RSS

Category Archives: ΤΕΧΝΕΣ: ΘΕΑΤΡΟ

Iφιγένεια Σιαφάκα, Με πίστιν και ζήλον

Φωτογραφία: Vincent Lempereur

Μια καρέκλα, ένα κρεβάτι, πάνω η εικόνα της Βρεφοκρατούσας. Ένας ολόσωμος καθρέφτης. Μια στολή καλοκαιρινή Χωροφυλακής της εποχής [λευκή], κρεμασμένη στον τοίχο, μια λάμπα πετρελαίου, ένα τραπέζι, ένα πιάτο με μια μισοφαγωμένη φέτα ψωμί και λίγα κουκούτσια από ελιές, ένα άδειο ποτήρι, μια καράφα νερό. Δίπλα ένα περίστροφο. Ακούγονται στο βάθος σαν χαλί καλπασμοί αλόγων αναμεμειγμένοι με ήχους πόλης. Ένας άνθρωπος με μια σκελέα κάθεται σ’ ένα κρεβάτι.

[Πλησιάζει και ανάβει τη λάμπα] Το σκέφτομαι συχνά. Από τότε που μου το είπε ο Βασιλάκης σκάζοντας στα γέλια. Εγώ το βρήκα όμως έξυπνο και σοβαρό και τυχερό κυρίως. Κάναμε μια μικρή τρέλα, και πίναμε προς 25 λεπτά τη λεμονάδα μας με πάγο στο καφενείο του Φουλάκη,[i] Αθηνάς και Σοφοκλέους, και ήτανε, μου λέει ο Βασιλάκης, στην άμαξα και κύριοι πολύ των υψηλών και πεντακάθαροι και στολισμένοι, όπως ο Παπούδωφ και ο Αξελός, που, λέει, επέστρεφαν από το Λαύριο. Το φαντάζεσαι, μου λέει, κάνοντας καταβρεχτήρι τη λεμονάδα απ’ το στόμα, με μιας μπαμ και κάτω στον σωστό τον τόπο; Χαχαχα! Από τότε, προσωπικώς, ηγάπησα και περισσότερο τα άλογα. Ξεύρουν να ζουν, ξεύρουν και εν τω έργω να πέφτουν με τάξη προπάντων και ηθικώς! Κι ο θάνατος είναι μια ηθική της τάξεως. [Παύση. Σηκώνεται, χτυπάει προσοχή] «Ορκίζομαι και υπόσχομαι να υπηρετήσω την Α. Μ. Βασιλέα, με πίστιν και ζήλον, να φέρω το ανήκον σέβας προς τους ανωτέρους μου εις όσα αφορώσι την υπηρεσίαν, και να μην κάμω χρήσιν της δοθείσης μοι εξουσίας, εμή μόνον προς διατήρησιν της κοινής ησυχίας και ευταξίας, και εις εκτέλεσιν των νόμων.»[ii]

[Κάθεται και γελάει νευρικά] Σωστά! Ανοίγεις μια τρύπα στην Ομόνοια για γκάζι όπως-όπως, περνάνε τ’ άλογα, κλατς το ένα άλογο γυρνάει το ποδάρι, πέφτει στο χαντάκι, παρασέρνει κλατς, κλατς και το ζευγάρι του… κι όλα κουλουβάχατα, ζα, άμαξα και αθρώποι μες στη μαύρη τρύπα που ’ναι σκαμμένη κάτω απ’ το ψευτοχαντάκι. Κουκουλωμένοι από χώμα. Στο μεγάλο ταξίδι του τούνελ της Ομόνοιας προς τα παραδείσια λιβάδια! [Ανάβει τσιγάρο αφηρημένος] Τους σώσανε, λέει, με τραύματα. Η θεία τού Βασιλάκη, η Φρόσω, δεν ξαναμπήκε σε τέτοιο μέσο από το 1874 και δώθε.[iii]

Εγώ όμως, αντιθέτως, άπαξ και επληροφορήθην το ατύχημα πέρυσι το καλοκαίρι, όλο και μπαίνω πιο συχνά, για διασκέδαση. Χειμώνα καλοκαίρι. Ρίχνω έναν πήδο, καθώς περνάνε από μπροστά μου, κι ανεβαίνω στον ιπποσιδηρόδρομο. Πριν από έξι χρόνια, το ’82,[iv] αν δεν με απατά το ένστικτο και η μνήμη, είναι που αποκτήσαμε αυτά τα πιο πολυτελή φέρετρα μετακίνησης, και το ευχαριστιέμαι! Με σιδηροτροχιές, βαγόνια κι άλογα που σέρνουν και τα δικά τους και τα δικά μας τα κουφάρια, που είναι καθιστά. Αλλά και τα έξω… τους πιτσιρικάδες, λέω, που λιώνονται από δαύτα κάθε λίγο και λιγάκι. [Με θυμό κλιμακούμενο] Ουδεμία τάξις, ουδεμία ασφάλεια! Τι να σου κάνει και η Χωροφυλακή σε τόση αναρχία… Πας καταπάνω στον θάνατο, μικρέ τσογλανίσκε! Καταπάνω! [Παύση, πλησιάζει προς το όπλο] Τα βράδια, καταπάνω μου και η Κατίνα… [χαϊδεύει το όπλο σαν χαμένος] Τι να σου κάνει ο Παπαζησόπουλος, ένοχος και γι’ αυτό ο Παπαζησόπουλος, για όλα ο Παπαζησόπουλος… κι όμως έχω τα καθαρότερα παπούτσια της ενωμοτίας, το ωραιότερο παράστημα, το ομορφότερο μουστάκι. Στο «Άψε σβύσε» της Ομόνοιας! [Πλησιάζει τον καθρέφτη, κοιτάζεται, παίρνει το όπλο και χαϊδεύει το μουστάκι] Ο Μελισσιώτης κάθε που με βλέπει μού δίνει με υποκλίσεις εφημερίδα να διαβάσω και με κερνά καλό τσιγάρο. Κι ύστερα μού φτιάχνει κι αυτή την κλίση, που δεν κάνουν πουθενά αλλού σ’ ένα παχύ μουστάκι. […]


[i] Στις περιπτώσεις όπου δεν υπάρχει υποσημείωση, οι αναφορές σε καταστήματα οφείλονται σε πληροφοριακό υλικό από αγγελίες της εποχής που απαντούν στο βιβλίο Θανάσης Γιοχάλας, Ζωή Βαΐου, Ο Κίτσος ο λεβέντης και άλλες αγγελίες, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2016.

[ii] Όρκος αξιωματικών, υπαξιωματικών και απλών στρατιωτών της χωροφυλακής, αρθ. 17, Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, αριθμός 21, Ναύπλιον 3 Ιουνίου, 1833, Διάταγμα περί σχηματισμού της Χωροφυλακής, 

https://drive.google.com/file/d/1LmtOeFujd6sh1mxrr6aTQsezdub3l7sk/view.

[iii]Περιστατικό ανατροπής άμαξας με ίππους στην Ομόνοια το 1874, που αναστάτωσε την πρωτεύουσα, χωρίς ευτυχώς θύματα. Πηγή διαδικτυακή: Η εφημερίδα «Μικρός Ρωμηός», Οι άτυχοι Αθηναίου που έπεσαν στη «μαύρη τρύπα» της Ομόνοιας 

[iv]Θανάσης Γιοχάλας, Τόνια Καφετζάκη, Αθήνα, Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία, «Συγκοινωνιακά μέσα», Εκδόσεις Εστία, 6η έκδοση, Αθήνα 2019, σελ. 609 κ.ε.

.

Η παρούσα έκδοση είχε ως αφορμή την ανοιχτή πρόσκληση του Ρομαντικού Πανεπιστημίου Αθηνών για το Απονενοημένο Σύνταγμα, στο πλαίσιο της συμπλήρωσης 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση [1821-2021]. «Το Απονενοημένο Σύνταγμα είναι ένα ανεξάρτητο εγχείρημα ολιστικού χαρακτήρα. Η πρώτη φάση του αφορά μια μακροχρόνια και επώδυνη έρευνα του Ρομαντικού Πανεπιστημίου σε εφημερίδες και έντυπα των δύο προηγούμενων αιώνων, η οποία αποθησαύρισε εκατοντάδες αυτοχειρίες ανά την Ελλάδα», αναφέρεται μεταξύ άλλων στο δελτίο τύπου.

Η έκδοση περιλαμβάνει δύο ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ [μονολόγους]. Το πρώτο, Mε πίστιν και ζήλον, της Ιφιγένειας Σιαφάκα, αφορά την αυτοχειρία του χωροφύλακα Χ. Παπαζησόπουλου [1888], ενώ το δεύτερο, Οι νεκροί μιλούν με ακροστιχίδες, της Αθηνάς Τιτάκη αφορά την αυτοχειρία του εμπόρου Π. Παπαδημητρίου [1928]. Τα έργα στηρίχθηκαν στο υλικό από τις εφημερίδες της εποχής που παρείχε στις συγγραφείς το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο, καθώς και σε ακόλουθη ιστορική έρευνα των συγγραφέων –όσο αυτή ήταν εφικτή για το θέμα τους–, προκειμένου τα κείμενα να μεταφέρουν στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα της εποχής.

Ως ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ φιλοξενείται σύγχρονη ελληνική ποίηση με θεματική την αυτοχειρία, και δη τον χρόνο της διάπραξής της. Ο αναγνώστης –εκτός από την ποίηση των δύο συγγραφέων– θα διαβάσει ποιήματα των σύγχρονων ποιητριών και ποιητών: A. Mπαλασόπουλου, Δ. Χριστοδούλου, Ν. Ιωάννου, Ε. Καραγιαννίδου, Ε. Θάνογλου, Κ. Λυμπέρη, Φ. Βασιλοπούλου, Ο. Παπαηλίου, Κ. Λουκόπουλου, Σ. Δούμου, Σ. Σταμπόγλη, Χ. Καραντώνη, Κ.Θ. Ριζάκη και Μ. Βαχλιώτη.

Η έκδοση συμπληρώνεται, στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, με το άρθρο της ψυχαναλύτριας Ντόρας Περτέση «Ψυχαναλυτική προσέγγιση της αυτοκτονικής διάπραξης – Οι αυτόχειρες ζωντανεύουν, και καταθέτουν τη μαρτυρία τους».

.

 

Aθηνά Τιτάκη, Οι νεκροί μιλούν με ακροστιχίδες


Φωτογραφία: Vincent Lempereur

Σκηνή 4η

Ήχοι συνεργείου, δρόμων με άμαξες και παλιά κλάξον. Μουσικό χαλί: «Πες μου ποια μάνα σ’ έκανε», Γιώργος Βιδάλης. Το κεντρικό πανό δείχνει με ομαλές εναλλαγές παλιούς δρόμους της Αθήνας και αμάξια της εποχής. Ένας άντρας με μουστάκι, ντυμένος με φαρδύ μαύρο παντελόνι, λευκό πουκάμισο με σηκωμένα μανίκια και τραγιάσκα, κρεμά το γράμμα Η στον βρόχο.

Η ώρα η κακιά ήταν, κι αυτή βλαστημάω. Γιατί από ανθρώπους ξέρω. Κάθε μέρα στους δρόμους πιάνω κουβέντες με τους πελάτες. Όλα τα κινάει το χρήμα, αυτό είναι το συμπέρασμα, ν’ αλλάζει ο παράς χέρια. Δεν έχω παράπονο, βλέπεις δεν ξέρουν όλοι να σοφάρουν. Στην αρχή ήταν δύσκολο, γκάζι, φρένο, ανηφόρες, ζημιές. Δεν βαριέσαι… Καλύτερα απ’ το χαμαλίκι με τα κάρα, τη βρώμα και την καβαλίνα. Τώρα φοράω καθαρό πουκάμισο και βοηθάω τις κυρίες ν’ ανέβουν στην καρότσα. Δεν είμαστε πολλοί στην πιάτσα, καμιά διακοσιαριά αγοραία, έχουν βγει και τα τραμ με τον ηλεκτρισμό και οι καροτσιέρηδες μάς σαμποτάρουν.

Μιλάω για την κακιά μου τύχη γιατί ο συγκεκριμένος θα μπορούσε να διαλέξει κάποιον άλλο, ένα ανοιχτό λαντώ, βρε αδερφέ! Αλλά μια άμαξα δεν θα βόλευε, τώρα που το καλοσκέφτομαι. Με πήρε κούρσα από τη Δεινοκράτους και με μια λέξη διέταξε τον προορισμό κάπως αγριεμένος. Το καλό ήταν πως με πλήρωσε μπροστά, το πάμε με το χιλιόμετρο, κι είπα δώσε τόπο στην οργή… πελάτης είναι ό,τι θέλει κάνει. Κάνα δυο φορές τον κοίταξα από το καθρεφτάκι μήπως και μαλάκωσε να πούμε καμιά κουβέντα αλλά τίποτα, ήταν βαρύς, κομματάκι ανήσυχος. Κοίτα τη δουλειά σου, λέω, και το τιμόνι σου!

Στη Βασιλίσσης Όλγας ακούω βρόντο. Είπα, πάει το λάστιχο. Κατέβηκα να κοιτάξω, κι εκεί που δίνω μια κλοτσιά στην πίσω ρόδα, τι να δω! Ο πελάτης είχε κολλήσει πάνω στο δεξί τζάμι με αίματα κ’ είχε μια τρύπα στο κεφάλι. Κατατρόμαξα, σάστισα! Μισανάσαινε, έβαλα στα γρήγορα μπρός, και γραμμή για τα Μεσόγεια στο Α´ Στρατιωτικό Νοσοκομείο.

Έπιασα σχεδόν τα εβδομήντα χιλιόμετρα που φτάνει το κοντέρ! Θα μπορούσε να γίνει ατύχημα, τα χαμίνια παίζουν πετροπόλεμο, και πετάγονται απρόσεχτα μπροστά στις ρόδες, κόσμος στον χωματόδρομο να κουβαλάει πραμάτειες και ντενεκέδες με νερό. Κάρα, άλογα, σκόνη, οχλοβοή. Οι εντολές της Τροχαίας είναι ξεκάθαρες κι ο νόμος του Βενιζέλου αυστηρός. Ποινή φυλάκισης από έξι μέρες ως τρεις μήνες, έτσι κι αφήσεις άνθρωπο στον τόπο. Ποιος νοιαζόταν! Στο νοσοκομείο οι γιατροί είχαν κακά μαντάτα, ο άνθρωπος ξεψύχησε, και κάλεσαν την Αστυνομία. Τα είπα στον Αστυφύλακα με το νι και με το σίγμα και πήρα τ’ ανάποδα τον δρόμο για το αμαξοστάσιο.

Ονομάζομαι Δ. Χατζημήλας κι οδηγώ το υπ’ αριθμόν 13368 αθηναϊκό ταξί. Είναι ένα γαλλικό πενταθέσιο Berliet VI των δέκα ίππων, κατασκευάστηκε στη Λυών κι έχει δεξιά το τιμόνι. Το αμάξωμά του συναρμολογήθηκε στην «Αθηνά, Ανώνυμος Εταιρία Αυτοκινήτων», ανάμεσα σε πολλά Ford και Adler, κ’ η αλήθεια είναι πως θαυμάζω την ταχύτητα,  τη μοντέρνα γραμμή, τα στρογγυλά φανάρια, το ταχύμετρο και τη μίζα του.

.

.

Η παρούσα έκδοση είχε ως αφορμή την ανοιχτή πρόσκληση του Ρομαντικού Πανεπιστημίου Αθηνών για το Απονενοημένο Σύνταγμα, στο πλαίσιο της συμπλήρωσης 200 ετών από την Ελληνική Επανάσταση [1821-2021]. «Το Απονενοημένο Σύνταγμα είναι ένα ανεξάρτητο εγχείρημα ολιστικού χαρακτήρα. Η πρώτη φάση του αφορά μια μακροχρόνια και επώδυνη έρευνα του Ρομαντικού Πανεπιστημίου σε εφημερίδες και έντυπα των δύο προηγούμενων αιώνων, η οποία αποθησαύρισε εκατοντάδες αυτοχειρίες ανά την Ελλάδα», αναφέρεται μεταξύ άλλων στο δελτίο τύπου. Η έκδοση περιλαμβάνει δύο ΘΕΑΤΡΙΚΑ ΕΡΓΑ [μονολόγους]. Το πρώτο, Mε πίστιν και ζήλον, της Ιφιγένειας Σιαφάκα, αφορά την αυτοχειρία του χωροφύλακα Χ. Παπαζησόπουλου [1888], ενώ το δεύτερο, Οι νεκροί μιλούν με ακροστιχίδες, της Αθηνάς Τιτάκη αφορά την αυτοχειρία του εμπόρου Π. Παπαδημητρίου [1928]. Τα έργα στηρίχθηκαν στο υλικό από τις εφημερίδες της εποχής που παρείχε στις συγγραφείς το Ρομαντικό Πανεπιστήμιο, καθώς και σε ακόλουθη ιστορική έρευνα των συγγραφέων –όσο αυτή ήταν εφικτή για το θέμα τους–, προκειμένου τα κείμενα να μεταφέρουν στον αναγνώστη την ατμόσφαιρα της εποχής.

Ως ΙΝΤΕΡΜΕΔΙΟ φιλοξενείται σύγχρονη ελληνική ποίηση με θεματική την αυτοχειρία, και δη τον χρόνο της διάπραξής της. Ο αναγνώστης –εκτός από την ποίηση των δύο συγγραφέων– θα διαβάσει ποιήματα των σύγχρονων ποιητριών και ποιητών: A. Mπαλασόπουλου, Δ. Χριστοδούλου, Ν. Ιωάννου, Ε. Καραγιαννίδου, Ε. Θάνογλου, Κ. Λυμπέρη, Φ. Βασιλοπούλου, Ο. Παπαηλίου, Κ. Λουκόπουλου, Σ. Δούμου, Σ. Σταμπόγλη, Χ. Καραντώνη, Κ.Θ. Ριζάκη και Μ. Βαχλιώτη.

Η έκδοση συμπληρώνεται, στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ, με το άρθρο της ψυχαναλύτριας Ντόρας Περτέση «Ψυχαναλυτική προσέγγιση της αυτοκτονικής διάπραξης – Οι αυτόχειρες ζωντανεύουν, και καταθέτουν τη μαρτυρία τους».

.

.

 

Τεννεσσή Ουίλλιαμς, Προς κατεδάφιση

ΜΟΝΟΠΡΑΚΤΟ

Πρόσωπα του έργου

Γουίλλυ (Κορίτσι)–Τομ  (Αγόρι)

Σιδηροδρομική γραμμή σε ανάχωμα στα περίχωρα μιας πόλης του Μισσισσιπή. Ένα από κείνα τα κατάλευκα πρωινά, χαρακτηριστικά αυτής της περιοχής. Ο αέρας υγρός και παγωμένος. Πίσω απ’ τις γραμμές του τραίνου ένα μεγάλο κίτρινο σπίτι που δείχνει τραγικά εγκαταλελειμμένο. Κάποια από τα επάνω παράθυρα είναι καλυμμένα με σανίδες και ένα μέρος της στέγης έχει καταρρεύσει. Το έδαφος είναι εντελώς επίπεδο. Στο βάθος αριστερά υπάρχει μια ταμπέλα που γράφει: «ΤΖΙΝ ΤΖΕΗΚ», μερικοί τηλεφωνικοί στύλοι και λίγα γυμνά δέντρα. Ο ουρανός έχει μια ιδαίτερη γαλακτόμορφη λευκότητα. Ακούγονται πότε πότε  κρωξίματα κορακιών, σαν ύφασμα που σκίζεται απότομα. Ένα κορίτσι, η Γουίλλυ, περπατά επικίνδυνα πάνω στη ράγα του τρένου ισορροπώντας με τα χέρια τεντωμένα  σε έκταση. Στο ένα χέρι κρατά σφιχτά μια μπανάνα και στο άλλο μια παλιά κούκλα με αχτένιστα ξανθά μαλλιά. Η εμφάνισή της περίεργη, αδύνατη σαν στέκα, και με ρούχα  φανταχτερά αλλά φθαρμένα. Φοράει ένα μακρύ φόρεμα από μπλε βελούδο με βρώμικο δαντελωτό γιακά και στρας. Στα πόδια της φορά παλιωμένα ασημένια παιδικά παπούτσια, στολισμένα με μεγάλες αγκράφες. Οι καρποί και τα δάχτυλά της είναι γεμάτα με αστραφτερά, ψεύτικα κοσμήματα. Έχει πασαλείψει άτσαλα με έντονο ρουζ το παιδικό πρόσωπό της και  έχει βάψει υπερβολικά τα χείλη της. Είναι περίπου δεκατριών χρόνων και παρά το μακιγιάζ της η παιδικότητα και η αθωότητα στην παρουσία της είναι εμφανής. Γελάει συχνά και δυνατά με ένα τρόπο που φανερώνει κάποια πρώιμη τραγική εγκατάλειψη.Το αγόρι, ο Τομ, λίγο μεγαλύτερος, στέκεται πάνω απ’ το ανάχωμα και την κοιτάζει. Φοράει κοτλέ παντελόνι, μπλε πουκάμισο και από πάνω πουλόβερ. Στο χέρι του κρατά έναν κόκκινο χαρταετό με παρδαλή ουρά.

ΤΟΜ: Γεια! Ποια είσαι εσύ;

ΓΟΥΙΛΛΥ: Μη μου μιλάς. Θα πέσω. (Προχωρεί σαν ζαλισμένη. Ο Τομ την κοιτάζει σιωπηλά γοητευμένος. Οι περιστροφές της Γουίλλυ γίνονται όλο και μεγαλύτερες. Μιλάει λαχανιασμένη). Κρατάς την τρελοκούκλα μου, σε παρακαλώ;

ΤΟΜ: (Σκαρφαλώνοντας στο ανάχωμα). Φερ’ τη μου.

ΓΟΥΙΛΛΥ:  Δεν θέλω να μου σπάσει άμα πέσω. Δεν νομίζω ότι θα αντέξω για πολλή ώρα ακόμα. Εσύ τι λες;

ΤΟΜ: Μπα!

ΓΟΥΙΛΛΥ:  Tώρα όμως πέφτω! (Ο Τομ προσπαθεί να τη βοηθήσει). Όχι, μη μ’ αγγίζεις! Δεν είναι σωστό να με βοηθάς. Πρέπει να τα καταφέρω μόνη μου. Ωχ!  Θεέ μου, χάνω την ισορροπία μου! Δεν ξέρω τι μου έφταιξε; Βλέπεις εκεί πέρα το ντεπόζιτο νερού;

ΤΟΜ: Ναι, και;

ΓΟΥΙΛΛΥ:  Από κει ξεκίνησα. Είναι η μεγαλύτερη απόσταση που έχω κάνει χωρίς να πέσω. Θέλω να πω θα είναι η μεγαλύτερη απόσταση, αν καταφέρω να φτάσω μέχρι τον στύλο του τηλεφώνου. Ωχ! Πέφτω! (Χάνει εντελώς την ισορροπία της και κυλάει κάτω από τ’ ανάχωμα).

ΤΟΜ:  (Καθώς στέκεται πιο ψηλά από εκείνη). Χτύπησες;

ΓΟΥΙΛΛΥ:  Έγδαρα λίγο το γόνατό μου. Ευτυχώς που δεν έβαλα τις μεταξωτές μου κάλτσες.

ΤΟΜ:  (Κατεβαίνοντας από τ’ ανάχωμα). Φτύσε πάνω του. Με το σάλιο περνάει το τσούξιμο.

ΓΟΥΙΛΛΥ: Εντάξει.

ΤΟΜ:  Αυτό, ξέρεις, είναι το φάρμακο των ζώων. Πάντα γλείφουν τις πληγές τους.

ΓΟΥΙΛΛΥ: Το ξέρω. Τη μεγαλύτερη ζημιά, νομίζω, την έπαθε το βραχιόλι μου. Του ’φυγε ένα διαμάντι. Πού να πήγε;

ΤΟΜ:  Δεν πρόκειται να το βρεις μέσα στις στάχτες.

ΓΟΥΙΛΛΥ:  Δεν ξέρω.  Άστραφτε πολύ.

ΤΟΜ:  Δεν ήταν αληθινό διαμάντι.

ΓΟΥΙΛΛΥ: Πού το ξέρεις;

ΤΟΜ:  Το φαντάζομαι. Γιατί αν ήταν αληθινό δεν θα περπάταγες  πάνω στις γραμμές του τραίνου με μια σπασμένη κούκλα στο ένα χέρι και μια σάπια μπανάνα στο άλλο.

ΓΟΥΙΛΛΥ:  Α, μην είσαι τόσο σίγουρος. Μπορεί να είμαι παράξενη. Δεν μπορείς να ξέρεις. Πώς σε λένε;

ΤΟΜ:  Τομ.

ΓΟΥΙΛΛΥ: Εμένα Γουίλλυ. Έχουμε κι οι δυο αγορίστικα ονόματα.

ΤΟΜ: Πώς κι έτσι;

ΓΟΥΙΛΛΥ: Περίμεναν πως θα ’μαι αγόρι, αλλά δεν  ήμουν. Είχαν ήδη ένα κορίτσι. Την Άλβα. Ήταν αδερφή μου. Εσύ γιατί δεν είσαι στο σχολείο;

ΤΟΜ:  Νόμιζα πως θα είχε αέρα, κι ήρθα να πετάξω τον αετό μου.

ΓΟΥΙΛΛΥ: Πώς και το νόμισες;

ΤΟΜ:  Επειδή ο ουρανός είναι τόσο λευκός.

ΓΟΥΙΛΛΥ:  Κι αυτό είναι σημάδι;

ΤΟΜ:  Ναι.

ΓΟΥΙΛΛΥ: Κατάλαβα. Ο ουρανός μοιάζει σαν να το έχουν σκουπίσει, έτσι;

ΤΟΜ:  Ναι.

ΓΟΥΙΛΛΥ:  Είναι κάτασπρος. Σαν ένα καθαρό κομμάτι χαρτί.

ΤΟΜ:  Α-χα!

ΓΟΥΙΛΛΥ:  Μα δεν έχει αέρα.

ΤΟΜ:  Όχι.

ΓΟΥΙΛΛΥ:  Ο αέρας είναι πολύ ψηλά για να τον νιώσουμε. Είναι ψηλά, πολύ ψηλά στη σοφίτα και ξεσκονίζει τα έπιπλα εκεί πάνω!

ΤΟΜ:  Α-χα! Εσύ γιατί δεν είσαι στο σχολείο;

ΓΟΥΙΛΛΥ:  Σταμάτησα. Πρόπερσι τον χειμώνα.

ΤΟΜ:  Σε ποια  τάξη πήγαινες;

ΓΟΥΙΛΛΥ: Στην Πέμπτη.

ΤΟΜ:  Είχες τη δεσποινίδα Πρέστον δασκάλα;

ΓΟΥΙΛΛΥ: Ναι. Μου έλεγε συνήθως ότι τα χέρια μου ήταν βρώμικα, μέχρι που της εξήγησα ότι ήταν από τις στάχτες, επειδή έπεφτα συνέχεια από τις γραμμές του τραίνου.

ΤΟΜ:  Είναι πολύ αυστηρή.

ΓΟΥΙΛΛΥ: Μπα, δεν είναι! Απογοητευμένη είναι, γιατί δεν παντρεύτηκε. Η κακομοίρα, μάλλον ποτέ δεν της δόθηκε η ευκαιρία. Έτσι έμεινε να διδάσκει στην Πέμπτη για το υπόλοιπο της ζωής της. Αρχίσαμε να κάνουμε Άλγεβρα, κι εγώ δεν καταλάβαινα τι στο διάβολο είναι  αυτός ο άγνωστος x κι έτσι τα παράτησα.

ΤΟΜ:  Ναι, αλλά ποτέ δεν θα μορφωθείς περπατώντας πάνω στις γραμμές του τραίνου.

ΓΟΥΙΛΛΥ:  Ούτε κι εσύ με το να πετάς ένα κόκκινο αετό. Εξάλλου…

ΤΟΜ:  Τι;

ΓΟΥΙΛΛΥ:  Αυτό που χρειάζεται ένα κορίτσι  για να τα βγάλει πέρα είναι κοινωνική μόρφωση. Αυτό το έμαθα από την αδερφή μου την Άλβα. Ήταν πολύ δημοφιλής στους σιδηροδρομικούς. […]

Τεννεσσή Ουίλλιαμς, Προς κατεδάφιση,  μτφρ.: Βάνια Σύρμου-Βεκρή, Το οκτασέλιδο του μπιλιέτου, 2021

 

Tags:

Oλβία Παπαηλίου, Οι βελονιές της δεσποινίδος Πέρσας

Κι έλεγε η κυρά εκείνη η λεγάμενη —κλαίγοντας μάλιστα στην αγκαλιά της Ελισσώς— ότι αυτό της είχε πει ο αρχοντάντρας της, Εσύ και που πεθαίνω να μη νοιάσκεσαι • εγώ σε πήρα, και για πάντα θα σε ντύνω, εσύ με πήρες, και για μένα θα ξεντύνεσαι. Εγώ τα άκουγα αυτά και μου πιανούταν η ψυχή, κρίμα την έμμορφη τη μέση της, κρίμα τις γάμπες, έλεγα, κρίμα μια τέτοια πάπια να πάγαινε αχάιδευτη. Αλλά, ότι ο άντρας της τη φρόντισε σωστά, αυτό να λέγειται: κάμποσα χρόνια αργότερα, της έφτιαχνα εγώ το λαχουράκι, κυκλοφορούσε η κυρούλα σα να μην είχε χάσει το κορμάκι της το μπούσουλα, κι ας ήτανε μικρή-μικρή, την πάγαιναν τα ρούχα σαν τη φρεγαδοπούλα κι η αγάπη του αντρός της την ταξίδευε.

Το Σάββατο 21/3/15 στις 8:00 μ.μ.

η Tότα Σακελλαρίου

θα διαβάσει το θεατρικό μονόλογο

της Ολβίας Παπαηλίου

«Οι βελονιές της δεσποινίδος Πέρσας», στην Υδράνη.

Παράλληλα, θα λειτουργεί έκθεση φορεμάτων κούκλας στην Έλευσι, διά χειρός Ολβίας Παπαηλίου. Είσοδος: 5 ευρώ
Για κρατήσεις θέσεων τηλ: 6970199404

Οι βελονιές της Ολβίας

.

 
Image

Paul Van Mulder, La solitude d’ un acteur de peep show avant son entrée en scène (Maelström Editions)

Κάνει κρύο έξω… χθες είδα λίγο χιόνι στο περβάζι του παράθυρου…νυχτώνει νωρίς…υπερβολικά νωρίς…οι άνθρωποι βαδίζουν γρήγορα…υπερβολικά γρήγορα…το μόνο που σκέφτονται είναι να γυρίσουν σπίτι…και τα φώτα ανάβουν γρήγορα…όλα προχωρούν υπερβολικά γρήγορα γύρω μου… ο κόσμος σπρώχνεται…γυρνάει… και πάλι σπρώχνεται… κι εγώ είμαι εκεί… στειλιάρι… δεν κουνιέμαι… έξω απ’ το παιχνίδι… θεατής… δεν ανήκω σ’ αυτόν τον κόσμο… δεν βρίσκω τη θέση μου στον κόσμο… πώς να μπω σ’ αυτόν το χορό… να παρασυρθώ… να συνοδεύσω… να βρω το ρυθμό…να κινηθώ αρμονικά…να βρω τη θέση μου… Δεν  μιλάω πολύ κατά τη διάρκεια της μέρας… δεν ξέρω τι να πω… δεν έχω τίποτε να πω… δεν ξέρω καν γιατί είμαι εδώ… έτσι ήρθαν τα πράγματα… έτσι είναι… έτσι ακριβώς ήρθαν τα πράγματα.

Matt Duffin d058Πριν δούλευα οδηγός, κοντά σ’ έναν κύριο … αλλά ο κύριος μου τα ’πρηζε… μου ’λεγε να κάνω μαλακίες… κάτι πράγματα όχι και πολύ… και πολύ… να μη τα πολυλογώ, την έκανα… έπειτα έγινα  σερβιτόρος σε μία καφετέρια… μετά έπιασα τους δρόμους κι έκανα έρευνες… κι εκεί ήταν που συνάντησα τον τύπο που μου πρότεινε αυτήν τη δουλειά… μου μίλαγε ενώ  συμπλήρωνε ένα ερωτηματολόγιο για το τι σαβουρώνουν τα σκυλιά…: εσύ θα ’πρεπε ν’ αλλάξεις δουλειά… έχω κάτι για την πάρτη σου… κερδίζεις περισσότερα και δε σκοτίζεις το μυαλό σου…Έτσι έφτασα εδώ… καλά πήγε…χτύπησα διάνα…αλλά δεν είχε δίκιο…το πράγμα σού σκοτίζει το μυαλό… όπως και να ’χει ποτέ δεν είμαι ευχαριστημένος… πάντα το ’να μου βρωμάει και τ’ άλλο μου μυρίζει… κι είμαι πάντα εδώ… να παραπονιέμαι… να κλαίγομαι… να βρίσκω τα χίλια μύρια για να κλείνομαι μέσα στο καβούκι μου… όμως αυτή η δουλειά… είναι η μόνη όπου έμεινα τόσο πολύ… είναι η μόνη όπου μου λένε…:  Εντάξει!… εκτελείς!… δεν ήθελα ν’ απογοητεύσω… ήθελα να σταθώ στο ύψος της περίστασης… κάνω χοντρές προσπάθειες… κυρίως για να βγάζω τα ρούχα μου αμέσως… έρχομαι απ’ το δρόμο… κουκουλωμένος κάτω απ’ το κασκόλ μου… με το μπουφάν μου  κι όλα τα σχετικά…  και το πιο δύσκολο… είναι να γδυθείς αμέσως… να τα πετάξεις όλα… αμέσως… θέλει χρόνο να χωνέψεις ότι σε κοιτάνε… ότι σου κάνουν κριτική… δεν νιώθεις άνετα… πάει υπερβολικά γρήγορα το πράγμα… αλλά το παλεύω εκεί πέρα… και ύστερα από λίγα λεπτά… συνηθίζω… το αντέχω…  και μπορώ να δουλέψω…

Matt Duffin (5)

Αυτό που μου λείπει περισσότερο… είναι  κάποιος για να μιλάω… απλά και μόνο να μιλάω… ν’ ανταλλάσω δυο κουβέντες… είχα φιλενάδες… αλλά ποτέ δεν πήγανε τα πράγματα πολύ καλά… πρέπει να ’μαι δύσκολος στη συμβίωση… κι όσο για το πήδημα… δε νομίζω ότι ήμουνα και πολύ… γι’ αυτό είναι περίεργο που βρίσκομαι εδώ… Θυμάμαι… όταν ήμουνα πιτσιρικάς… μου χάιδευα τα χέρια… την κοιλιά…τον… η μητέρα μου με κοίταγε χωρίς να λέει τίποτε… με μάτια γεμάτα ανησυχία… και  ύστερα έφευγε… με χαμηλωμένο το κεφάλι… και την  άκουγα να μιλάει για μένα… και την άκουγα ν’ ανησυχεί πολύ για μένα…και αργότερα να… όταν θα ’μαι μεγάλος… θα είμαι ο μεγαλύτερος Δον Ζουάν… αυτό  θα κυβερνάει τη ζωή μου… θα με κάνει δυστυχισμένο… άστατο… ήταν θλιμμένη… ανήσυχη για μένα… αλλά είχε άδικο… ο φόβος είναι… ναι, ο φόβος είναι που κυβερνάει τη ζωή μου… που κάνει και δεν μπορώ να συγκεντρώνομαι… που κάνει να χαϊδεύομαι μπροστά στον κόσμο… γιατί όσο χαϊδεύομαι… μ’ εξημερώνω… με καθησυχάζω… με νανουρίζω… με κανακεύω… μου λέω γλυκόλογα… και χαλαρώνω τελικά… αναπνέω ήρεμα… και δε φοβάμαι πια… κι έτσι λέω: Κοιτάξτε με!… είμαι εδώ μπροστά σας… με βλέπετε;… είμαι όπως εσείς… κοιτάξτε με… δε φοβάμαι πια… μπορώ να σας κοιτάξω κατά πρόσωπο… προκαλείτε… δείχνετε τον κώλο μου… τον πούτσο μου… δε φοβάμαι πια… αν με αποδεχτείτε σαν έναν από σας… εάν με βρείτε έστω και τοσοδούλι σημαντικό αυτή τη στιγμή που αφήνομαι μπροστά σας… είμαι δικός σας… μπορώ να σας τα  δώσω όλα…  μπορείτε να με κάνετε ό,τι θέλετε… για ένα λεπτό… για ένα τόσο δα μικρούλι λεπτουλάκι… που θα μου ρίξετε ένα βλέμμα γεμάτο ενδιαφέρον…    

Matt Duffin (10)Το καλό που ’χει αυτή η  δουλειά… είναι ότι πρέπει να ’σαι καθαρός… η υγιεινή… καλό είν’ αυτό… αν δεν ήμουν αναγκασμένος να ρθώ εδώ… αναρωτιέμαι αν θα πλενόμουν κάθε μέρα… για ποιον;… για τι;… δεν πρέπει να το κάνεις μες στη λέρα… δεν πρέπει να το κάνεις μες στον οίκτο… έχουμε κι εμείς μια περηφάνια… ένα κούτελο… μπορεί να μας παίρνουν μάτι… εντάξει, σύμφωνοι…  αλλά για να μας σέβονται… πρέπει κι εμείς να μας σεβόμαστε… κάνω την πουτάνα… εντάξει, σύμφωνοι… αλλά θέλω να με σέβονται… συμπέρασμα… ο σεβασμός είναι ένα σημαντικό σκατό!… κι έτσι προσέχω την εμφάνισή μου… είμαι, ξέρω ’γω, ευπαρουσίαστος… πρέπει να πω επίσης ότι είμαστε περικυκλωμένοι από πολλούς καθρέφτες που αντικατοπτρίζουν την εικόνα σου στο άπειρο… που σε δείχνουν απ’ όλες τις πλευρές σου…  και δε χρειάζεται να πω το λούκι που τραβάμε τις μέρες που δεν είμαστε σε φόρμα… να βρίσκεσαι εκεί… σαν τον μαλάκα… μπροστά απ’ τους καθρέφτες… με το κεφάλι σου γεμάτο από σκατά…κι όλο αυτό να αντικατοπτρίζεται στο άπειρο… δεν σας λέω τίποτε!…

Σήμερα το πρωί στη δουλειά… τα πράγματα ήτανε σκατά… πολύ σκατά… σκατά κι απόσκατα… με φωνάζει τ’ αφεντικό… μου λέει… ένας πελάτης με περιμένει στο ιδιαίτερο σαλόνι… πρέπει να πάω μόνος… χωρίς κοπέλα… μόνος… σαν μεγάλος. Έμεινα  αποβλακωμένος …  σίγουρα δεν κατάλαβα καλά… γιατί τα ’χαμε ξεκαθαρίσει αυτά… δεν έχω υποχρέωση να εμφανίζομαι μόνος στο σαλόνι… είναι απ’ αυτά που λέει το συμβόλαιο… μου ’δωσε το λόγο του… Μου λέει λοιπόν… η περιοχή εδώ γύρω άλλαξε… πρέπει να προσαρμοστούμε στη νέα πελατεία… αυτή αποφασίζει. Δεν είναι από καπρίτσιο… δεν είναι από έλλειψη επαγγελματισμού… είναι ψυχολογικό…να βρεθώ σ’ ένα μικρό δωμάτιο μαζί μ’ έναν πελάτη… αυτός κι εγώ… μ’ αγχώνει… χαμόγελο…να παρουσιαστώ… να μου σηκωθεί… δεν είναι δυνατό… δεν θα τα καταφέρω… χίλια τα εκατό σας λέω… δεν θα μου σηκωθεί… δεν θα ’μαι άνετα… είναι πιο εύκολο με μια κοπέλα… ρίχνω την προσοχή μου στην κοπέλα… ξεχνάω τον πελάτη… χίλια τα εκατό σας λέω… το ξέρω… δεν θα τα καταφέρω… καλύτερα  θα ’ναι κάνας  άλλος…

Matt Duffin (4)

 Λοιπόν τ’ αφεντικό με πλησιάζει ήρεμα… με πιάνει απ’ τα αρχίδια κι εγώ δεν μπορώ να κουνήσω μία…και μου λέει  πως ξεχνάω πάρα πάρα πολύ εύκολα ποιος είμαι… πού δουλεύω… βασιλιάς εδώ είναι ο πελάτης… πληρώνει και με το παραπάνω… αν απογοητευτεί… έξω απ’ την πόρτα… απόλυση χωρίς δεύτερη κουβέντα… είναι ώρα να ανανεωθεί το team… ποτέ του δεν μ’ αγάπησε… πολλές κόνξες…  πολλά προβλήματα… δεν είναι δικός μας… κακό στοιχείο για το team… πρέπει ν’ αρπάξω την τελευταία μου ευκαιρία… αν ξανανέβω σ’ αυτό το γαμημένο το σαλόνι χωρίς να κάνω τη δουλειά μου… για μένα… εδώ… φινίτο… έξω!… σκούπα… κι άντε στα τσακίδια, καλοτάξιδος!

 Μ’ αφήνει… συνέρχομαι κάπως… μ’ ακούω να του λέω… οκ… οκ… κατάλαβα… θα το κάνω… θα το κάνω… κανένα πρόβλημα… θα μείνω εδώ… πού θέλετε να πάω αν με πετάξετε στο δρόμο;… Σας ζητάω συγγνώμη… τις ευχαριστίες μου που με κρατάτε μες στο team… ξέρω… δεν είμαι πάντα εύκολος… θα με ξαναβάλω σε σειρά… θα σας δείξω για τί πράγματα είμαι ικανός… θα κάνω προσπάθειες… είσαστε η οικογένειά μου… θα είμαι άξιος της εμπιστοσύνης σας… σας παρακαλώ… δώστε μου αυτή την τελευταία ευκαιρία… χαμογελάει… και μου λέει φεύγοντας… άντε να πας να κάνεις κάνα ντους… βρομοκοπάς ιδρώτα…  στάζεις απ’ όλες τις μεριές… να ’σαι ευπαρουσίαστος… πρέπει να ικανοποιούμε τoν πελάτη…

Πήγα λοιπόν στο ντους… έπλυνα προσεκτικά το σώμα μου… του ’βγαλα όλον το φόβο από πάνω…και στο διάδρομο που πάει για το σαλόνι… αναρωτιέμαι γι’ αυτό που μου συμβαίνει… δεν νιώθω το σενάριο…  σκατά… βρομάει.          

(Aπόσπασμα) 

Μετάφραση από τα γαλλικά: Ιφιγένεια Σιαφάκα

Paul Van Mulder, La solitude d’ un acteur de peep show avant son entrée en scène, (Maelstrom)

μοναξιά ενός ηθοποιού πορνοσόoυ πριν από την είσοδό του στη σκηνή

http://www.lestroiscoups.com/article-25257541.html

http://www.senghor.be/?r1=100045&r2=102323

 

 Matt Duffin

Σεπτέμβριος 2009, μικρό σχόλιο για την παράσταση στο

Théâtre de la place des martyrs στις Βρυξέλλες.

Χρόνια είχα να δω μια τόσο άδεια από σκηνικά αντικείμενα σκηνή (μία καρέκλα σε μαύρο φόντο, μόνο) να ξεχειλίζει ακατάπαυστα (1 ώρα και 15 λεπτά) απ’ το ψυχικό εκτόπισμα ενός και μόνο ανθρώπου. Ο Βέλγος Paul Van Mulder, ηθοποιός και συγγραφέας του έργου, καθοδηγούμενος από τον σκηνοθέτη Pascal Crochet, έδωσε ρεσιτάλ ερμηνείας στον απαιτητικό και σκληρό ρόλο ενός ηθοποιού πορνοσόου. Ο μονόλογος απλός, άμεσος, αλλά σκληρός και αποκαλυπτικός συνάμα επενδύθηκε από μία πρωτόγνωρη εσωτερική λιτότητα και χειρουργική σχεδόν ενσάρκωση και των πιο λεπτών ακόμη συναισθηματικών διακυμάνσεων. Ο Paul Van Mulder, πατώντας όπως μια γάτα επάνω σε όρθιες καρφίτσες, έφερε επί σκηνής το δράμα του ανθρώπου της νέας οικονομικής πραγματικότητας. «Για μια μπουκιά ψωμί», για την εξασφάλιση της συντήρησης και μόνο του βιολογικού κορμιού, ο άνθρωπος βρίσκεται έκπτωτος από τον εαυτό του. Εκπορνεύεται την ίδια την ύπαρξή του. Εξαθλιωμένος, ταπεινωμένος, γεμάτος ντροπή και ενοχές, περιθωριοποιημένος, ζητιανεύει μια θέση στον κόσμο, μια θέση που θα έπρεπε λογικά να του ανήκει. Με απέραντο σεβασμό κι ένα παράπονο καρτερίας ακούσαμε στο τέλος «apaisezmoicalmezmoiaimezmoioui! que demain soit un autre jour » (καθησυχάστε με… ηρεμήστε με… αγαπήστε με…. ναι! και μακάρι αύριο να ξημερώσει μια άλλη μέρα… » Έπειτα ο Paul Van Mulder χάθηκε μαζί με το φως μιας λάμπας-εκκρεμούς, που αναβόσβηνε κατά διαστήματα και σε όλη την παράσταση, μετρώντας τις στιγμές του.

Matt Duffin (11)

Και μια μικρή αλλά σημαντική λεπτομέρεια. Τον Paul τον γνώρισα προσωπικά και παρακολούθησα και άλλες δουλειές του, διότι με εντυπωσίασε τόσο το ταλέντο όσο και η καλλιέργεια, η σκληρή δουλειά, το ήθος και η απλότητά του. Ίσως συνιστά υπόδειγμα καλλιτέχνη. Σε μια συζήτηση που είχαμε, μου μίλησε για την απήχηση που είχε το έργο σε εντελώς διαφορετικό κάθε φορά κοινό. Το κοινό του αποτελούνταν και από γυναίκες που εκδίδονται, από πόρνες. Κάποια από αυτές τον πλησίασε, κλαίγοντας, στο τέλος της παράστασης και τον ρώτησε εάν είχε κάνει ποτέ στη ζωή του αυτήν την εργασία για να επιβιώσει. «Αυτό ακριβώς είναι μια πόρνη», του είπε. «Πότε κάνατε εσείς αυτήν τη δουλειά;» H απάντηση, ασφαλώς, είναι… ποτέ. Αλλά η δουλειά κάθε καλλιτέχνη είναι ακριβώς αυτή, να μεταφέρει με σεβασμό, ευαισθησία και χειρουργική ακρίβεια στο κοινό του ακόμη και την πιο σκληρή και κάποτε, μη κοινωνικά αποδεκτή, πραγματικότητα.   

Πίνακες : Matt Duffin

http://mattduffinfineart.com/

.

 

Tags: ,

Video

Άκης Δήμου, Η Μαργαρίτα Γκωτιέ ταξιδεύει απόψε

ΑΡΜΑΝΔΟΣ: Είμαστε ζωντανοί, Μαργαρίτα. Οι κήποι είναι ακόμα εκεί. Μας περιμένουν. Θα πάμε ξανά! Μαζί!
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Κανείς δεν είναι μαζί… κανείς με κανέναν. (παύση) Τα κεριά … Σβήστε τα κεριά!

AΡΜΑΝΔΟΣ: Δεν έχω ωραιότερο όνειρο από εσένα.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ: Κανείς με κανέναν. Μια νύχτα μόνο, κι ύστερα… ύστερα έρχεται μέσα από το στήθος σου ένα δέντρο… ένα πυκνό ανήμερο δέντρο… κλαδιά και φύλλα τυλιγμένα πάνω σου, κι είσαι πια μόνη, μόνη… εσύ και το δέντρο… χωρίς ένα πουλί, χωρίς ένα λουλούδι… χιλιάδες φύλλα κι ούτε μια καμέλια… Βρέχει έξω; (…)

Άκης Δήμου, Η Μαργαρίτα Γκωτιέ ταξιδεύει απόψε (θεατρική μεταγραφή του μυθιστορήματος του Α. Δουμά Η κυρία με τις καμέλιες, 2005)

http://www.ntng.gr/default.aspx?lang=el-GR&page=64&item=923

Τα κείμενα είναι από το βιβλίο του Άκη Δήμου και τη θεατρική παράσταση: “Η Μαργαρίτα Γκωτιέ ταξιδεύει απόψε”, που στηρίχθηκε στο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Δουμά: “Η κυρία με τις καμέλιες”

La dame aux camélias, d’Alexandre Dumas Fils

« …Tu comprends que le bonheur ne rentre pas aussi brusquement dans un cœur désolé depuis longtemps, sans l’oppresser un peu…»

http://www.alalettre.com/dumas-fils-oeuvres-la-dame-aux-camelias.php

.

.

 

Tags: ,

Image

Γκέοργκ Μπύχνερ, Λεόντιος και Λένα (κριτικό σχόλιο / από το πρόγραμμα της παράστασης, Θέατρο Μαύρη Σφαίρα)

Michael Cheval 0_2c101_98e79662_XL

Επιθυμώντας το αδύνατο

Επιθυμούμε το αδύνατο, κατασκευάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα ισχυρό άλλοθι για να διατηρήσουμε αλώβητη και ακμαία την παράδοξη – σε πρώτο επίπεδο– επιθυμία μας να παραμείνουμε ανικανοποίητοι. Και για να αντλήσουμε, εν συνεχεία, απόλαυση από έναν θάνατο που παραμένει έως τέλος ζωοδότης• ακροβατώντας ανάλαφρα, σχεδόν αδιάφορα, ανάμεσα σε έρωτα και θάνατο, σ’ εκείνο το επισφαλές μεταίχμιο, που, αν και μας κινητοποιεί προσωρινά, την ίδια στιγμή μας γελοιοποιεί και μας ακυρώνει.

Michael Cheval 61fbkju0

Αυτό είναι το νήμα απ’ το οποίο ο Μπύχνερ στον Λεόντιο και Λένα έχει επιλέξει για να κινήσει την επιθυμία και, κατ’ επέκταση, τη δράση, του φαινομενικά ατίθασου Λεόντιουτου νεαρού πρίγκιπα, που ακροβατεί ανάμεσα στο τραγικό και στο κωμικό· στον φιλοσοφικό στοχασμό και στο παράλογο· στο καυστικό κοινωνικό-πολιτικό σχόλιο και στο υπαρξιακό αδιέξοδο· στον οραματισμό και στην αποδοχή τού «ως έχει»· στο ανέμελο παιχνίδι και στην αυτοκαταστροφή· στην παθητική δράση και στη φοβική από-δραση.Ο Mπύχνερ θα σμιλεύσει προσεκτικά όλες τις φαινομενικά αντίρροπες, ασύμβατες και ενσαρκωμένες παραμέτρους είτε στο ίδιο πρόσωπο είτε σε διαφορετικά πρόσωπα του έργου, οι οποίες, σταδιακά συγκλίνοντας, θα οδηγήσουν στην κορύφωση: στο φιάσκο της ανθρώπινης υπόστασης.michael-chevalΉδη από την 1η Πράξη ο μαθητής-Λεόντιος, με ένα κράμα παιδικής αλλά και αυτοσαρκαστικής διάθεσης, θα διακωμωδήσει τις διαθέσεις του παιδαγωγού του, αντιτάσσοντας τους υψηλούς και ανέφικτους προσωπικούς του στόχους στον κόσμο του δασκάλου του: σε έναν κόσμο συμπαγή, αυστηρό και ασφαλή· όπου o παιδαγωγός, ενδεδυμένος το ρόλο της αυθεντίας, θα υπερασπιστεί κοινωνικές νόρμες, κώδικες ηθικής συμπεριφοράς και άκαμπτα γνωσιολογικά μοντέλα – εν ολίγοις την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, η οποία, αν και δε στηρίζεται εμφανώς στην αυθαιρεσία των τυράννων της πολιτικής εξουσίας, ακουμπά ωστόσο στην αποδεικτική βαρύτητα της στείρας σκέψης που γίνεται επιστήμη. Ο παιδαγωγός θα χρησιμοποιήσει σαν δεκανίκι αυτο-επιβεβαίωσης μια γνώση κλειστή, εγωκεντρική, στατική και γι’ αυτό εντέλει επικίνδυνη, καθώς είναι απρόθυμη να υπηρετήσει την ανθρώπινη υπόσταση και την εξέλιξή της, αλλά ικανή και δυνατή να επιβάλλει όρους και όρια στην «ανεξέλεγκτη» και «αναρχική», για την πολιτική εξουσία και τους στόχους της, ανθρώπινη φύση. Ως γνήσιος φορέας της θηριώδους και ανασταλτικής χρήσης της Παιδείας, ο παιδαγωγός φαίνεται να απολαμβάνει μέσα στη σιγουριά της μάσκας του κενού ναρκισσευόμενου, τρέμοντας όμως για οποιαδήποτε απόκλιση θα ήταν ικανή να απορυθμίσει το προσωπικό του σύμπαν. Ο προβληματισμός του Μπύχνερ και η καυστική διάθεση απέναντι στην ισοπεδωτική λειτουργία μιας τέτοιου είδους «διανόησης», γεννήτορα της προπαγάνδας, των ρατσιστικών μοντέλων και του πνευματικού ευνουχισμού, θα εγκαθιδρυθεί στο λόγο ενός δασκάλου-μαριονέτας, που ο Λεόντιος χλευάζει.

 

00eb879bΟ παιδαγωγός μοιάζει γελοίος στα μάτια του Λεόντιου: η επιθυμία του περιχαρακώνεται από τον φοβικό γνωστικό συντηρητισμό, καθώς κινείται  περιοριστικά απέναντι στην ανατροπή και στην προσωπική κατάθεση, δηλαδή στην ανάδυση ενός σκεπτόμενου και αισθανόμενου υποκειμένου. Από την άλλη όμως ο Λεόντιος, επιχειρώντας να αποτινάξει το προσωπικό του βάρος (που αποδίδει στην «ανία»)  έρχεται να ζηλέψει αυτή την επίπλαστη ταυτότητα, μόνο και μόνο γιατί εκεί αναγνωρίζει μία επιθυμία ανώδυνη, απρόσβλητη, κοινωνικά αποδεκτή και εστιασμένη. Μα πάνω απ’ όλα πραγματοποιήσιμη. Αλλά και πάλι την ίδια στιγμή που εύχεται, μες στην απόγνωσή του, ν’ αλλάξει πρόσωπο, τοποθετώντας ως προσωπείο πάνω του ένα άλλο προσωπείο (αυτό που έχει επιλέξει ο παιδαγωγός για τον εαυτό του), ο νεαρός πρίγκιπας ανθίσταται, ασκώντας κριτική στην πάγια τακτική μίας ολόκληρης κοινωνίας, που όλες οι πράξεις της (έρωτας, γάμος, οικογένεια, σπουδές, προσευχή) ερμηνεύονται ως αποτέλεσμα «ατόφιας βαρεμάρας», ως αποτέλεσμα της παντελούς έλλειψης επιθυμίας.Κατ’ αυτόν τον τρόπο γίνεται πεσιμιστής, αυτοκαταστροφικός, μηδενιστής, απορρίπτοντας ή καθιστώντας άλλη μία φορά αδύνατο οτιδήποτε ανθρώπινο θα μπορούσε να τον εισαγάγει σε μια πραγματικότητα εκπλήρωσης, αν όχι όλων, κάποιων τουλάχιστον από τις προσδοκίες του. «Η ζωή μου είναι ένα άσπρο χαρτί που πρέπει να γεμίσω», λέει απεγνωσμένος. «Πρέπει» όμως και όχι «θέλω». Γιατί ο Λεόντιος «πρέπει» να είναι απόλυτα δυστυχής, ώστε να μπορεί να επιβιώνει· «πρέπει» να θέτει στόχους δυσπρόσιτους και αδύνατους, κι έτσι να επιτυγχάνει μοναχικά και αυτιστικά «κατορθώματα» για να τα «επευφημεί», όταν μέσα στον πανικό της μοναξιάς του αναζητά στηρίγματα: «παγώνω!», μονολογεί, «το κεφάλι μου είναι μια άδεια αίθουσα χορού», «Μπράβο, Λεόντιε, μπράβο! Αισθάνομαι πολύ ωραία όταν επευφημώ τον εαυτό μου. Χάι, Λεόντιε! Λεόντιε!». «Πρέπει» να είναι απόλυτα δυστυχής για να είναι ευτυχής, καταστρέφοντας το προσωπικό του σύμπαν αδυσώπητα και ακυρώνοντας κάθε προσπάθεια ζωής, δημιουργίας και απόλαυσης, που θα τον φέρει αντιμέτωπο με την πραγματική επιθυμία του – γιατί εκεί θα αντιμετωπίσει το ρίσκο της αποτυχίας, της απώλειας και της ματαίωσης, που καραδοκεί πίσω από κάθε  προσπάθεια για την πλήρωσή της.

Michael cheval dream-flood-in-fairyland-h-c-andersen

Ο Λεόντιος υποφέρει από το φοβερό βάρος του θανάτου (πραγματικού ή κατασκευασμένου απ’ τον ίδιο), που πλήττει κάθε ψυχαναγκαστικό υποκείμενο. Υποφέρει από τη σχέση με τον εαυτό του, τον έρωτα, την εξουσία και τους ανθρώπους. «Βαρέθηκα πια το φως της ημέρας. Θέλω σκοτάδι. Φύγετε μακριά, φύγετε όλοι σας», φωνάζει. Κι έπειτα πάλι: «Κάνω έναν φοβερό αγώνα με το να μην κάνω τίποτα»,  «το αηδόνι της ποίησης κελαηδά ολημερίς πάνω απ’ τα κεφάλια μας, μα όλη αυτή η ομορφιά εξαφανίζεται μόλις το ξεπουπουλιάσουμε και πάρουμε τα φτερά του για να ζωγραφίσουμε ή να τα βουτήξουμε στο μελάνι και να γράψουμε». Έτσι, ο Λεόντιος θα παραμείνει καθηλωμένος σε μία παιδικότητα, όπου το μόνο πράγμα που γνωρίζει είναι να απαιτεί, χωρίς να θέλει να προσφέρει. Το μόνο που ξέρει είναι να ζητά, όχι να αγαπά.

Michael Cheval h28wz6w0Στη σκηνή με τη Ροζέτα, ο Λεόντιος-άντρας-παιδί θα καταστρέψει τον έρωτα, ζητώντας από τη Ροζέτα να τον σαγηνεύσει, «χόρεψε για μένα», για να της προσφέρει απολαυστικά ως δώρο στη συνέχεια «το νεκρό κουφάρι του έρωτά» τους. «Υποφέρω από ανία γιατί σ’ αγαπώ», «η αγάπη μας μάς κάνει να χάνουμε το χρόνο μας», «ένας έρωτας που πεθαίνει είναι πολύ πιο σαγηνευτικός από έναν έρωτα που τώρα ανθίζει», φράσεις εν είδει προσφοράς προς τη Ροζέτα, καθώς μόνο εκεί όπου δεν αναδύεται, πεθαίνει, η ερωτική του επιθυμία νιώθει ασφαλής· μόνο εκεί όπου ο ίδιος είναι επιθετικός – φέρνοντας σε αμηχανία ή και απόγνωση τον άλλον – νιώθει κυρίαρχος του παιχνιδιού. Η αυθεντική αγάπη ενέχει «αντίποινα» στον τρόπο που φαντάζεται τον έρωτα ο Λεόντιος, γι’ αυτό τίποτε «αληθινό» και «ουσιαστικό» δεν επιτρέπει να υπάρχει στο προσωπικό του σύμπαν. Κι, έτσι, ο επικείμενος γάμος του με την πριγκίπισσα Λένα – το νέο μελανό σημείο που προστίθεται στην ήδη νοσηρή πραγματικότητά του –  θα επισπεύσει την απόδραση του σε έναν κόσμο πιο  υποφερτό αλλά ανύπαρκτο: στoν κόσμο του μύθου και του εξιδανικευμένου παρελθόντος.

Απόδραση προς το αδύνατο

6a0938afΘα δραπετεύσει μαζί με τον Βαλέριοσύμβολο της αχαλίνωτης πρωτογενούς και ανόθευτης ανθρώπινης επιθυμίας, η οποία δεν έχει τραυματιστεί ή αλλοιωθεί από τις επιταγές του πολιτισμού. Η φιγούρα του Βαλέριου έρχεται να μας υπενθυμίσει όχι μόνο την ανθρώπινη φύση αλλά και τη σχέση του ανθρώπου με τη Φύση: o άνθρωπος, ως μέρος της Φύσης, δεν μπορεί παρά να λειτουργεί όχι μόνο όπως ακριβώς η ίδια αλλά και υπαγόμενος στους νόμους της. Έτσι, ο πηγαίος, αυθόρμητος, άμεσος και δυνατός λόγος του Βαλέριου, ακριβώς επειδή δεν υπόκειται στη λογική επεξεργασία που διακρίνει το λόγο του παιδαγωγού, φέρνει στην επιφάνεια  το παράλογο και ασυνείδητο κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασης. Με ευστοχία ο Μπύχνερ, έχοντας τοποθετήσει το σώμα του Βαλέριου σε άμεση επαφή με τη Φύση (χορτάρια, λουλούδια μέλισσες),  θα εντοπίσει στην αρχή του έργου όχι μόνο την κοινή λογική που διέπει άνθρωπο και Φύση αλλά και την αποξένωση του ανθρώπου από αυτήν: «Το χορτάρι είναι τόσο όμορφο, που θα μπορούσε να ευχηθεί κανείς να είναι ταύρος, για να το καταβροχθίσει, και μετά πάλι άνθρωπος για να καταβροχθίσει τον ταύρο που καταβρόχθισε το χορτάρι», λέει ο Βαλέριος. Φράση που δημιουργεί γέλιο και σύγχυση ταυτόχρονα, φέρνοντας στο προσκήνιο το απωθημένο. Η υπενθύμιση της  διατροφικής αλυσίδας (χορτάρι, ταύρος, άνθρωπος) λειτουργεί ανάλαφρα μόνο σε πρώτο επίπεδο, προκειμένου να γίνει το όχημα για την ασυνείδητη ανθρώπινη φαντασίωση της καταβρόχθισης στο βωμό της ενσωμάτωσης των ιδιοτήτων του καταβροχθιζόμενου.

Proposal

Ο Μπύχνερ θα χρησιμοποιήσει τον Βαλέριο, απ’ την αρχή έως το τέλος του έργου, ως σύμβολο της αυθεντικής ανθρώπινης φωνής, που θα χρωματίσει όλες τις εξελικτικές διαβαθμίσεις της: την πρωτογενή λειτουργία του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης, μέσα από την απόλαυση του ποτού και του φαγητού· την άρνηση και αντίσταση στο πέρασμα από τη φροϋδική «ηδονή» στη φροϋδική  «πραγματικότητα», το πέρασμα δηλαδή από την  αποφυγή και απάρνηση του πόνου (παιδικότητα) στο συμβιβασμό και στην αποδοχή της ανθρώπινης κατάστασης (ενηλικίωση)· την παράλογη και ασυνείδητη εκφορά του λόγου, τις στερεότυπες αξίες της κοινωνικής επιτυχίας (πλούτο και εξουσία) αλλά και το φιλοσοφικό στοχασμό που συναντούμε στον προβληματισμό του μηδενισμού και του υπαρξισμού.

Έτσι, η φιγούρα του Βαλέριου είναι αφόρητα κωμική, γιατί είναι αφόρητα τραγική, έχοντας πλήρη συνείδηση της δικής της κατάστασης και, μέσω αυτής, ολόκληρης της ανθρωπότητας. Αυτοχαρακτηρίζεται, αυτοσαρκάζεται και αυτοακυρώνεται σε μια προσπάθεια να κάνει υποφερτό έναν κόσμο που ούτε μπορεί να καταλάβει ούτε μπορεί και να αντέξει.

18

Γι’ αυτό θα αναζητήσει απολύτρωση στην «τέχνη του τίποτα» και θα γίνει ηθοποιός, όπου μέσα απ’ τους ρόλους θα ανατρέπει φυσικούς νόμους και πραγματικότητα, ζώντας σε έναν κόσμο μη πραγματικό αλλά αληθινό, αναζητώντας να αγγίξει τον άγνωστό του εαυτό αλλά και πληρώνοντας το τίμημα: να χαρακτηριστεί «τρελός». «Ποιος θα ανταλλάξει τη λογική του με την τρέλα μου;», αυτοσαρκάζεται και σχολιάζει, βαδίζοντας σ’ έναν δρόμο απέραντα μοναχικό, αφού αρνείται να οικειοποιηθεί ρόλους κοινωνικά επιβεβλημένους, να υπακούσει στα προστάγματα που αγγίζουν την αγέλη, και  να αποκτήσει, τέλος, την ταυτότητά του μέσα από την καθρεφτική σχέση με τον άλλον – γνωρίζει πως είναι ψευδεπίγραφη και την αρνείται.

«Αδύνατη» φύση

 3

Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και  οι δύο, Λεόντιος και Βαλέριος, από διαφορετική ωστόσο οπτική,  θα  αναζητήσουν, με την επιστροφή στη Φύση,  την απλή βουκολική ζωή· αυτή που πάσχισαν να αναβιώσουν – αντιτιθέμενα στο μπαρόκ ύφος – τα  μέλη της Ακαδημίας της Αρκαδίας, θέλοντας να επαναφέρουν ένα φυσικό και απλούστερο ποιητικό ύφος, αυτό των κλασικών Ελλήνων και Ρωμαίων ποιητών. Οι δυο νέοι θα φύγουν για την Ιταλία, πατρίδα της Ακαδημίας της Αρκαδίας, εμπνεόμενοι από μία φανταστική συνάντησή τους με τον Πάνα, ο αυλός του οποίου ήταν το έμβλημα της Ακαδημίας,  τον ποιητή Βιργίλιο και τους ανθρώπους που ζουν ανέμελη ζωή.

b1ebd19eΕκεί ο Λεόντιος θα αναζητήσει και την ιδανική γι’ αυτόν γυναίκα, την   «απόλυτα όμορφη» και τη «χωρίς ίχνος πνευματικότητας»  – άλλωστε η Ροζέτα απορρίφθηκε γιατί ήταν σκεπτόμενη. Αντίθετα, ο Λεόντιος φαίνεται να επιθυμεί την ατόφια φύση, την επιστροφή στο πρωτογενές και ανόθευτο από οποιαδήποτε δευτερογενή διαδικασία που επιφέρει η διαμεσολάβηση της σκέψης. Ο Μπύχνερ θα σχολιάσει την ουσία της ανθρώπινης φύσης, θεωρώντας ότι δεν ανευρίσκεται με τη λογική και ότι δε βρίσκεται στη λογική, αλλά ότι αντίθετα καταστρέφεται από τη χρήση της  ή μάλλον από την υπερβολική εμπιστοσύνη που δίνουν οι άνθρωποι στην περιχαρακωμένη χρήση του ορθού λόγου. Στη σκηνή του βασιλιά Πέτρου έχει ήδη παρωδήσει το ντεκαρτιανό δόγμα «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» και τους οπαδούς του, εμφανίζοντας ένα Πέτρο-βασιλιά-διχασμένο υποκείμενο· με σχάσεις στη σκέψη, στο λόγο και στις αντιδράσεις· με βασιλική δύναμη και εξουσία αλλά με απουσία αυτοελέγχου· με βαρύγδουπο φιλοσοφικό στοχασμό, «ο άνθρωπος πρέπει να σκέφτεται. Η ουσία του πράγματος είναι να ληφθεί υπόψη το ουσιώδες!», αλλά με παντελή έλλειψη συνείδησης για το ομιλούν υποκείμενο – «όταν μιλάω τόσο δυνατά συχνά αναρωτιέμαι για το ποιος να ’ναι τάχα αυτός που μιλάει. Ο εαυτός μου ή κάποιος άλλος; Με φοβίζει αυτό»· με την «ταυτότητα» του Πέτρου αλλά με τη συνεχή αναζήτηση καθρεφτών, προκειμένου να επαναπροσδιοριστεί μέσα στο χάσιμό του· με την ιδιότητα του παιδευμένου αλλά με την ανικανότητα της χρήσης της γνώσης. Με το προσωπείο του σκεπτόμενου υποκειμένου και με το πρόσωπο του αντικειμένου. Ο Λεόντιος όμως επιζητεί ταυτότητα, δε θέλει να είναι αντικείμενο. Κι έτσι, το άλλο σκέλος της απόδρασής του ενέχει την επιθυμία απόδρασης από την «επιθυμία» του πατέρα – από τη μία να γίνει σαν εκείνον (βασιλιάς και σκεπτόμενο αντικείμενο) και από την άλλη να παντρευτεί τη πριγκίπισσα Λένα, που του προξενεύει ο Πέτρος, συνάπτοντας έναν γάμο συμβατικό. Μαζί με τον Βαλέριο θα φύγει μακριά (ή έτσι νομίζει) από έναν κόσμο ψεύτικο και αλλοτριωμένο από τον πλούτο, τη δύναμη, την εξουσία και τον γνωστικό πιθηκισμό, για να περιπλανηθεί στη φύση, στην απλότητα και στην αυθεντικότητα, αναζητώντας τον  πραγματικό Λεόντιο.

8404f55cΟ Βαλέριος, γνωρίζοντας τις δυσκολίες, τον προειδοποιεί:  «Αυτός ο κόσμος είναι σαν κρεμμύδι· το ένα στρώμα πάνω σ’ άλλο στρώμα. Σαν μια σειρά από κουτιά το ένα μέσα στ’ άλλο, μέσα στα μεγαλύτερα μικρότερα κουτιά και στα μικρότερα το τίποτα… Συγγνώμη, πρίγκιπα, αν φιλοσοφώ… αλλά να είμαι σύμβολο της ανθρώπινης καταστάσεως». Θα αντέξει άραγε ο Λεόντιος να αντικρίσει το τρομακτικό κενό που συνιστά την ουσία και τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης και όπου με τόσο τρόμο, όπως του υπενθυμίζει ο Βαλέριος, ο άνθρωπος ακουμπά τις χίλιες μύριες ψευδεπίγραφες κατασκευές του σε μια προσπάθεια να το καλύψει, ακόμη και να το εξαφανίσει; Η παραμάνα, συνοδός της πριγκίπισσας Λένας, θα την προειδοποιήσει επίσης: «Ο κόσμος είναι ένα μέρος κακό. Καλά θα κάνουμε  να πάψουμε να γυρεύουμε το βασιλόπουλο του παραμυθιού». Γιατί και η Λένα αντιτίθεται και επαναστατεί στην κατασκευασμένη πραγματικότητα μέσα στην οποία τής προτείνεται να ζήσει, δεν επιθυμεί να παντρευτεί τον άντρα που το συνοικέσιο των βασιλείων Πιπί-Ποπό τής έχει επιβάλει –  αναζητά, όπως ακριβώς και ο Λεόντιος, το αυθεντικό και το ανθρώπινο· αυτό που θα αγγίξει την επιθυμία της. «Πρέπει, σώνει και καλά, να καθρεφτίσω σαν λιμνούλα, στη σιωπηλή μου επιφάνεια, ό, τι κι αν σκύψει πάνω μου;», αναρωτιέται μελαγχολική, ποθώντας έναν ερωτεύσιμο και «αληθινό άντρα» στο πλαίσιο ενός απόκοσμου ρομαντισμού – ίσως το «βασιλόπουλο» που θα τη «σώσει» από τα βάσανα του κόσμου.

«Αδύνατος» έρωτας

896538a0

Ωστόσο το υποψήφιο βασιλικό ζευγάρι, αν και καταβάλλει προσπάθειες για να αποφύγει τη συνάντηση, φαίνεται ότι έχει δύο εξαιρετικές αρετές που αντιτίθενται στις «επαναστατικές» προθέσεις του: πρωτίστως είναι μεταξύ τους ταιριαστοί, δευτερευόντως κοινωνικά αναγνωρίσιμοι. Όπως και ο Λεόντιος είναι ένας άντρας-παιδί, έτσι και η Λένα είναι μία γυναίκα-παιδί, όχι μόνο εξαιτίας της κοινωνικής διάστασης που έχουν οι ερωτικές τους προσδοκίες (ο Λεόντιος αρνείται να αγαπήσει, η Λένα αναζητά να αγαπηθεί από το «βασιλόπουλο»), αλλά κυρίως γιατί και οι δυο τους, ως νέοι Αδάμ και Εύα, αναζητούν εκείνο τον χαμένο παράδεισο των πρωτοπλάστων.

8Θα συναντηθούν λοιπόν στην εξοχή. Εκεί ο Λεόντιος έντρομος θα ανακαλύψει  ότι, αν και κοντά στη φύση, είναι ανίκανος να «αισθανθεί», να «ζήσει», μέσα απ’ το δρόμο της επιστροφής προς την αρχαία μήτρα του κόσμου. Συνειδητοποιώντας και πενθώντας τον αποχωρισμό, αμήχανος δηλώνει στο Βαλέριο ότι  «πρέπει να κάνει κάτι» αντ’ αυτού, ίσως να ανακαλύψει τον κόσμο απ’ την αρχή «φιλοσοφώντας». Η επιστροφή στον πρώτιστο κακό και απορριπτέο εαυτό και η ταύτιση με το «φιλοσοφείν» του Πέτρου θεμελιώνουν εδώ γερά το φιάσκο που θα ακολουθήσει. «Πρέπει» να κάνει κάτι, αλλά και πάλι θα αποτύχει: «έχω μεγάλη διάθεση γι’ αυτό, αλλά την ίδια στιγμή που έχω μπροστά μου ζεστό το φαγητό, τότε είναι που κάνω έναν αιώνα να βρω  κατάλληλο κουτάλι. Στο μεταξύ το φαγητό έχει κρυώσει». O Λεόντιος στέκει μελαγχολικός μέσα στη Φύση και σκεπτικός απέναντι στη δική του φύση, αναγνωρίζοντας την αδυναμία απαγκίστρωσης από τον γνωστό σ’ αυτόν τρόπο θέασης του κόσμου, ενώ ο Μπύχνερ καυτηριάζει την εις το διηνεκές επανάληψη των ίδιων δομικών συμπεριφορών ως ίδιον της ανθρώπινης υπόστασης

Type = ArtScans RGB : Gamma = 1.882

Η ίδια μελαγχολική διάθεση διέπει και τη Λένα. «Ο θάνατος είναι το πιο ευλογημένο όνειρο», αποφαίνεται. «Άσε με να γίνω ο άγγελος του θανάτου», της απαντάει ο Λεόντιος, για να αποπειραθεί ο ίδιος να αυτοκτονήσει ερωτευμένος στη συνέχεια και για να σατιρίσει ο Μπύχνερ το μοτίβο του «ιπποτικού έρωτα», που ξαφνικά γεννιέται μες στους κήπους. Οι ήρωες, ψαύοντας επιπόλαια έρωτα και θάνατο, δεν είναι τίποτε άλλο από μια παρωδία ερωτευμένων, που «απρόσωποι» μελαγχολούν ή αυτοκτονούν για έναν έρωτα δίχως πρόσωπο επίσης.

cheval-2010-perfect-stranger-michael-art

Γιατί Λεόντιος και Λένα δεν είναι ερωτευμένοι μεταξύ τους· εκείνο που τους κάνει να καρδιοχτυπούν είναι ο έρωτας της ιδέας του έρωτα, αφού κανείς τους δεν υφίσταται στη μεταξύ τους σχέση – δεν έχουν όνομα, ταυτότητα, ιδιότητα, κι ούτε ενδιαφέρονται για να τα αποκτήσουν, πιστεύοντας ότι η άγνοια του Άλλου θα αποτελέσει μέσο για να  αγγίξουν τον χαμένο τους παράδεισο· όντας βέβαιοι πως έχουν επιστρέψει στην «αγνότητα» (fin’ amors)· ξεχνώντας πως το καθημερινό τους προσωπείο καλύπτεται από ένα καινούργιο τώρα: αυτό της «μη ταυτότητας» των άρτι γεννηθέντων μέσα από το χάος. Η επιστροφή στη φύση δεν είναι τίποτε άλλο από μία αποστροφή στη Φύση, από μια φάρσα που η λογική τούς έχεις στήσει, μία επιρρεπής κατασκευή στη μάταιή τους αναζήτηση να αποποιηθούν αυτό που οι άλλοι τους προτείνουν.  Αλλά χωρίς οι ίδιοι να μπορούν να αντιπροτείνουν, μια και η προσωπική ταυτότητα είναι απούσα.

Type = ArtScans RGB : Gamma = 1.882

«Αδύνατο» το πρόσωπο

Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι εμφανίζονται με μάσκες στο παλάτι· δεν είναι παράδοξο το ότι ο Βαλέριος αφαιρεί από το πρόσωπό του μία σειρά από μάσκες και  συστήνει τον Λεόντιο και τη Λένα ως «μαριονέτες άντρα και γυναίκας». «Δεν είμαι σίγουρος για το ποιος είμαι», λέει απλά ο Βαλέριος, ο μόνος γνώστης της τραγικής πραγματικότητας. «Μα πρέπει να είσαι κάτι», είναι το πρόσταγμα του μπερδεμένου και αναστατωμένου βασιλιά, που δεν αντέχει ούτε την απουσία «καθρεφτών» ούτε και την καθρεφτική ρωγμή που του προσφέρει ως θέαμα ο Βαλέριος. «Αν επιμένει η Μεγαλειότητά Σας!», απαντάει. «Όμως σ’ αυτήν την περίπτωση, κύριοί μου, πρέπει να αναποδογυρίσετε όλους τους καθρέφτες, να κρύψετε τα καλογυαλισμένα σας κουμπιά και δεν πρέπει να με κοιτάτε, γιατί θα δω τον εαυτό μου καθρεφτισμένο στα μάτια σας, και τότε δε θα μπορέσω να μάθω ποιος είμαι».

cheval-2010-scrcap-circle-of-time-michael-art

Γιατί απλώς θα είμαι εσείς, μπορεί και τα κουμπιά σας… καθώς είναι ο μόνος που προσπαθεί συνειδητά να υπερνικήσει την καθρεφτοποιία και βρίσκεται πάντα μετέωρος και ανυπεράσπιστος μπροστά στο βασανιστικό υπαρξιακό ερώτημα τού «ποιος είμαι». «Αν μόνον ήξερα ποιος είμαι, ένα θέμα για το οποίο δεν μας επιτρέπεται να σκεφτούμε, είναι γεγονός, πως, αν και δεν ξέρω τι δεν ξέρω… και μια και δεν έχω την παραμικρή ιδέα του τι λέω…», παραδέχεται πλάι στα «ευπρεπή» ανδρείκελα που μόλις ενώθηκαν «συνειδητά» με τα δεσμά του γάμου, φορώντας μάσκες για να εξαπατήσουν το βασιλιά και τρέφοντας την αυταπάτη ότι δεν έχουν εξαπατηθεί οι ίδιοι.

bf862ff8

Όμως, ύστερα από το «εξαπατήθηκα!» της αποκάλυψης και αναγνώρισης των νέων,  η φάρσα ολοκληρώνεται, για να «ξαναρχίσει αύριο πάλι απ’ την αρχή», όπως ανακοινώνει στο Συμβούλιο του Κράτους ο Λεόντιος. Γιατί όλα έχουν κάνει τον κύκλο τους: η επιθυμία του βασιλιά Πέτρου εκπληρώθηκε, αν και ο Λεόντιος προσπάθησε να την ακυρώσει. Ο βασιλιάς «έπρεπε» να χαρεί, γιατί έτσι είχε «αποφασιστεί», και χάρηκε έστω και με ανδρείκελα. Έπειτα αποσύρθηκε για να σκεφτεί και να φιλοσοφήσει – να επαληθεύσει έτσι ότι «υπάρχει». Ο Λεόντιος και η Λένα συναντήθηκαν ανώνυμοι κι απρόσωποι, παντρεύτηκαν με μάσκες, αναγνωρίστηκαν μα δεν γνωρίζονται, πήραν στα χέρια τους την εξουσία, και τελικά θα γίνουν  αυτό που με τόσο ζήλο ισχυρίστηκαν πως απεχθάνονται.

cheval-2010-trojan-giclee-art-print

Το μόνο ίσως που τους σώζει είναι να χτίσουν, όπως προτείνει ο Λεόντιος, ένα θέατρο· τουλάχιστον να παίζουν συνειδητά τους ρόλους τους εκεί. Ίσως όμως και να κατασκευάσουν το παραμυθένιο τους βασίλειο, όπου θα εγκλωβίσουν με κάτοπτρα τον ήλιο και θα μετρούν το χρόνο με τα δικά τους μέτρα, ζώντας μόνο μία ηλιόλουστη και πανανθρώπινη εποχή. Γιατί ίσως Λεόντιος και Λένα να πιστεύουν πως κάποτε θα είναι ικανοί να αντικρίσουν το πρόσωπο μιας ανθρωπότητας που αρνείται να βγει απ’ το κληρονομημένο της βασίλειο, ζώντας έως τέλους το ζωοφόρο θάνατο που δέσμιοι απολαμβάνουν όσοι  επιθυμούν να αγγίξουν το αδύνατο.

Ιφιγένεια Σιαφάκα, από το πρόγραμμα της παράστασης του θεάτρου “Μαύρη Σφαίρα”

Πίνακες: Michael Cheval

http://chevalfineart.com/info/bio/

 

Tags: , , , , , ,