Σχόλιο: πέραν του εύστοχου που διακρίνει το κείμενο του Σωτήρη Παστάκα για τη μαζική κατανάλωση πολτού άνευ κριτηρίων, θα προσέθετα και έναν άλλο παράγοντα μακροημέρευσης της αλαζονικής υπερίσχυσης της (επιεικώς) χρυσής μετριότητας στη λογοτεχνική παραγωγή: τα εν Ελλάδι εργαστήρια της δημιουργικής γραφής.
Δε θα σχολιάσω καν το ποιοι, στο πλείστο των περιπτώσεων, εμφανίζονται ως λογοτεχνικοί φωστήρες και «διδάσκαλοι» (κάποιοι από αυτούς, στους κύκλους, θεωρούνται κίβδηλοι, ατάλαντοι και «ψώνια») : θα σχολιάσω όμως τα κείμενα των «μαθητών» τους, που παρατίθενται, σε πολλές περιπτώσεις, σε διαδικτυακές σελίδες και μάλιστα με καμάρι, κάποτε, από κάποιους «διδασκάλους».
Πρόκειται περί ολοσχερούς καταστροφής: όλα είναι κομμένα και ραμμένα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Το στυλ δε, το οποίο φοριέται κατά κόρον, είναι το ακόλουθο: μικρές και κοφτές φράσεις με εισαγωγή κάθε φορά μίας καινούργιας εικόνας. Τίποτε άλλο!
Yπάρχει και η οδηγία, «κάνε και μία φρασούλα τώρα, για να δείξεις τα συναισθήματά σου». Δεν μπαίνω καν σε θέματα αισθητικής για τη χρήση της γλώσσας, η οποία δεν υφίσταται καν, ούτε στην ομφαλοσκοπική ημερολογιακή διάθεση ούτε στην έλλειψη παντελούς ατμόσφαιρας και στη, γενικότερη … ξέρα του κειμένου.
Η γραμμή αυτή είναι εμφανής και, φυσικά, μόνον ένας ατάλαντος θα μπορούσε να την ακολουθήσει αδιαμαρτύρητα. Το ταλέντο, το οποίο γεννιέται και δεν γίνεται, δεν τρέχει στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής, διότι ξέρει πώς είναι το να γράφεις. Έχει το… γονίδιο! Βεβαίως, υπάρχουν και οι περιπτώσεις των ταλαντούχων ανασφαλών, αλλά αυτοί αποχωρούν γρήγορα.
Και μπορεί κανείς να αναρωτηθεί ποιος από τους μεγάλους της λογοτεχνίας είχε παρακολουθήσει εργαστήρια δημιουργικής γραφής. Έχουμε επιστολές μεταξύ ομοτέχνων για ζητήματα που αφορούν θέματα της λογοτεχνίας, αλλά αυτό είναι διαφορετικό. Άλλο το να συζητήσεις, έχοντας το δικό σου δρόμο, κάποια τεχνικά θέματα και άλλο να σου υποδείξουν πώς θα γράψεις. Για έναν ταλαντούχο, για παράδειγμα, είναι αυτοματισμός ο διαχωρισμός της πρωτοπρόσωπης από την τριτοπρόσωπη αφήγηση και της αφήγησης σε δεύτερο πρόσωπο. Η θεωρία έπεται της λογοτεχνικής πράξης, που σημαίνει ότι οι λογοτέχνες είναι εκείνοι που το «καθιέρωσαν». Είναι γελοίο, το λιγότερο, να θεωρεί κανείς εαυτόν επίδοξο συγγραφέα και να μην ανακάλυψε μέσα του και μόνος του τον «αυτοματισμό» αυτόν.
Ο τρόπος των κειμένων αυτών συμβαδίζει με τον τρόπο, με τον οποίο στα σχολεία διδάσκουμε στους μαθητές που έχουν προβλήματα έκφρασης να οργανώνουν τις φράσεις τους (κάποτε είμαστε και αναγκασμένοι να διαχωρίζουμε και να εξηγούμε ότι είναι διαφορετική μία φράση που εκφράζει σκέψη και διαφορετική μία φράση που εκφράζει συναίσθημα), και αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι δεν υπάρχει διαφορετικός τρόπος σωτηρίας ούτε αυτών ούτε των κειμένων τους, και πόσο μάλλον όταν καλούνται να δώσουν εξετάσεις.
Τι είναι η λογοτεχνία, έκθεση ιδεών ή ημερολόγιο δημοτικού σχολείου; Δεν σχολιάζω καν τις υπόλοιπες οδηγίες που γνωρίζω ότι δίνονται. Ρομπότ! Διότι μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις, τέτοια γράμματα θα μάθεις.