.
Εδώ, στην άκρια της θάλασσας
που οι δυτικές επαρχίες τελειώνουν μ’ έναν βάσανο
καταλαβαίνω πως υπήρξα ένα λάθος της πέτρας.
.
Η γης που χορεύει
περνάει κύματα μέσ’ απ’ τα χέρια μου
ρωτάει τη φτιάξη μου
πώς τώρα με πείσμα ρωτάει ο ρυθμός
τι έμεινε απ’ τη νιότη αζύμωτο
ποιος είναι ο ναυαγός.
.
Είπες το σώμα είναι η γλώσσα του χώρου
πως είναι το σπίτι του νερού
κ’ εγώ μ’ αυτό σε κατοίκησα.
.
(Πως με τυράννησες στη γλώσσΑ).
.
Θα με γρικάει η ομίχλη και ο κρύος χειμώνας
θα με νομίζουν οι γκρεμοί στον ύπνο τους
όταν σκοντάφτουν πάνω σ’ όνειρα ερπετών
και της πνοής το ξάφνιασμα σα με λογίζεται
θα συνεχίζει ν’ αγκαλιάζει νικημένους.
.
Πως τα πουλιά είναι η βουή
που μέσα της σ’ ονόμασα.
.
(Πως στα πουλιά με γκρέμισεΣ).
.
Κι ώσπου να φύγω
θα με γλύφει το νόημα ώσπου
να γίνω βότσαλο μέσα σε χίλια βότσαλα
λείο μες στη φτηνή αλληγορία των εραστών
λευκό στη μεγάλη αναιμία του κόσμου.
.
Πίνακας: Νικόλαος Λύτρας