RSS

Category Archives: Kωνσταντίνος Λουκόπουλος

Kωνσταντίνος Λουκόπουλος, Βόλγκογκραντ

Τον ουρανό αποδέχτηκα, όταν είπα θα σε κοιτώ μέσα από τον ύπνο των πουλιών, θα σε κοιτώ τις νύχτες κι οι φιλύρες θα είναι ένας σταθμός των διψασμένων γερανών, θα είναι ένα αιώνιο στασίδι της ψυχής μου, κι ένα εξαπτέρυγο. Κι ας μη σε πιστεύω. Κι όταν θα λειτουργείσαι, το ξέρω πως θα μαχαιρώνεις το ποίμνιό σου με μιαν αγάπη που θα σε ξεπερνά σε σύλληψη, ως ύπαρξη και ως ουσία, διότι η ουσία σου έφτιαξε τούτο το όνειρο από ψωμί, κι έπειτα σιώπησε για να το ακούσεις να φουσκώνει. Και το μαχαίρι που έφερα για να το κόψω, το εγκατέλειψα στο τέμπλο της Παναγίας του Καζάν κάτω από τη λέξη “Παντάνασσα”. Έπειτα ο Ρουμπλιόφ καλέστηκε και ζωγράφισε – αντί εσένα – εκείνον τον άφυλο άγγελο που το φύλο του εκκρεμεί. Συν μιαν εικόνα του ψωμιού όπου έσπαζε ο Υιός σου τις μερίδες με τα δάχτυλα, και μοίραζε εκ του Όρους. Μα εδώ, ο άνεμος ήταν πάντα ο αδερφός του ποταμού, ένας Ερμής που έπαιρνε τις ψυχές κι έφερνε τα όνειρα και την ατέλειωτη, παγωμένη στέπα στα μάτια των πουλιών. Γι’ αυτό σαν ξάπλωσα στο Στάλινγκραντ Χριστούγεννα στο χιόνι, άκουγα τούτο το ποτάμι που ανέβαινε από την Κριμαία, ανάποδα, σα να ήταν Υπερσιβηρικός, ενώ στο Δημαρχείο ένα γραμμόφωνο έπαιζε τη Διεθνή, όπως την τραγουδούσε η Χορωδία του Κόκκινου Στρατού πάνω στο τραγούδι “Βόλγα, Βόλγα”, πριν σκοτωθούν σε εκείνο το αεροπορικό. Κι όλοι οι Νέοι Πρωτοπόροι, που τρίβαν τα πηλίκια αμήχανα στη σκάλα, ανέβαιναν μια οκτάβα στο ρεφρέν, σαν αδέξιοι καστράτι. Ως τ’ Αη Γιαννιού, καβάλησε τα ρείθρα κι έπνιξε την πόλη στο λασπόχιονο. Μα σαν έφτασε εμπρός σου βροντοφώναξες “τας Θύρας, τας Θύρας” και με μιας, χωρίστηκε στα δυο, ενώ ακούγονταν χίλιοι ψαλτάδες που υμνούσαν τη Υπερμάχω. Έκτοτε κυλά εκατέρωθεν. Λες και χρωστούσε ο Θεός και στον Βόλγα μια Κροστάνδη.

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ – 5. ΒΟΛΓΚΟΓΚΡΑΝΤ

Photo: Hugh Shurley

.

 

 

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Courabies

 

Αφού προσγειώθηκα στο Charleroi, τσέκαρα τους κουραμπιέδες. Μια χαρά ακούγονταν (μέσα στο μεταλλικό τους περίβλημα, σαν κανένα σπάνιο ραδιοϊσότοπο.) Μακάρι να άρεσαν και στη Mme Parmentier, που τους είχε παραγγείλει με βελγική αθωότητα: «Ένα κουτί “κουραμπί” Κονσταντάν, από Ατέν σιλ τε πλαι!» Ενώ όμως παρείχα πιστοποιητικό καλής υγείας στους κουραμπί, ένας τσόγλανος 10χρονος  που έτρεχε μανιασμένα, κατεβαίνοντας από τις κυλιόμενες με σώριασε στο πάτωμα, οι δε κουραμπιέδες εκτοξεύτηκαν σε μια παραβολική τροχιά, που τελείωσε τρία πατώματα πιο κάτω, στο πάρκινγκ. Όσην ώρα η μητέρα του με ρωτούσε αν χτύπησα, εγώ σκεφτόμουν, καημένη Mme Parmentier! αντί για το ισότοπο, θα φας τελικά τη ραδιενεργό του σκόνη!

Πίνακας: Quint Buchholzd

 

Tags:

Kωνσταντίνος Λουκόπουλος, Κάμιρος

Μπήκε Απρίλης• έτσι, μάζεψα τα ρούχα, που δεν ήταν πολλά, σ’ ένα σάκο, έτριψα το φρέσκο μάγουλο, μέσα παλάμη και ανέβηκα στο «Κάμιρος» προς την Πάτμο. Ενώ έπεφτε αργά η νύχτα, όσες νησίδες συναντούσαμε στ’ αριστερά, τις έσβηνα μια μια με τα βλέφαρα, ηχηρά σαν κροτίδες. Αστέρια δεν ανάβανε, μόνο βάρκες και τούρκικα καΐκια, δεμένα αρόδο. Ένας σκύλος στο κατάστρωμα, μαύρος κι αβρός σαν καταιγίδα, δεν ξεχώριζε τη θάλασσα από τη στεριά μες στο σκοτάδι και γρύλιζε. Του είπα από μακριά για την εαρινή σοροκάδα. Σίγουρα με κατάλαβε, γιατί γύρισε τη μουσούδα στο πλάι κλαίγοντας, πισωπάτησε και χάθηκε για τα καλά, πίσω από τα καθίσματα. Έπειτα ψώνισα μια σοκολάτα να σε ταΐσω, περνούσε και η ώρα κι έμπηγες τα νύχια βαθιά. Ως την Κάλυμνο, μου είχες ανοίξει μια ουλή φρέσκια ίσαμε δυo παλάμες. Αλλά η νύχτα μύριζε τόσο δυνατά που δεν σκεφτόμουν τον πόνο ούτε τη θάλασσα ούτε το σκύλο, μόνο πως έκανα μια βόλτα από αυλή σε αυλή στην παλιά μου γειτονιά, κάθε αυλή κι ένα λιμάνι. Κι όπου και να την έψαχνα να μπορούσα να τη βρω• αρκούσε να τη σκεφτώ ν’ ανοίγει αυτή την πόρτα ή να σερβίρει αυτή το παγωτό με τον καφέ, και τα χείλη της ας είναι μωβ σαν της νεκρής, τα μάτια της κλειστά στον πάγο και τα πουλιά ακούνητα και αλάλητα σαν μέσα θρήνος. Μόνο να την ένιωθα, για λίγο, ζεστή με κορμί. Στην Πάτμο σαν φτάσαμε, ούτε το πέλαγο δεν έβλεπα πια, μόνον ένα ατέλειωτο λιβάδι μαύρες πόες και χιόνι αμόλυντο, σαν ένα ποτάμι μελάσα και ζαχαρωτά, που χυνόταν προς τη Χώρα και το μοναστήρι. Αλλού βουτούσε, αλλού σκαρφάλωνε. Σε χάιδεψα κι ήρθε κι ο σκύλος και τρίφτηκε στα πόδια μου, και για λίγο ήταν σχεδόν καλά, σα να μ’ αγαπούσαν δυό πλάσματα, ένα γήινο κι ένα ξωτικό. Μετά άναψες, σε είδε ο σκύλος και φοβήθηκε, κι ας είχε γλυκαθεί, κι έγλειφε το αίμα απ’ την πληγή• χάθηκε πάλι κλαίγοντας.

– Δεν είμαι ξωτικό, είπες. Η ψυχή της είμαι, πάνω σου για πάντα…

Πίνακας: Stephen Mackey

(Προδημοσίευση)

.

.

.

.

 

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος: Mια αφορμή θέωσης/τρυγητής

Στο χωράφι με τις γκορτσιές, το σπίτι φούσκωνε, κι έσπρωχνε ως την αυλή μια τάβλα χαλαρή, την ακριανή απ’ το χαγιάτι. Έτριζε εκείνη στο καρφί της και σειότανε με παράπονο, ενώ η γριά κατάπινε ένα σύκο ακαθάριστο και τα μάτια της γουρλωμένα, κατάπιναν το κρεμασμένο. Τα μαλλιά κολλημένα στο κούτελο με παγωμένο ιδρό, μια ρυτίδα στο μεσόφρυδο, που την έκανε το Μάρτη, σαν τον σήκωσε ο δάσκαλος να πει για τον Διάκο και δεν ήξερε, πιο κάτω το πουλί του που είχε χύσει μες στο σώβρακο, την ώρα που έσπαγε ο σβέρκος και φράζαν τα λαιμά. Γριά μεν, πως να μην τον κοιτάξει εκεί, τέτοιο αγόρι. Τόνε βρήκαν οι ρουφιάνοι.

Απάνω του είδε που ’σερναν το χορό οι νεροφίδες του Κάμπου, μερικά όρνεα λευκά σαν περιστέρια, με νύχια διπλάσια απ’ τα ράμφη, η μικρή τρυγόνα της Ζηνοβίας, που ξεράθηκε στο ύπνο της πριν κλείσει δύο μηνών, αγγελούδι. Κι η συγχωρεμένη η μάνα του με νυφικό χιονάτο, μόνο που δάκρυζε αίμα από τα βλέφαρα. Το μουλάρι πιο κει, δεμένο, ήσυχο, κοίταγε μια το σύκο, μια την κρεμάλα.

Και πώς τα βλέπε όλα τούτα; ήταν που ήταν άσπρα, παρότι η νύχτα βάθαινε.

Πίνακας: Eduardo Naranjo

Πηγή: Kωνσταντίνος Λουκόπουλος

.

.


 
Image

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

Όπου κι αν μοιράστηκε ή πείνα μας
ανάμεσα σε γυάλινα μάτια
αιχμάλωτα ποδήλατα
και σάρκες γιασεμιών
η ευκαιρία του έρωτα στάθηκε εξαντλημένη και ακίνητη
για δυο χιλιετίες παγωμένης οικειότητας
έπειτα επιτάχυνε
γύρισε η σελήνη μισοφέγγαρο κι έσταξε αίμα
και στο φως της
συνέβη η παιγνιώδης σύλληψη
ταύρος να διεμβολίσει την κόκκινη κορδέλα
τόσες γενιές και τόσα είδη
με τη σφραγίδα του χρώματος
να ζευγαρώσουν ταυτόχρονα
με ευτελείς ορμές

picasso


ενώ το μαύρο φύτρωνε από δω και από κει ανεξέλεγκτο
κι ούτε να κλάψουμε δεν προλάβαμε
κορμί
γυναίκα
ή τον πνιχτό βοριά
η νύχτα ήρθε
κοινή συναινέσει
και δε θα φύγει ποτέ/

picasso

 
Image

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Μωβ

Laura Makabresku8257554694_07abaffe75_z

…θα καθυστερήσω λίγο σε αυτό τον ώμο, σου είπα, γύρω βουίζαν σφήκες όλα τα υδρόφιλα κύτταρα της σπάνιας νύχτας σου, μετά άλλαξες πλευρό∙ χάθηκε η αντίπαλη αίσθηση ότι το λινό και το δέρμα είναι ένα σημείο ρύθμισης του λευκού, όπου μπορείς να στηριχτείς, για να πάρεις μιαν αξιοπρεπή φωτογραφία∙ μπήκε από το χωλ ένας παγωμένος αέρας, κρυστάλλωσε το χνούδι στους γλουτούς, και το δάκρυ ρυάκι – όπως έπρεπε−, η ζωή, δηλαδή, βρήκε την ισορροπία του πάγου, και στη σερβάντα πυροδοτήθηκε η αιώρηση της σκόνης από το σχολικό λεύκωμα∙ εκεί, στο σαλόνι, κάτω απ’ το αμπαζούρ-φωλιά της σφήκας, είχε ξαπλώσει το σταχτί ελάφι, γλουτοί και δάκρυα σβούριζαν στ’ αμυγδαλωτά του μάτια, και η κοιλιά του άχνιζε καυτό αίμα από την ξυραφιά∙ μετά σηκώθηκα, πήγα στην κουζίνα, άναψα το φως, και ήταν άνοιξη του ’79, οι πάγκοι ήταν φορμάϊκα, τα τραπέζια δανέζικα, κι έμπαινε μια πασχαλιά απ’ το παράθυρο μωβ περλέ με μυρωδιά νεκροταφείου∙ έκανα δεν την είδα, κι έβαλα επιτέλους ένα ποτήρι νερό, χωρίς τον κόμπο να με πνίγει∙  αύριο πάλι, με το ξημέρωμα, θα μπω να σφουγγαρίσω…

Φωτό: Laura Makabresku

.

 

 
Image

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος.

..προτιμώ τη σιωπή/
στην εντιμότητα επιλογών
πρωτεύει/
κραταιά και ακριβή
αξιοπρεπής/
παραπλανά/
πως είναι καθαρτήριο/
και όχι κρατητήριο…

Πίνακας: Alison Rector

 

Tags: ,

Image

Kωνσταντίνος Λουκόπουλος

Kωνσταντίνος Λουκόπουλος

Όταν η σελήνη ανάβει/
γυρίζουν προς τα έσω/
αναζητώντας/
ο καθένας τον σπασμένο ήλιο του/
χωρίς επιτυχία προφανώς/
δεν συγκλίνουν οι γραμμές του είναι/
σε κοίλα κάτοπτρα/

Πίνακας: Adam Rhude

 

Tags: ,