RSS

Category Archives: Βερονίκη Δαλακούρα

Βερονίκη Δαλακούρα, Ιερό


Κάποιοι οδήγησαν έναν αθώο άνθρωπο μπροστά σε μια τοιχογραφία, θέλοντας έτσι να καλλιεργήσουν την ψυχή του. Έσπειραν και θέρισαν με τόση επιτυχία, που το αποτέλεσμα ήταν να γεμίσει μυρωδιές ο χώρος που ασκούσε τα καθήκοντά του.

Ο γέροντας ήταν λειτουργός μιας θρησκείας ελάχιστα διαδεδομένης. Κοροϊδεύαμε την έκπληξή του μπρος στην αναπαράσταση μίας ταφής: αναζητούσε κάτω από τη σινδόνη ένα ίχνος κίνησης που ανήκε δικαιωματικά στην ύλη. Έπειτα, μπροστά σε ένα σωρό από κόκαλα, άρχισε να θρηνεί. Δεν επρόκειτο για πρόσωπο αγαπητό που είχε απομείνει ημίγυμνο μες στο διάστημα των φαύλων. Δεν είχε θυμηθεί μια ύπαρξη που όμοια τώρα με πνεύμα ζωικό αρνιόταν φύλο και ήχο. Ήταν ο πόνος ενός ιερουργού που με αφέλεια αναρωτιόταν πώς θα εισέδυε στο φως. Η γνώση ξεστράτιζε μέσα από τόσα ερωτηματικά. Η λογική είχε διαπιστώσει «λάθος» κι απέρριπτε τον άθλιο άγιο. « Κόκαλα», είπε τραβώντας με από το χέρι.

Βερονίκη Δαλακούρα, Ιερό, από τη συλλογή Καρναβαλιστής, Εκδόσεις Κέδρος, 2011

Πίνακας: Henri Rousseau

 

 

Βερονίκη Δαλακούρα, Διήγηση εστέτ

.

.

Δεν δίστασα: «Αγαπημένη» έγραψα, «πάνω μου βρίζεις την όπερα, βλαστημάς τη συμπαγή μουσική». Κείνη τότε μου ταχυδρόμησε λουλούδια και σαν δεύτερη απάντηση τα δάκτυλά της. Πόσο απελπίστηκα! Oι γονείς εδέροντο, η μαμά άνοιξε έναν κομψό λάκκο ικετεύοντας τα δέντρα του όρους Αγάπη-Αγάπη που πέταξαν.

Κάποτε εγκατέλειψε την επιστήμη. Και περνώντας τους μήνες διαβάζοντας Δάντη πυροβόλησε όλους τους κλασικούς. Φίλοι της Χριστιανοί τότε την έβαλαν να ερωτευθεί τους συγγραφείς της παρακμής. Κι έπειτα, σχίζοντας ανοιχτόθωρα τον κόσμο, κατέστρωσαν τα εγκλήματα του αιώνος αποκαλύπτοντας στο κορίτσι μου αν όχι τα μυστήρια – τουλάχιστον το φόβο.

Βασίλη Βασιλικού, Η ελληνική ποίηση, Βερονίκη Δαλακούρα, Διήγηση εστέτ 

.

.

 

Βερονίκη Δαλακούρα, Η υπερβολική αισθητική

Πράγματι απορώ. Γιατί όλοι θέλουν να παίζουν με το μικρό μου στήθος; Oποτεδήποτε συναντώ κάποιον – το μαντεύω: το χέρι κατ’ αρχήν στο ύφασμα κατόπιν σίγουρα στις δύο ρόγες τις οποίες στριφογυρίζει διαδοχικά. Και γιατί όλα αυτά; Προς τι εγώ να πονώ και πολλές φορές να καυλώνω; H όποια μουσική θα προσέφερε υψηλότερη και δεν αποκλείεται καλύτερης ποιότητος ηδονή. Σχεδόν πάντα λοιπόν βρίσκομαι θύμα αυτών των αφελών τάχα κινήσεων και δεν εξαιρούνται ούτε τα θηλυκά από τις εμπειρίες μου. Όμως το σώμα κείνου που αγάπησα παραμένει η πιο εναργής μου φαντασία. Είχε στους μηρούς μαύρες στιλπνές τρίχες και ξαπλωμένος ανάσκελα επιθυμούσε να μου πονέση το στήθος. Αρνήθηκα κι εκείνος ακινητοποιώντας τους καρπούς έβαλε ολόκληρο τον αριστερό μαστό στο στόμα του.

Ήθελε αλήθεια να τον καταπιή γιατί σε κάποιο σημείο της επώδυνης ηδονής μου αισθάνθηκα τα δόντια του στην ευαίσθητη επιφάνεια.  Ήρθε τότε η κοινή ανάμνηση από τον πίνακα του μεσαιωνικού νέου, η Ναυσικά που κοίταζε τον εραστή της να φεύγει, αφού πρώτα ετοποθέτησε τα μάτια στα γόνατά της, και ο ίδιος πάλι ξαναγεννημένος ζωγράφος την αναγέννηση να συνευρίσκευται κατ’ όναρ –νεκρός πλέον– με τη φίλη μου. Τι μουσικές τι πείνα τις εποχές των γαϊδάρων – ποτέ δεν τρόμαξα τις αργές δεισιδαιμονίες γιατί εκείνοι σκάβοντας τον πιο μικρό λάκκο υποσχέθηκαν τον έσχατο έρωτα. Μόνο έκοψα τα δάχτυλα να τιμωρήσω την ασπλαχνία τους. Φαντάσματα τότε ζητούσαν να πιουν το γάλα από το στήθος μου. Αναστέναζαν μες απ’ τον ήχο της Τζιοκόντας και όταν ο Ποντσιέλλι ταράχτηκε έδωσαν τις ψυχές τους στον δαίμονα διπλά πικραμένοι από το παιχνίδι.

Βασίλη Βασιλικού, Η ελληνική ποίηση, Βερονίκη Δαλακούρα, Η υπερβολική αισθητική, Εκδόσεις Ντουντούμης.

Πίνακας: Albert Greving

.

.