των πρακτικών τεχνών, από τη συλλογή Ευγενής ναυσιπλοΐα, εκδόσεις Μελάνι, 2021

Πίνακας: Auguste Renoir

 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Τι μου εμπιστεύτηκε γηραιά φίλη

.

«Κάποτε φθάνει. Και βροντάει την πόρτα.

Σχεδόν την σπάει. Ορμάει στα δωμάτια.

.

Όταν φεύγει, στο λεηλατημένο σπίτι

Κατακάθονται σιγά σιγά οι θόρυβοι.

Κι ανάμεσα απ’ τα γυαλικά και τα συντρίμμια

Αρχίζουνε σιγά σιγά να ξεφυτρώνουν

Γαλαζωπά τα αγκαθάκια του βουνού.

Αν θες κάτι να βρεις, απομεινάρι,

Αυτά σου φέγγουν τα μικρά καντήλια.

Με δυο σταγόνες αίμα στα δάχτυλα

Μπορείς να ξετρυπώσεις μια κούπα

Ή ακόμη, αν το φωτάκι κρατήσει,

Το γυάλινο το βλέμμα μιας σφήκας

Που απολαμβάνει το νέκταρ του αγκαθιού.

.

Έτσι αποχτά αστροφώτιστα δάπεδα

Νοικοκυριό από χαλάσματα κι έντομα.

Μπορεί σε χοροεσπερίδα επετείου

Να δεξιωθεί ως και αγγέλους γυμνόποδες.

Παρά το βάρος του γαλαξιακού υλικού τους

Στροβιλίζονται με άθιχτα πέλματα.

Εμείς μαζεύουμε προσεχτικά μικροθραύσματα

Για το σερβάν μιας σάλας στην πλαγιά.

Κι εκείνοι, όπως βουίζουν οι μέλισσες,

Διασταυρώνουν τις αναίμακτες τροχιές.»

.

Δήμητρα Χριστοδούλου, Τι μου εμπιστεύτηκε γηραιά φίλη, από τη συλλογή Ευγενής ναυσιπλοΐα, εκδόσεις Μελάνι, 2021

Πίνακας: Στέφανος Δασκαλάκης

 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Ευγενής ναυσιπλοΐα

.

.

Ποιος έχει δύναμη να μας επιβάλλει ποινή

Όταν φροντίζουμε την ψυχή μας μ’ αγάπη;

Δεν έχει ο θρήνος θράσος αιωνιότητας.

Σβήνει κι αυτός με κουρασμένο στεναγμό.

Μπορούμε, λέω, ν’ απεκδυθούμε το σάβανο.

Ανάρμοστο είναι σε παλλόμενο σώμα.

Περνάει πάντα ένα πλοιάριο στ’ ανοιχτά

Ακόμη κι αν είναι η ανάμνησή του.

Τόσες εικόνες στοιβαγμένες στον χαμό,

Τόσο υπερούσιο το απόθεμα της σκέψης.

Μπορεί να φεύγει ακόμη κι απ’ το μνήμα του

Κάποιο μικρό ιστιοφόρο,

Κανένα φασματικό ψαροκάικο,

Κάποτε αυτό γοήτευσε το βλέμμα

Καθώς διέπλεε έναν κόκκινο ουρανό.

Ας του προσθέσουμε κάποιο χρόνο αθανασίας.

Απόψε η θάλασσα με την τιτάνια σιωπή της

Συνοψίζει το χάος σε φιλία.

Αναπνέει σαν στήθος μωρού

Που αποκοιμήθηκε μπροστά στ’ αρμυρίκια.

Μπορεί ο ήλιος καθώς εξαντλείται

Να αποσβήσει κάθε εγκατάλειψη.

Πανάξια θα είναι η ναυτοσύνη

Που αποπλέει προσπερνώντας τον θάνατο.

Δήμητρα Χριστοδούλου, Ευγενής ναυσιπλοΐα, από την ομώνυμη συλλογή, εκδόσεις Μελάνι, 2021

Artwork: Henri Le Sidaner

.

 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Nτοκουμέντα απτά

.

Όσο ακόμη ζούσε βάδιζε
Σαν ένσαρκο άρωμα που φεύγει στον αέρα
Τώρα η φωτογραφία τής χαρίζει
Παράστημα σε σφριγηλή ακινησία
Έπαρση ανακτορική στη θλίψη.
Συνεκτικά έχουν τυλιχτεί πνοή και ρούχο
Κι όλο το σώμα της κοιτάζει τον φακό
Μια στήλη από πετρωμένο αλάτι
Που ζωηρά θυμάται τα οστά
Που αναγνωρίζει κάθε πόρο του δέρματος
Κι είναι κορνίζα τοσοδούλα όρθια κλίνη
Απ’ όπου εγείρεται επιθυμώντας τον Θεό.

Πόσοι και πόσοι εγείρονται από την άπνοια
Όταν φυσάει δυνατά στην πόλη
Και κλαίνε τα παραθυρόφυλλα δαρμένα
Και δραπετεύουνε ξεμαλλιασμένες κουρτίνες
Κι οι αρρωστημένες νεραντζιές στη λεωφόρο
Σκορπάνε αζήτητους καρπούς στο οδόστρωμα.
Σαν σκύλους ξαμολάν τα περιπολικά τους
Η αστυνομία και η θεία πρόνοια.
Παντού τα ίχνη, πουθενά τα σώματα.
Μόνο που τρέχουν από τάφους και τράπεζες
Εργάτες, πελάτες, φαντάσματα
Κι ο φωτογράφος στρέφει σ’ όλους τον φακό.

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Nτοκουμέντα απτά, Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή, Μελάνι 2019

Photo: Gerhard Richter

 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Κοτσιδάκια με φιόγκο

.

Όταν τα δάχτυλα χτυπάνε ώρα στο τραπέζι
Και το κεφάλι μου ζυγίζει σίδερο,
Όταν το κινητό στέκει αχρείαστο στη θήκη,
Τσόφλι ενός τζίτζικα που ’χει στεγνώσει,
Όταν η σκέψη μου είναι ρύζι με στάχτη,
Εξαίσιο έδεσμα για ψάρια,
Τότε αρχίζει να γελά από το κάδρο του
Ο πατέρας μου ο συχωρεμένος,
Ερασιτέχνης τενόρος και αντάρτης
Που, αφού γέρασε στη ραπτική,
Έκαμε έξι χρόνια στο κρεβάτι,
Πριν παραδώσει την ψυχή.

Σκέφτομαι πόσο λίγο του ’χω μοιάσει.
Και φάλτσα κι ούτε ένα κουμπί να ράψω.
Κι ούτε που σήκωσα ποτέ κεφάλι,
Παρά μονάχα για να φανταστώ τη φλόγα
Που κατακαίει τη σπηλιά του ουρανού.
Μέσα στ’ αποκαΐδια της βαδίζουν
Με πέδιλα από λευκές πεταλούδες
Οι πατεράδες με τα κοριτσάκια τους.
Εκείνοι σιωπούν κι αυτά ρωτάνε
Τραβώντας τους από το γύψινο μανίκι.

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Παράκτιος οικισμός, Μελάνι 2017

Artwork: Ray Cesar

.

 

 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Μαγειρική για βοριάδες

.
Αέρας στήνει μάχη με αέρα
Στην πόλη απόψε. Τη χτυπάει σαν αυγό
Με δυο πιρούνια τ’ αγιάζι.
Κάποια μαγειρική για ζωντανούς
Θα πέρασε σε χέρια πεθαμένων.
Το υδραγωγείο, το αμαξοστάσιο, το μουσείο
Σπρώχνονται πότε κατά το λιμάνι
Πότε εδώ κάτω, στον φωταγωγό.
Στην ίδια κατσαρόλα συντρίβονται
Τα γυαλικά των αστεριών.
Κι ακούω που κλαίει ένας γάτος φουκαράς
Κάτω στην άδενδρη πλατεία.
Ως και το τσόφλι του φεγγαριού να σπάσει
Κανείς δεν θα έκανε τα χέρια του κούπες
Να του μαζέψει τον χυλό.
Διπλοκλειδώνουν με τέτοιον καιρό τις πόρτες
Κλείνουν τ’ αυτιά τους με το μαξιλάρι
Και ο ύπνος τους είναι σπασμένος και ωμός.
Και μόνο μες στον κρόκο του ονείρου τους
Σαλεύει ένα κλωσσοπούλι. Τρέμω
Μήπως και γεννηθεί τέτοια ώρα
Κι αφτέρουγο τ’ αρπάξει η φασαρία
Και σβήσει η κραυγούλα της ζωής του
Στο στόμα άλλου ζώου που πεινά.

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Μαγειρική για βοριάδες, Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή, Μελάνι 2019.

Αrtwork: Rozi Demant

 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Καλό σημάδι

.

«Ήμουν ανόητη και δειλή,
Δεν ήξερα να μαγειρεύω,
Δεν είχα καν προφίλ πορσελάνινο.
Και βρέθηκα κάτω από το βλέμμα σου
Μουτζουρωμένη, τοσοδούλα, βήχοντας
Σαν να ’πεσα από καμινάδα.

Πέταξες το παλτό στην πολυθρόνα
Κι ενώ βούιζαν τα κούτσουρα που καίγονταν
Απέσυρες την προσοχή σου προς τα δέντρα
–Έξω απλωνόταν φορτωμένο χιόνι
Νεαρά και γέρικα έλατα–
Και δεν επέστρεψες εδώ.
Μόνη μου, με καλό σημάδι,
Βρήκα έναν τρόπο να σε ακολουθώ»

Σημείωμα αυτόχειρα που ξετρύπωσε ο γάτος
Κλεισμένος μέσα, πεινασμένος πια, ανήσυχος.

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Παράκτιος οικισμός, Μελάνι 2017

Πίνακας: Edward Le bas

 

Δήμητρα Χριστοδούλου, Χριστούγεννα

-tetheredfulcrum

.

Ο πατέρας μου χτυπάει τα χέρια στον αέρα:
Ένα κακό πουλί τον τυραννά.
Η μητέρα μου τυλίγεται με στάχτη:
Θέλει να μην την γνωρίσουν οι Άλλες,
Αυτές με τα κουρέλια στα μάτια.
Η αδελφή μου έχει τόσο ψηλώσει,
Που δεν την χωράει το δέρμα της.
Σφίγγει τα σωθικά της επάνω της.
Ο αδελφός μου κρύβει τη γυναίκα του
Μέσα σ’ ένα βρεγμένο σεντόνι.
«Σουτ!», γνέφει με το δάχτυλο, «σουτ!
Θα ξυπνήσετε το μωρό-εαυτό της.»
Ο άντρας μου φυτεύει καγχάζοντας
Τα μανιτάρια στο κρασί.
Θανάσιμος οικοδεσπότης.
Ο γιος μου χτυπάει το πόδι στο πάτωμα.
«Έξω», φωνάζει, «έξω όλοι!
Θ’ ανάψω τις οχτάχρονες φράουλες!»
Μια εδώ, μια εκεί περιφέρομαι
Σερβίροντας κακοψημένους στίχους.
Όλοι αποστρέφουν το πρόσωπο.

Στρέφω κρυφά ένα βλέμμα γάτας στο παράθυρο
Κι αρχίζει η βροχή που φαντάζομαι.
Τίποτε άλλο, μόνο αυτήν ακούω
Που με πλένει από την αρχή τού κόσμου.

Δήμητρα Χριστοδούλου, από τη συλλογή Λιμός, Νεφέλη 2007

Πίνακας: Steven Kenny

 

 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, Εορταστικές υπηρεσίες

.

Σχεδόν λερώνει αυτό το κρύο από κει πάνω
Σαν κάποιος να μη θέλει που ξύπνησε
Και χύνει αργά τον καφέ στα πλακάκια.
Τέτοια βουνά δεν τ’ ακουμπά μεσημέρι.
Κάθονται υπέρβαρα κι άντυτα
Κι από το ύψος της αθανασίας τους
Ξεφυσάνε το χιόνι κατάμουτρα
Στους κοκαλιάρηδες τους λύκους του σπιτιού.

Έτσι μου ’ρχεται να το σκάσω απ’ τον Θάνατο
Κουκουλώνοντας τη γειτονιά μ’ ένα σκούφο,
Χώνοντας τ’ αγρίμια σε υπνόσακους
Και σπρώχνοντας τις βλαστήμιες μου
Σ’ ένα ζευγάρι χνουδωτές παντούφλες.
Να του δέσω μ’ ένα κασκόλ τα μάτια,
Τάχα πως παίζουμε τυφλόμυγα,
Κι άσ’ τον μετά να σκουντουφλάει γελοίος
Στα παγωμένα παπλώματα.

Για δες, πώς κατεβαίνουν τα Χριστούγεννα,
Φτερούγα Αρχαγγέλου με γυάλινες αρβύλες
Και εκείνο το υπηρεσιακό χαμόγελο
Κάποιου που σε κυνηγά και σε βρίσκει.

Δήμητρα Χριστοδούλου, Από τη συλλογή Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης, Εκδόσεις Μελάνι 2014

Πίνακας: Katherine Ace