RSS

Category Archives: Χόρχε Λουίς Μπόρχες

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Άντρας σε ρόδινο στέκι»

Το ρακί, η μιλόνγκα, τα θηλυκά, ε, μια φιλική βρισιά από το στόμα του Ροσέντο, μια φάπα που έδινε έτσι στο σωρό και που εγώ την έπαιρνα για χάδι, ε, άλλο δεν ήθελα για να ’μαι ευτυχισμένος. Είχα πέσει σε μια ντάμα που ακολουθούσε μια χαρά τα βήματά μου, σαν να τα μάντευε, που λένε, από τα πριν. Το τάνγκο μας έκανε ό,τι ήθελε: μας έσπρωχνε, μας χώριζε, μας σκόρπιζε, μας ξανάσμιγε. Έτσι γλεντούσαν οι άντρες, σαν μέσα σε όνειρο, όταν ξαφνικά μου φάνηκε πως η μουσική είχε δυναμώσει  – κι αυτό, γιατί είχε μπλεχτεί με τους κιθαριστές της άμαξας που τους ακούγαμε όλο και πιο κοντά. Ύστερα, γύρισε ο αέρας που τους έφερνε, κι εγώ αφοσιώθηκα ξανά στο σώμα μου και στο σώμα της ντάμας μου και στις περιελίξεις του τάνγκο. Και τότε ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, μια γερή γροθιά και μια φωνή. Αμέσως, γενική σιωπή, ένα σπρώξιμο της πόρτας με τον ώμο, κι ο άντρας μπήκε μέσα. Ο άντρας έμοιαζε με τη φωνή του. […] Στη γωνιά του δρόμου ήταν σταματημένη η άμαξα, με τις δυο κιθάρες όρθιες στο κάθισμα, σαν άνθρωποι. Με πίκρανε που τις είχαν παρατήσει έτσι και κανείς δεν τις φύλαγε, λες και δεν μας είχαν άξιους να βουτήξουμε δυο παλιοκιθάρες. Μου την έδωσε όταν ένιωσα πως δεν αξίζαμε τίποτα. Είχα ένα γαρίφαλο στ’ αυτί· το ’πιασα και το πέταξα σε μια λακκούβα με νερό κι έμεινα λίγο εκεί να το κοιτάζω, σαν να μην ήθελα να σκεφτώ τίποτ’ άλλο. Και τι δε θα ’δινα να ’ταν κιόλας αύριο, να ’χα βγει απ’ αυτήν τη νύχτα.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Άντρας σε ρόδινο στέκι» σελ. 83 και 87, Άπαντα τα πεζά, Ι, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

.

 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Ο χορηγός των ανομιών Μόνκ Ήστμαν»

.

Στα δεκαεννιά του, γύρω στα 1892, άνοιξε ένα πτηνοπωλείο με τη βοήθεια του πατέρα του. Η μελέτη της ζωής των ζώων και η παρατήρηση των μικρών αποφάσεων και της ανεξιχνίαστης αθωότητάς τους ήταν ένα πάθος που το κράτησε ως το τέλος της ζωής του. Στις δοξασμένες εποχές που έμελλε ν’ ακολουθήσουν, όταν αρνιόταν με περιφρόνηση τα πούρα που του πρόσφεραν φακιδιάρηδες σέιτσεμ του Τάμμανυ Χωλ, ή πήγαινε στα καλύτερα πορνεία με μια πρόωρη λιμουζίνα που έμοιαζε με φυσική κόρη γόνδολας, άνοιξε ένα δεύτερο ψευτομάγαζο με καμιά εκατοστή γατιά ράτσας και πάνω από τετρακόσια περιστέρια, που όμως δεν τα πουλούσε σε κανέναν. Τ’ αγαπούσε ένα ένα ξεχωριστά, και συχνά έκοβε βόλτες στη γειτονιά του μ’ έναν πανευτυχή γάτο στην αγκαλιά, ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν όλο ζήλια.

Ήταν ένας άντρας ολέθριος και θηριώδης· με κοντό σβέρκο, όπως του ταύρου, στέρνο στιβαρό, μπράτσα μακριά και φιλόνικα, σπασμένη μύτη, ένα πρόσωπο –παρά τις ουλές– λιγότερο σημαντικό από το σώμα, πόδια στραβά σαν του τζόκεϊ ή του ναυτικού. Μπορούσε να βγει χωρίς πουκάμισο, ακόμα και χωρίς σακάκι, αλλά ποτέ χωρίς ένα μικρό, κολοβό καπέλο πάνω στο κυκλώπειο κεφάλι του. Η ανάμνησή του είναι ολοζώντανη. Σωματικά, ο τυπικός γκάνγκστερ των ταινιών είναι δική του καρικατούρα και όχι του πλαδαρού και αστάθμητου Καπόνε. Λένε πως ο Ουόλχαϊμ προσλήφθηκε στο Χόλλυγουντ, γιατί τα χαρακτηριστικά του παρέπεμπαν απευθείας σ’ αυτά του πολύκλαυστου Μονκ Ήστμαν, ο οποίος αρεσκόταν να περιπολεί στην αχρεία επικράτειά του με μια γαλάζια περιστέρα στον ώμο, σαν ταύρος μ’ έναν πύρρουλα στη ράχη.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Ο χορηγός των ανομιών Μόνκ Ήστμαν», σελ. 56,  Άπαντα τα πεζά, Ι, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

Photo: Vivian Maier

 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας,  «Ο αναληθοφανής απατεώνας Τομ Κάστρο»

.

Ο Τομ Κάστρο, πάντα πρόθυμος, έγραψε στη λαίδη Τίτσμπορν. Για ν’ αποδείξει την ταυτότητά του, επικαλέστηκε την αξιόπιστη απόδειξη ότι είχε δυο ελιές κάτω απ’ την αριστερή θηλή, κι ένα επώδυνο (εξού και αξέχαστο) επεισόδιο από την παιδική του ηλικία, όταν τον είχαν κεντρίσει ένα σμήνος μέλισσες. Το γράμμα ήταν σύντομο και, κατ’ εικόνα του Τομ Κάστρο και του Μπόουγκλ, έβριθε ορθογραφικών λαθών. Στην επιβλητική μοναξιά ενός παρισινού ξενοδοχείου, η Λαίδη το διάβασε και το ξαναδιάβασε με δάκρυα χαράς και σε λίγες μέρες είχε βρει τις αναμνήσεις που τις ζήτησε ο γιος της.

Σ’ αυτό το ξενοδοχείο παρουσιάστηκε, στις 16 Φεβρουαρίου 1867, ο Ροτζερ Τσαρλς Τίτσμπορν. Προπορευόταν ο αφοσιωμένος υπηρέτης του Εμπενήζερ Μπόουγκλ. Ήταν μια ηλιόλουστη χειμωνιάτικη μέρα· τα κουρασμένα μάτια της λαίδης Τιτσμπορν ήταν πλημμυρισμένα στα δάκρυα. Ο μαύρος άνοιξε διάπλατα τα παράθυρα. Το φως έπαιξε το ρόλο προσωπείου: η μητέρα αναγνώρισε τον άσωτο υιό και του άνοιξε την αγκαλιά της. Τώρα που τον είχε δίπλα της, δεν είχε ανάγκη ούτε ημερολόγιό του ούτε τα γράμματα που της είχε στείλει από τη Βραζιλία, λατρευτούς αντικατοπτρισμούς που είχαν θρέψει τη μοναξιά της επί δεκατέσσερα μαύρα χρόνια. Του τα επέστρεψε με καμάρι: δεν έλειπε ούτε ένα. Ο Μπόουγκλ χαμογέλασε όσο μπορούσε πιο διακριτικά: τώρα ήξερε πως θα έδινε σάρκα και οστά στο πράο φάντασμα του Ρότζερ Τσαρλς Τίτσμπορν.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας,  «Ο αναληθοφανής απατεώνας Τομ Κάστρο», σελ. 41, Άπαντα τα πεζά, Ι, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

Artwork: Merab Gagiladze

 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Μυθοπλασίες, «Tlon, Uqbar, Orbis Tertius»

Τα προηγούμενα αναφέρονται στις γλώσσες του νοτίου ημισφαιρίου. Σ’ εκείνες του βορείου ημισφαιρίου (για την Ursprache, του οποίο ο Ενδέκατος Τόμος περιέχει ελάχιστα στοιχεία), το πρωταρχικό κύτταρο δεν είναι το ρήμα, αλλά το μονοσύλλαβο επίθετο. Το ουσιαστικό σχηματίζεται διά της συσσωρεύσεως επιθέτων: Δε λέγεται φεγγάρι, αλλά: αιθέριο-λαμπερό πάνω σε σκούρο-στρογγυλό ή: ουράνιο-αχνό-πορτοκαλί ή μ’ οποιονδήποτε άλλο συνδυασμό. Στο παράδειγμα που διάλεξα, το πλήθος των επιθέτων αντιστοιχεί σ’ ένα πραγματικό αντικείμενο· αυτό είναι τελείως συμπτωματικό. Στη λογοτεχνία αυτού του ημισφαιρίου (όπως στον στοιχειώδη κόσμο του Μάινονγκ), αφθονούν τα ιδεατά αντικείμενα, που συντίθενται και αποσυντίθενται σ’ ένα δευτερόλεπτο, ανάλογα με τις ποιητικές ανάγκες. Πολλές φορές, τα καθορίζει απλώς ένας ταυτοχρονισμός. Υπάρχουν αντικείμενα συντεθειμένα από δύο όρους – ένας οπτικής φύσεως και έναν ακουστικής: το χρώμα της αυγής και η μακρινή κραυγή ενός πουλιού· άλλα, από περισσότερους των δύο: ο ήλιος και το νερό πάνω στο στήθος του κολυμβητή, η αχνή τρεμάμενη ρόδινη ανταύγεια που βλέπουμε όταν έχουμε κλειστά τα μάτια, η αίσθηση αυτού που αφήνεται να τον παρασύρει το ποτάμι, αλλά και το όνειρο. Αυτά τα δευτεροβάθμια αντικείμενα μπορούν να συνδυαστούν με άλλα· η διαδικασία, με τη χρήση και κάποιων συντμήσεων, είναι κυριολεκτικά άπειρη. Υπάρχουν περίφημα ποιήματα που αποτελούνται από μία και μόνη τεράστια λέξη. Η λέξη αυτή αποτελεί ταυτόχρονα κι ένα ποιητικό αντικείμενο, δημιούργημα του συγγραφέα. Παραδόξως, αυτό που καθιστά τον αριθμό τους άπειρο, είναι το γεγονός ότι κανένας δεν πιστεύει στην πραγματικότητα των ουσιαστικών.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Μυθοπλασίες, «Tlon, Uqbar, Orbis Tertius»,  Άπαντα τα πεζά, Ι, σελ. 139, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014