RSS

Category Archives: Επαμεινώνδας Γονατάς

Ε. Χ. Γονατάς, Η κρύπτη

.

.

Αυτό το παραγιομισμένο μπαούλο, όσο και να πέφτω πάνω του βαρύς, δεν καταφέρνω να το κλείσω. Ένα κομμάτι κίτρινο ύφασμα περισσεύει ολόγυρα, μια μέλισσα πιασμένη απ’ το ποδάρι σβουρίζει, ένα λουλούδι μου γνέφει απ’ την κλειδαριά∙ ξεχνιέμαι και του μιλάω ώρες.

Ε. Χ. Γονατάς, Η κρύπτη, (απόσπασμα) Εκδόσεις Στιγμή, 2006

.

.

.

 

http://www.hprt-archives.gr/V3/public/main/page-assetview.aspx?tid=68940&tsz=0

 

Η εκπομπή «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ» στο επεισόδιο «ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ Ε Χ ΓΟΝΑΤΑ» ανιχνεύει με πρωτότυπο τρόπο την προσωπικότητα του λογοτέχνη ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑ Χ. ΓΟΝΑΤΑ, παρακολουθώντας από κοντά την καθημερινή του ζωή για πέντε μήνες. Στο σπίτι του στην Κηφισιά, ο ποιητής και πεζογράφος ΕΠΑΜΕΙΝΩΝΔΑΣ ΓΟΝΑΤΑΣ ξεναγεί τους τηλεθεατές στις αποθήκες του, στον κήπο του, που τον φροντίζει με ιδιαίτερη αγάπη, και τους γνωρίζει τις γάτες του, που μπαινοβγαίνουν ανενόχλητες και ζουν αρμονικά μαζί του. Κατά τη διάρκεια της ξενάγησης, ο λογοτέχνης αναλύει τις απόψεις του για τη ζωή και τη λογοτεχνία και οδηγεί τους τηλεθεατές στην ανάγκη να γνωρίσουν το έργο αυτού του αυθεντικού καλλιτέχνη. Ο Ε. Χ. ΓΟΝΑΤΑΣ παρομοιάζει τον κήπο του με τον μικρόκοσμο της ζωής και της φαντασίας. Παρουσιάζει τα λεξικά που έχει στη βιβλιοθήκη του και τα προσεγγίζει με τον μοναδικό του τρόπο. Αναζητά στις αποθήκες ξεχασμένα κείμενά του, έργα καλλιτεχνών, όπως έναν πίνακα του ζωγράφου ΑΛΕΞΗ ΑΚΡΙΘΑΚΗ και ξετρυπώνει προσωπικές και οικογενειακές φωτογραφίες. Εκφράζει την άποψή του για τη δημιουργία, τονίζοντας ότι οι καλλιτέχνες δημιουργούν για να θεραπευθούν και εναντιώνεται στις επιχορηγήσεις και στα βραβεία. Ο ΓΟΝΑΤΑΣ μέσα από το λόγο του αποτυπώνει τη συνεχή υπαρξιακή του αγωνία και σχολιάζει την καθημερινή πραγματικότητα.

Πίνακες: Vladimir Gvozdariki

 
Image

E. X. Γονατάς, Ο φιλόξενος καρδινάλιος

E. X. Γονατάς, Ο φιλόξενος καρδινάλιος

Ένα μεσημέρι, πριν από πέντ’-έξι χρόνια, στην πόλη που μένω, συνεδρίαζε εκτάκτως το δημοτικό συμβούλιο, στο οποίο, μαζί με άλλους ευυπόληπτους πολίτες, συμμετείχα τότε κι εγώ. Είχαμε, λοιπόν, συγκεντρωθεί γύρω από το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι για να εξετάσουμε ένα σοβαρό θέμα, του οποίου η επίλυση απαιτούσε περίσκεψη και λεπτούς, επιδέξιους χειρισμούς. Κάποια ατασθαλία είχε ανακαλυφθεί στη διάθεση και διακίνηση του άνθρακος του εργοστασίου και παραγωγής φωταερίου, που η εκμετάλλευση του ανήκε στο Δήμο. Το δίλημμα ήταν αν έπρεπε να ξεσκεπαστεί ή να καλυφθεί η κατάχρηση και ν’ αποπεμφθεί αθορύβως ο ένοχος, δίχως την ανάμιξη της δικαιοσύνης. Απόφασις δεν ήταν εύκολο να ληφθεί. Ana Elisa Egreja  (24)Εγώ, που από την πολύωρη και θορυβώδη συζήτηση είχα αρχίσει να γίνομαι πτώμα, έχωσα, ασυναισθήτως και από αμηχανία, στο στόμα μου ένα μεταλλικό συνδετήρα, που έπαιζα από ώρα νευρικά στο χέρι μου, και άρχισα να τον μασουλίζω· κάποια στιγμή τον νιώθω να ξεφεύγει από τα δόντια μου, να πέφτει κάτω και τον χάνω. Επρόκειτο σε λίγο να τεθεί το θέμα σε ψηφοφορία και η προσοχή μου έπρεπε να είναι τεταμένη. Αλλά πες μου, πώς να συγκεντρωθώ, που μου πέρασε ξαφνικά η ιδέα, ότι ίσως ο συνδετήρας να μην είχε πέσει στο χαλί, που ήταν το πιο φυσικό να συμβεί, αλλά μπορούσε κάλλιστα να τον είχα καταπιεί, δεδομένου ότι είχε προηγηθεί της εξαφανίσεώς του, ξέχασα να σ’ το πω, ένα ισχυρό, θορυβώδες φτάρνισμά μου. Πανικός με κυρίεψε, που οι περιστάσεις όμως δεν μου επέτρεπαν να τον εξωτερικεύσω. Κι αρχίζει τότε το μεγάλο μαρτύριό μου! Από τη μια προσπαθούσα να παρακολουθώ τι έλεγαν οι άλλοι σύμβουλοι, υποχρεωμένος ν’ απαντώ κάθε φορά στις ερωτήσεις τους, κι από την άλλη δεν ξεκολλούσε από το μυαλό μου η πένθιμη σκέψη ότι ως εδώ ήταν, πάει πια, είμαι καταδικασμένος, καθώς φανταζόμουν τις μυτερές άκριες του συνδετήρα, που μάλιστα απ’ το πολύ τράβηγμα και μάσημα τον είχα ανοίξει, ν’ αγκιστρώνονται στο στομάχι μου· κι αν κατάφερναν, σκεπτόμουν, έστω να ξεγλιστρήσουν από κει, σίγουρα πάλι θα γαντζώνονταν πιο κάτω στα έντερά μου, οπότε καλά κόλλυβα, Αγάθη! Θα ’πρεπε επίσης να προσθέσω ότι κάποιοι μικροί αλλά σουβλεροί πόνοι που είχα αρχίσει να αισθάνομαι στο στομάχι συνηγορούσαν υπέρ της πιθανότητος αυτής, μετατρέποντας τους φόβους μου σχεδόν σε βεβαιότητα.

Ana Elisa Egreja  (4)

«Πουρέ, Αγάθη·  πρέπει να φας αμέσως ένα βαθύ πιάτο πουρέ ή έστω και σκέτες πατάτες βραστές, αν θέλεις να σωθείς, έλεγα από μέσα μου, είναι η μόνη σου ελπίδα!» καθώς αυτομάτως θυμήθηκα πως είχα διαβάσει κάπου ότι, σε παρόμοια με το δικό μου ατυχήματα, ο πουρές ήταν το μόνο ενδεδειγμένο αντίδοτο. Αλλά πώς μπορούσα, πες μου, να τολμήσω να ζητήσω ένα τέτοιο πράγμα, υπό τις συνθήκες που σου περιέγραψα; Στην απελπισία μου, λοιπόν, αφήνω να πέσει το μολύβι μου στο πάτωμα, και σκύβω ευθύς να το μαζέψω, παριστάνοντας ότι επανορθώνω δήθεν την απροσεξία μου, ενώ, στην πραγματικότητα, είχα γουρλώσει τα μάτια, ψάχνοντας με απόγνωση για τον χαμένο συνδετήρα! Μα ο καταραμένος συνδετήρας δεν εμφανιζόταν πουθενά στο πεδίο της ορατότητάς μου συνεργούσε, βέβαια, σ’ αυτό και το χαλί ένα είδος παρδαλόχρωμης βελέντζας, που η μαλλιαρή υφή του μπορούσε να προσφέρει άπειρους κρυψώνες στο αντικείμενο της έρευνάς μου, οπότε στο αποκορύφωμα της απογνώσεώς μου, αναπηδώ με δύναμη στην όχι και τόσο σταθερή καρέκλα μου που, όπως σωστά είχα υπολογίσει, δεν άντεξε στην απότομη πίεση του σώματός μου· τρίζοντας, ξεκόλλησε το ένα της ποδάρι, διαλύθηκε, και γκρεμίστηκα χάμω.

Ana Elisa Egreja  (9)

Επωφελούμενος του γενικού σάλου και της συγχύσεως που δημιούργησε η πτώση μου, άρχισα να μπουσουλίζω με τα τέσσερα κάτω απ’ το τραπέζι. Περιττό να σου πω ότι ο συνδετήρας δε βρέθηκε ποτέ, ότι έζησα στη συνέχεια δύο εφιαλτικές μέρες, με την αμφιβολία τον κατάπια ή δεν τον κατάπια, κι ότι η αβουλία μου —όπως και η δική σου στην περίπτωση της κουτσουλιάς— εξαιτίας του φόβου ν’ αντιμετωπίσω την αλήθεια, νίκησε το άγχος μου, αφού τελικά δεν μου επέτρεψε —όπως θα ήταν επιβεβλημένο— ν’ ακτινογραφηθώ.

E. X. Γονατάς, Ο φιλόξενος καρδινάλιος, σελ.: 37-41, Eκδόσεις Στιγμή, 1997

Πίνακες: Ana Elisa Egreja

.

.

 

 

Tags:

Image

Επαμεινώνδας Γονατάς, Η ουλή

Igor Morski 1960 - Polish Surrealist Illustrator - Tutt'Art@ (19)

 Δεν είμαι συγγραφέας ούτε του εξαιρετικού. Είμαι ο συγγραφέας της εξαιρέσεως. Και το πιο κοινό πράγμα μπορεί να γίνει απίθανο. Είναι πώς θα το χειριστεί ο συγγραφέας».

Η πληγή θρέφει, τα χείλη της σμίγουν αργά σαν αυλαία βυσσινιά κι ύστερα από χρόνους στη θέση της μένει ένα σημάδι, μια ρόδινη ουλή που σκύβει και τη φιλάει.
Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους. Τα κρύβουν με ωραία ατσαλάκωτα υφάσματα, ξέρουν όμως σε ποιά μεριά του κορμιού τους άνθισαν, μαράθηκαν, έφαγαν δέρμα και κρέας δικό τους.
Γι’ αυτό τ’ αγαπούν και, σε ώρες μοναξιάς που κανείς δεν τους βλέπει, σκύβουν και με λατρεία τα φιλούν τα βαθιά, σκοτεινά τραύματά τους.

Artwork: Ιgor Morski

 

Tags: ,

Image

Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς, Φυλακισμένος

.

Φυλακισμένος μες στο γυαλί, δεν έβλεπα παρά τα παχουλά χέρια της μητέρας μου, που ξαναβούλωνε σφιχτά το καπάκι. Ύστερα κόλλησε μια ετικέτα στο μπουκάλι, και μ’ απόθεσε ψηλά, σ’ ένα ράφι της κουζίνας ανάμεσα στα άλλα βάζα με τις μαρμελάδες της.

 

Tags: ,

Image

Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς, Οι αγελάδες

Καθόμαστε σ’ ένα υπαίθριο καφενείο: πέντ’ έξι καρέκλες αραδιασμένες στην όχθη ενός μικρού ποταμιού και πιο πέρα, κάτω από ένα πλατάνι, μια παράγκα πνιγμένη στις περικοκλάδες, με την επιγραφή «Η μορφωμένη Αράχνη». Πίνομε το ούζο μας βλέποντας τις πέστροφες να πηδάνε κάθε τόσο δύο-δυo έξω απ’ το νερό, που αφρίζει σαν άσπρο στεφάνι γύρω στ’ αστραφτερά τους κεφάλια. Αμίλητοι χαιρόμαστε τη γαλήνια ομορφιά του τοπίου.
Μα δεν περνάει πολλή ώρα και τρεις βροντερές εκρήξεις στη γραμμή τραντάζουν τα ποτήρια στα τραπέζια και με ξεκουφαίνουν. Ξυπνώ από τη ρέμβη μου αναπηδώντας στην καρέκλα. Κάτι τζάμια ακούγονται να σπάνε μακριά σ’ ένα χτήμα• φωνές και βλαστήμιες εξιδανικευμένες απ’ την απόσταση ταράζουν για λίγο την ησυχία. Ύστερα πάλι σιωπή. Οι άλλοι γύρω μου —άνθρωποι του τόπου— ατάραχοι, σα να μην άκουσαν τίποτα, συνεχίζουν να ρουφάνε γουλιά-γουλιά το ούζο τους σφουγγίζοντας με το χέρι τις στάλες πού κρέμονται στα μουστάκια τους. Στα μαλλιά τους πετάνε μεγάλα δειλινά κουνούπια. Δεν κρατιέμαι και γυρίζω σ’ αυτόν που κάθεται πλάι μου. Φοράει μενεξελιά ράσα.
«Πάτερ», ρωτάω, «τι συμβαίνει; Άκουσες τις κανονιές; ».
Ο παπάς πολέμαγε να σπρώξει με τα παχουλά του δάχτυλα μέσα στο φαρδομάνικό του ένα κοτόπουλο, που όλο έβγαζε το κεφάλι. Χωρίς να με κοιτάξει, μου λέει:
«Ο Θεός, τέκνον μου, τιμωρεί τους φιλάργυρους βουκόλους».
Ύστερα βλέποντας πως το πουλί ησύχασε κι έπαψε να μπαινοβγαίνει στα μανίκια του, σηκώνεται και μου γνέφει να τον ακολουθήσω. Οι άλλοι ούτε μας προσέχουνε καν. Περνάμε πίσω απ’ την παράγκα του καφενείου, μέσα από ’να φράχτη με κολοκυθιές φορτωμένες πορτοκαλιά λουλούδια, μεγάλα σαν χάλκινες τρουμπέτες, και βγαίνουμε σ’ ένα απέραντο χωράφι με πολλές στέρνες. Ακούγονται ζώα πού ξεφυσάνε ρουθουνίζοντας. Πηγαίνουμε από στέρνα σε στέρνα. Είναι όλες βαθιές, χωρίς νερό, και στον πάτο γυρίζουν αγελάδες με καστανό τρίχωμα. Σκύβουν κάθε τόσο το χοντρό σβέρκο τους στα παχνιά και μασουλίζουν.

Tyson Grumm  (8)Οι κοιλιές τους τεράστιες πετάγονται έξω απ’ το κορμί ολοστρόγγυλες και πρησμένες.
«Αυτές εκεί πρόσεξέ τες καλά, τώρα πού σηκώνουν την ουρά να διώξουν τις μύγες», μου λέει ο σύντροφος μου.
Κοιτάζω και βλέπω χωμένο βαθιά στον πισινό τους από ’να μεγάλο άσπρο φελλό. Λουριά περασμένα κάτω απ’ τα σκέλια και την κοιλιά και σφιχτοδεμένα στη ράχη τους, κρατάνε γερά στη θέση του το φράξιμο, που να μην μπορεί με τίποτα να το πετάξει το ζώο.
«Με το σύστημα αυτό», μου εξηγεί, «που αποκλείει στις αγελάδες να διώξουν απ’ τον οργανισμό τους τ’ ανεπιθύμητα περισσέματα της τροφής, οι βουκόλοι πιστεύουν πως θα καταφέρουν να τις παχύνουν γληγορότερα. Δεν εννοούν ν’ αφήσουν ούτε ένα σπυρί κριθάρι να βγει από μέσα τους αχώνευτο. “Είναι κι αυτό ζυγισμένο στη ζυγαριά του εμπόρου και το πληρώσαμε”, λένε, “δε μας το έδωσαν χάρισμα!” ».
«Και τα ζώα δεν ανακουφίζονται ποτέ; »,τον ρωτάω, κοιτώντας με οίκτο τις αγελάδες που με τις χειλάρες τους αρπάζουν κάτι μακριά χορτάρια φυτρωμένα εδώ κι εκεί στους τοίχους της στέρνας.

andrea KOWCH 3«Πώς! Κάθε είκοσι, είκοσι πέντε μέρες, μόλις τους λύσουν τις ζώνες που τους φοράνε. Έχω δει πολλές ν’ αντέχουν και πάρα πάνω. Μα είναι κι άλλες πού απ’ την πέμπτη κιόλας μέρα αρρωσταίνουν βαριά• αρχίζει ή κοιλιά τους και τουμπανιάζει, φουσκώνει φουσκώνει σαν μπαλόνι μέσα σε λίγα λεπτά, κι αν δεν τις προλάβουν, μπάμ! », σκάνε ξαφνικά και κομματιάζονται στον αέρα με τρομερό θόρυβο, σαν οβίδες.


Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν βήματα. Δυo ανθρώποι αξούριστοι, με λερωμένες κοντές ποδιές πάνω απ’ τα γόνατα, πλησιάζουν τη στέρνα. Είναι βουκόλοι.
«Να μη μας δουν», μου λέει σιγά ο παπάς. « Είσαι ξένος και μπορεί να τους περάσει απ’ το μυαλό πως σ’ έφερα επίτηδες εδώ να κλέψεις το σύστημά τους ».
Κρυβόμαστε γρήγορα πίσω από την πεζούλα. Οι κτηνοτρόφοι κατεβαίνουν τα σκαλιά και μπαίνουν στη στέρνα. Ο ένας, βαστώντας μια μεζούρα, πηγαίνει από γελάδα σε γελάδα και παίρνει την περίμετρο της κοιλιάς της. Ο άλλος, στο θαμπό φως ενός φαναριού, σημειώνει σ’ ένα τεφτέρι…

«Τους έχει πιάσει πανικός», μου ψιθυρίζει πάλι ο παπάς. «Μαζί με τα τρία σημερινά, τα θανατηφόρα κρούσματα έφτασαν τον αριθμό έντεκα αυτό το μήνα. Υπάρχει Θεός από πάνω και βλέπει. Έχουν ανησυχήσει πολύ και προσέχουν. Εξετάζουν τώρα για περισσότερη ασφάλεια πιο συχνά το κοπάδι τους, μήπως κι η κοιλιά των ζώων ξεπεράσει άξαφνα το όριο αντοχής ».

Άμα τέλειωσαν το μέτρημα, οι βουκόλοι ανέβηκαν και τράβηξαν σε άλλη στέρνα. Τότε βγαίνουμε κι εμείς απ’ τον κρυψώνα και γυρίζουμε από τον ίδιο δρόμο σκεφτικοί και αμίλητοι. Άκρη-άκρη στο χωράφι γυαλίζει μια μεγάλη καλύβα δίχως παράθυρο, στημένη με ντενεκέδες. Έχει αντίς για πόρτα ένα στρογγυλό άνοιγμα. Απόξω άλλοι δυο βουκόλοι, με τα ίδια αξούριστα μούτρα αλλά με ποδιές πού κρεμάνε ως τις φτέρνες τους, σκύβουν πάνω σ’ έναν μακρύ ξύλινο πάγκο όπου είναι απλωμένα κομμάτια ματωμένες προβιές. Με μεγάλα μαχαίρια τις καθαρίζουν.

ANDREA KOWCH refuge.

«Πιο σιγά», μου κάνει ο παπάς. «Να αυτοί που έχασαν τρία ζώα σήμερα τ’ απόγεμα… Μετράνε τις ζημιές και βράζουν από το θυμό τους. Σε λίγο, μόλις φανεί το φεγγάρι, θα βγάλουν τ’ απομεινάρια των ζώων απ’ την καλύβα και θα τα θάψουν. Δε θέλουν να τους βλέπει κανείς. Όταν αγριεύουν δεν αστειεύονται».

Προχωράμε σιγά στις μύτες των ποδιών και φεύγουμε ανάλαφρα σα φαντάσματα. Περνώντας το σύνορο του χωραφιού αρχίζω και ξαναβλέπω το ποτάμι. Μεγάλα φύλλα ταξιδεύουν πάνω του αργά. Μέσα στην ησυχία ακούγονται γύρω μας μόνο τα φτερά των κουνουπιών και τα βήματα μας που καθώς περπατάμε τσακίζουν κλαδιά και κοτσάνια.

Επαμεινώνδας Χ. Γονατάς, Οι αγελάδες, Εκδόσεις στιγμή, Αθήνα 1992  

Πίνακες: Tyson Grumm, Andrea Kowch

 

Tags: , , , , ,