Σήμερα το βράδυ έδειξαν για δεύτερη φορά στην τηλεόραση την εκπομπή για το χορό Καρουάνα, που κάνει θραύση στην Αμερική. Μίλησαν χορογράφοι, κοινωνιολόγοι, δύο καθηγητές από το Χάρβαρντ, δημοσιογράφοι. Έγινε προσπάθεια να αναλυθεί το βάθος του φαινομένου, που φαίνεται ότι έχει πάρει διαστάσεις επιδημίας. Αυτός ο χορός βρίσκει ιδιαίτερη ανταπόκριση σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Από τα πάρτι γενεθλίων των έγχρωμων μαθητών του δημοτικού, στα γκέτο του Χάρλεμ, έως τα πάρτι των κοσμικών στο Λονγκ Άιλαντ. (…) Ξέρω πως ελάχιστοι από εσάς θα με πιστέψουν. Οι περισσότεροι θα με πάρουν για ανισόρροπο. Όμως, απ’ ό,τι φαίνεται μόνον εγώ ξέρω το μυστικό της γέννησης του φαινομένου Καραουάνα.
Κάποιοι ισχυρίζονται ότι ο χορός επινοήθηκε από έναν Ιάπωνα σχεδιαστή κόμικ μάνγκα. Άλλοι λένε πως η γέννησή του πρέπει ν’ αναζητηθεί στο τελετουργικό μιας φυλής αυτοχθόνων του Αμαζονίου, για τους οποίους ο χρόνος δεν έχει καμία σημασία. Κάποιοι άλλοι πιστεύουν ότι αποτελεί παραλλαγή του tremens delirium που έπαθε ο Σαντάμ, όταν μέσα στο κελί του οι φύλακες τον υποχρέωσαν να καταπιεί μια μικροκάμερα, και έπειτα να παρακολουθήσει με μόνιτορ πώς φαίνονται οι δεκάδες γκλοπιές στην κοιλιακή του χώρα. Αναρωτιέμαι πόσες ανοησίες θα ειπωθούν ακόμα. Η αλήθεια είναι ότι ο χορός γεννήθηκε εδώ στην Ελλάδα. Και ο πρώτος διδάξας δεν ήταν χορευτής, αλλά ένας μαθητής της πρώτης γυμνασίου, ονόματι Γιωργάκης Καραουάνας.Την ιστορία μού τη διηγήθηκε ένας συνταξιούχος δάσκαλος, ο Χαράλαμπος Πασβάντης. (…)
Το 1900 δίδασκε σ’ ένα χωριό της Πάρου. Ο καιρός περνούσε δύσκολα. Μόλις και μετά βίας συγκρατούσε τα νεύρα του, τα οποία συστηματικά δοκίμαζε ο μαθητής της πέμπτης τάξης, Γιωργάκης Καραουάνας. Ο Καραουάνας ήταν ένα παιδί με μαθησιακές δυσκολίες και αντικοινωνική συμπεριφορά. (…) Αρεσκόταν, για παράδειγμα, να σηκώνεται απροειδοποίητα, κατά τη διάρκεια του μαθήματος, και να ζωγραφίζει σκουλήκια στον πίνακα. Όταν ο Πασβάντης τον ρωτούσε τι κάνει εκεί, και γιατί δεν πήρε άδεια να σηκωθεί, ο Καρουάνας τον ρωτούσε τι όνομα έπρεπε να δώσει στο σκουλήκι του. Ο Πασβάντης δεν άντεχε άλλο. Μια μέρα, μετά το διάλειμμα, πριν μπουν τ’ άλλα παιδιά, μπαίνει στην τάξη και αντικρίζει ένα θέαμα που του ανέβασε το αίμα στο κεφάλι. Ο Καραουάνας είχε ζωγραφίσει σε όλον τον πίνακα σκουλήκια, και, μάλιστα, είχε επεκτείνει τη ζωγραφιά του και στον διπλανό τοίχο. Ο Πασβάντης άφησε, τρέμοντας, την νάιλον τσάντα του στην έδρα. Μόλις είχε περάσει από τον μπακάλη και είχε ψωνίσει ενάμισι κιλό ροκφόρ. (…) Kανένα αντικείμενο δεν ήταν ικανό να τον βοηθήσει να εκτονώσει την οργή του. Και τότε κοίταξε την τσάντα με το ροκφόρ. Μια τρελή σκέψη τον συνεπήρε.
Γύρισε και κοίταξε κατάματα τον μαθητή του. Ο Καραουάνας, αφοπλιστικά αφελής, τον ρώτησε, δείχνοντάς του ένα σκουλήκι: — Πώς να το ονομάσω αυτό, κύριε; O Πασβάντης, βγάζοντας έξω το τυρί, απάντησε απειλητικά: — Xλαπάκιασέ το ή, αλλιώς, χόρεψε καλά.
Την εναλλακτική λύση, όπως μου εκμυστηρεύτητκε, την πρόσφερε, γιατί του φάνηκε πολύ σκληρή η τιμωρία για το μαθητή του. Ο Καραουάνας στραβοκατάπιε, κοιτάζοντας το ροκφόρ. Πώς να το φάει όλο αυτό το κομμάτι στα καλά καθούμενα, και μάλιστα χωρίς ένα κομματάκι ψωμί, όπως συνήθιζε να του βάζει η μάνα του όταν έφευγε για το σχολείο. Κοίταξε το δάσκαλό του και μετά άρχισε να χορεύει.Ο Πασβάντης δεν πίστευε στα μάτια του. Βρέθηκε άφωνος να παρακολουθεί, αρχικά, ένα άτεχνο κρεσέντο κινήσεων, που απείχαν πολύ απ’ αυτό που ο κόσμος ονομάζει χορό. (…) Η κινητική δραστηριότητα του Καραουάνα μετουσιωνόταν σε κραυγή χορευτικής υπαρξιακής αγωνίας. (…) Σαστισμένος και συγκινημένος ο Πασβάντης άρχισε να χειροκροτεί. Δεν είχε προσέξει ότι, κατά τη διάρκεια αυτού του πρωτότυπου χορευτικού, τα υπόλοιπα παιδιά είχαν στριμωχτεί στην πόρτα και κοιτούσαν σιωπηλά. Όταν είδαν τον δάσκαλό τους να χειροκροτάει, άρχισαν κι αυτά να κάνουν το ίδιο. Η φασαρία που ερχόταν από τον δεύτερο όροφο, ανάγκασε το διευθυντή να βγει από το γραφείο του. Όταν μπήκε στην τάξη αντίκρισε ένα πρωτόγνωρο θέαμα.
Οι τοίχοι ήταν ζωγραφισμένοι με σκουλήκια. Στην έδρα υπήρχε ένα μεγάλο κομμάτι ροκφόρ. Ο Καραουάνας χόρευε έναν τρελό νευρόσπαστο χορό, χωρίς μουσική υπόκρουση, και ο δάσκαλος μαζί με τους μαθητές χειροκροτούσαν σε έξαλλη κατάσταση. Αμέσως ο διευθυντής τον κάλεσε στο γραφείο του και του είπε ότι χρειαζόταν αναρρωτική άδεια. Τον έστειλε άρον άρον στην Αθήνα. (…)
Iσχυρίστηκε ότι, προφανώς, ο χορός διαδόθηκε από παιδί σε παιδί σε όλο το νησί, και έπειτα στα παιδιά των Άγγλων και των Αμερικανών τουριστών που παραθέριζαν το καλοκαίρι στην Πάρο. Κάπως έτσι πρέπει να μεταφέρθηκε στην Αμερική. Ύστερα με κοίταξε ευχαριστημένος. Πρόσεξα τα ροζιασμένα χέρια του, που έτρεμαν από χαρά και συγκίνηση. (…)
Δεν ξέρω αν το πιστεύω. Μου αρέσει, όμως, μερικές φορές να φέρνω στο νου την εικόνα του ακούραστου παιδαγωγού και αγωνιστή στην κουνιστή του πολυθρόνα, να θυμάται με συγκίνηση τον μικρό Καραουάνα. Να σκέφτεται, χαϊδεύοντας τις ολάνθιστες τριανταφυλλιές, πως, κάθε παιδί, ακόμα και το πιο δύσκολο, είναι σαν άνθος που θέλει φρέσκο χώμα και νερό για ν’ ανθίσει. Και ύστερα, σέρνοντας τα βήματά του στο υπνοδωμάτιο, να πέφτει στο κρεβάτι και να φαντάζεται ότι όλος ο πλανήτης χορεύει Καραουάνα.
Πάνος Τσίρος, Φέρτε μου το κεφάλι της Μαρίας Κένσορα (O χορός του Καραουάνα), σελ. 27-34, αποσπασματικά, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2007
Φωτό: Ilse Bing, Piergiorgio Branzi, Grete Stern, August Sander, Andy Prokh