RSS

Category Archives: Δημήτρης Π. Μποσκαίνος

Image

[Blues] του Δημήτρη Π. Μποσκαίνου (e-περιοδικό Bibliothèque)

blues 1α2

http://bibliotheque.gr/?p=22213

(απόσπασμα)

Ο Κωνσταντίνος  κούρδιζε την κιθάρα του με αργές κινήσεις των κλειδιών, δοκιμάζοντας παράλληλα τον τόνο. Χτύπησε απαλά τις χορδές με μια μικρή πένα από ταρταρούγα και, μόλις η χορδή ταλαντώθηκε, παράγοντας τη σωστή νότα, ακούστηκε μια υπέροχη αρμονική. Ένιωσε, στο στήθος του, όλο το όργανο να πάλλεται.

Έπαιξε κάτι, τόσο γλυκόηχο, ώστε σχεδόν ταυτόχρονα χαμογέλασε, καμαρώνοντας  την ομορφιά του ήχου σε ένα όργανο τόσο παλιό κι όμως τόσο καλοδιατηρημένο. Το λούστρο του ξύλου ήταν σπασμένο από τις αλλαγές θερμοκρασίας τεσσάρων δεκαετιών κι έπαιρνε πάνω στο καπάκι τη μορφή διάφανων ιστών αράχνης. Το χρώμα από την αρχικά κίτρινη χροιά, είχε μετατραπεί  από την ηλικία, τους καπνούς των ξενυχτάδικων και τη χρήση σ’ ένα μαγικό πορτοκαλί με τόνους καφέ και χρυσού.

Η αγαπημένη του κιθάρα, ένα όνειρο που είχε από παιδί, μια αμερικάνικη Martin, σαράντα ετών, πανάκριβη. Δώρο από τον πατέρα του στην αποφοίτησή του από το Πολυτεχνείο. Μηχανικός γαρ, το καμάρι του εργολάβου μπαμπά, με την παχυλή τσέπη και την ελάχιστη κατανόηση. Σπούδασε για να του κάνει το χατίρι. Αυτός ονειρευόταν να γίνει μουσικός. Κιθαρίστας και τραγουδιστής των Blues. Δεν παράτησε ποτέ τη μουσική, απλώς η ενασχόληση με κάτι το τόσο ψυχρό και τεχνοκρατικό πήρε από τα χέρια του σιγά  σιγά την απαλότητα και τη σβελτάδα που είχαν στην εφηβεία του. Ποτέ όμως από την καρδιά του. Εκεί, στον μικρό αυτό χώρο κρατούσε μόνο δυο πράγματα καλά φυλαγμένα και προστατευμένα απ τα πάντα. Τη μουσική και την Κλειώ.

Άρχισε να τραγουδά “ The answer my friend is blowing in the wind, the answer is blowing in the wind” αυτήν τη μαγική μπαλάντα του Μπομπ Ντύλαν.

.

.

.

.

.

 

Παραδοχή της ήττας στη μάχη με το χρόνο
 
blues 1α2

Στα σαράντα τρία του πια, ειρωνικά συνομήλικος με την κιθάρα, ίσως γι’ αυτό τα είχαν βρει τόσο οι δυο τους και ήταν αχώριστοι, είχε αυτήν τη γοητευτική λευκή σκόνη στους κροτάφους του και ένα καλοδιατηρημένο κορμί μέσα στο ξεθωριασμένο μπλουτζίν και το μαύρο μπλουζάκι του.

Χαμογέλασε ξανά. Θυμήθηκε. Καλοκαίρια στην παραλία, παρέα με την κιθάρα του. Τα κορίτσια που ερωτεύτηκαν τη υπέροχη φωνή του, τα φιλιά που άλλαζαν κάτω από τη Φεγγαράδα και τη θαλασσινή αύρα. Τη στιγμή που  ερωτεύτηκε κι εκείνος με τη σειρά του, εκείνη τη μία και μοναδική. Εκείνη που πλάστηκε γι’ αυτόν και τα πάντα λειτούργησαν σα καλολαδωμένη μηχανή, για να τη δει και να τη γνωρίσει. Θα είχαν περάσει και είκοσι χρόνια από το καλοκαίρι που τη γνώρισε, κι όμως του φαινόταν τόσο ζωντανά όλα, σα να πέρασαν μέρες, λίγες ώρες.

Τα μάτια τους είπαν τα περισσότερα από όσα θα χρειαζόταν να πουν οι ίδιοι και μετά από μια βραδιά με πολλές μπύρες και τραγούδι γύρω από τη φωτιά, blues 1α2βρέθηκαν να φιλιούνται γυμνοί κι αγκαλιασμένοι σφιχτά, με κορμιά που ’χαν ανατριχιάσει από το πάθος και την ψύχρα του βραδινού νερού. Ένα καλοκαίρι κύλισε σαν άμμος σε κλεψύδρα με τη θαλασσινή αρμύρα και το γλυκό άρωμα του Έρωτα  νά ‘ναι η άλλη τους φύση. Το χειμώνα δουλειά, ο καθένας με τα απαραίτητα αξεσουάρ. Ο Κωνσταντίνος στην οικοδομή του γέρου με λευκό κράνος, η Κλειώ υπεύθυνη ασφαλείας σε ορειβατικό σύλλογο κι αυτή με κράνος, γιλέκο, σχοινιά και καραμπίνερ. Η Κλειώ και ο Κωνσταντίνος. Κ2 τους φώναζαν αστειευόμενοι οι φίλοι τους, λόγω της δουλειάς της Κλειούς και του πιο επικίνδυνου βουνού στον κόσμο, που ονειρευόταν κάποτε να ανέβει. Τους λάτρευαν και τους ζήλευαν κρυφά γι’ αυτή την τύχη που τους έφερε κοντά, για τα δυο τελευταία κομμάτια του παζλ, που χαμένα αρχικά, βρέθηκαν και ενώθηκαν.

Κάποιοι άλλοι τους έλεγαν να κάνουν και μια κόρη όταν παντρευτούν και να τη βγάλουν Έλενα, σα την μητέρα του Κωνσταντίνου, ώστε το σχήμα από Κ2 να γινόταν  KKE. Έπεφτε πολύ γέλιο στην παρέα με αυτό. Λένε ότι τα ζευγάρια που είναι χρόνια μαζί αρχίζουν και μοιάζουν με τον καιρό σε σημείο κάποιοι να τους περνούν για συγγενείς, ακόμη και για αδέρφια. Και ίσχυε τόσο πολύ αυτό με τα παιδιά. Μελαχρινοί και οι δυο τους ψηλοί και όμορφοι. Το Γίνγκ και το Γιανγκ, ο τέντζερης και το καπάκι, που ’λεγε η Μακεδονίτισσα η γιαγιά του Κωνσταντίνου. Κι άλλα καλοκαίρια κι άλλοι χειμώνες εναλλάχτηκαν γλυκά και γρήγορα. Σύντομα,  ήρθε η ώρα του Γάμου. Ετοιμασίες, γέλια, αγορές, παρέες, άγχος, και ξανά γέλια. blues 1α2Ο Γάμος έγινε και ήταν υπέροχος. Στη δεξίωση, η Κλειώ του έκανε το καλύτερο δώρο γάμου που θα μπορούσε ποτέ να ονειρευτεί. Μισομεθυσμένη απ’ τη σαμπάνια τον αγκάλιασε και τον φίλησε δυνατά ψιθυρίζοντάς του ότι το ΚΚΕ ήταν πλέον ένα πιθανό σενάριο. Ήταν δύο μηνών έγκυος. Η μοίρα όμως που δεν νοιάζεται διόλου για τα όνειρα των ανθρώπων, έβαλε στο σχήμα το δικό της γράμμα και… δεν ήταν το έψιλον. Τα δύο Κάππα τρίτωσαν. Η Κλειώ σε  κάποιες τυπικές εξετάσεις μετά από λίγες εβδομάδες διαγνώστηκε με καρκίνο στο στήθος.

Παραδοχή της Ήττας στη Μάχη με τη Μοίρα

Τραγουδούσε  μόνος του στο σκοτάδι. “….Dust in the wind, all we are is dust in the wind…”   αυτή την υπέροχη σύνθεση των Κάνσας.

(…)

.

(…)

Έφυγε… τα παράτησε όλα και την έκανε.
 Είχε κι αυτός την ανάγκη της δικής του Φυγής.

Μήνες μετά γυρνούσε στο Soho στο Λονδίνο με τη βαλίτσα της κιθάρας του στα χέρια. Γκρίζα μαλλιά, συνήθως πιωμένος και πάντα στην ώρα του για το live. Το φιλοξενούσε ένας παλιός του συμφοιτητής κι αυτός το ριξε στο μεράκι του… τα blues. Έπεσε πάνω τους με τόση μανία που χάθηκε μέσα στον πόνο και στις νότες. blues 1α2

Κάποια μέρα, βγαίνοντας από το rude mood, έτσι το ’λεγαν το μπαράκι που έπαιζε κιθάρα και τραγουδούσε, βρήκε απ’ έξω ένα γέρο νέγρο… τον πέρασε για ζητιάνο. Αγόρασε κάτι να κατευνάσει την πείνα του και πρόσφερε το ίδιο και στο γέροντα. Κι άλλη βραδιά το ίδιο. Κι άλλη. Γνωρίστηκαν. Ήπιαν κάνα δυο καφεδάκια σε ένα πάρκο που ήταν κοντά στο μπαρ κι έγιναν φίλοι. Ένα χάραμα στο παγκάκι που καθόντουσαν συνήθως, ο Κωνσταντίνος έβγαλε την κιθάρα για να παίξει. Ο γέρος τού ζήτησε την κιθάρα. Την έπιασε με τρεμάμενα και ροζιασμένα δάχτυλα. Άρχισε να παίζει εκεί στο κρύο του πάρκου λίγο πριν σκάσει ο Ήλιος. Ο Κωνσταντίνος δεν μπόρεσε να κρατηθεί κι έβαλε τα κλάματα. Ο γέρος έπαιξε με τόση ψυχή και τραγούδησε με τόσο αίσθημα ένα παλιό blues. Ιm a lonely man. Όλη του η ζωή πέρασε σε δευτερόλεπτα από μπροστά του. Σε μερικά λεπτά για την ακρίβεια. Όσο κράτησε το τραγούδι. Τον αγκάλιασε και τον φίλησε στα χέρια. Ο γερο- νέγρος (που ’χε μάθει πια και όλα τα συμβάντα στη ζωή του Κωνσταντίνου), τον χτύπησε πατρικά στην πλάτη.“Υιέ μου, τώρα είσαι πραγματικά έτοιμος να μάθεις τα blues

(…)

(…)

Παραδοχή της Ήττας στη Μάχη με τη Δόξα.

 
blues 1α2Ακούστηκε στους κύκλους όσων τον ήξεραν καλύτερα ότι ένα βράδυ, σε μια επετειακή συναυλία του Blues, μια ψηλή ξανθή κοπέλα τον περίμενε έξω από το καμαρίνι του μ’ ένα τριαντάφυλλο για ώρες. Μέχρι που βγήκε να φύγει. Είπαν ότι ήταν η Κλειώ, υγιής πια, αρκετά αλλαγμένη μα πάντα όμορφη. Κάποιοι είπαν ότι η Ξανθιά δεν ήταν Ελληνίδα όπως η Κλειώ, αλλά ήλθε από τον Άγιο Δομήνικο.
Όποια κι αν ήταν, δε μίλησε.
Ούτε για να στείλει κάποιον να τον φωνάξει από τα καμαρίνια, ούτε όταν της μίλησε εκείνος βγαίνοντας. Του έδωσε μονάχα το τριαντάφυλλο, χαμογέλασε, τον φίλησε στο μάγουλο και χάθηκε.
Πάνω στο τριαντάφυλλο, είχε πιασμένη μια μικρή κάρτα. Την άνοιξε και διάβασε προσεχτικά… Blues is easy to play, but hard to feel.
-Jimi Hendrix-
You Made it…
Τέλος.

http://paraxenesistories.wordpress.com/author/boskainos/

.

 

Tags: ,