RSS

Category Archives: Julio Cortazar

Julio Cortasar, Mάγισσα

.

Γιατί άραγε να εισβάλλει τόσο κρύο στο δωμάτιο; Είναι ξαφνικό, με αυξάνουσες ριπές. Ίσως κάποιο κρύο που προέρχεται από μέσα, σκέφτονται οι φίλοι. Δεν είναι σπάνιο στις ολονυκτίες. Λίγο κονιάκ… Κι όταν ένας απ’ αυτούς κοιτάζει τον Εστέμπιαν, άκαμπτο στο κάθισμά του, αισθάνεται σαν ένας ξαφνικός τρόμος να αναπτύσσεται και να εισβάλλει στα μαλλιά του, στα χέρια και στη γλώσσα. Μέσα από το στήθος του Εστέμπαν διακρίνονται οι ξυλόγλυπτες πλέξεις της πλάτης της πολυθρόνας. Οι υπόλοιποι ακολουθούν το βλέμμα του φίλου τους και χλομιάζουν. Το κρύο μεγαλώνει, ανεβαίνει σαν παλίρροια. Πέρα από την κλειστή πόρτα ορθώνεται ξαφνικά η πυκνή μάζα του όρους με τους ευκαλύπτους να το λούζει το φεγγάρι. Κι εκείνο αντιλαμβάνονται ότι το βλέπουν μέσα από την κλειστή πόρτα. Τώρα είναι οι τοίχοι που υποχωρούν μπρος στη θέα της εξοχής, της γειτονικής αγροικίας, όλα υπό το άγουρο φως της πανσελήνου. Και ο Εστέμπαν έχει μετατραπεί πλέον σε μια ζελατινώδη φούσκα, όμορφος κι αξιοθρήνητος στην πολυθρόνα του,  που υποχωρεί κι αυτή μπροστά στην επέλαση του τίποτα. Από τη σκεπή εισβάλλει ένας πίδακας ασημένιου φωτός που ξεθωριάζει τη μαρμαρυγή του παρεκκλησιού. Οι πέντε φίλοι αισθάνονται τώρα να φιλτράρεται μέσα από τη σόλα των παπουτσιών τους η υγρασία της φρέσκιας γης, με χορτάρι και τριφύλλια, κι όταν κοιτάζονται, ανίκανοι να εκστομίσουν την πρώτη φάση της αποκάλυψης, βρίσκονται πια μόνοι με την Πάουλα, με την Πάουλα και το παρεκκλήσι, το οποίο ανυψώνεται απογυμνωμένο στη μέση της πεδιάδας υπό την αναπόφευκτη σελήνη.

Julio Cortasar, Mάγισσα, από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 80-81, μτφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015

 

Julio Cortasar, Επιστροφή της νύχτας

.

«Αχ, ποτέ δεν έπρεπε να ξυπνήσω τόσο απότομα. Τούτη η εικόνα μου θα είχε επιστρέψει στην πυκνή φυλακή των οστών και της σάρκας. Αν έπρεπε να πεθάνω, θα είχαμε πεθάνει μαζί, χωρίς να υποστούμε αυτήν τη διάσπαση, το εύρος της οποίας δεν μπορώ να υπολογίσω… Η ζωή είναι ο χρόνος! Γιατί σφυροκοπά στο μυαλό μου αυτή η ιδέα; Η ζωή είναι ο χρόνος! Όμως αυτός ο δικός μου τωρινός χρόνος είναι πιο φρικτός κι από κάθε θάνατο. Είναι συνειδητός θάνατος, σαν να παρευρίσκομαι ως μάρτυρας της αποσύνθεσής μου από το προσκέφαλο ενός τερατώδους κρεβατιού…»

Και η ορχήστρα της αυγής συγχρόνιζε σιγά σιγά τα χάλκινα πνευστά της.

«Εκεί απέμεινα απόλυτο κενό. Εδώ είμαι ζωντανός χρόνος, θρυμματίστηκαν τα πλαίσια της πραγματικότητας! Το πτώμα μου υφίσταται, δεν αισθάνομαι πλέον τίποτα, ενώ εγώ μόλις που προσεγγίζω τη φρίκη της ανυπαρξίας μου, χρόνος αγνός που δεν μπορεί να ενταχθεί σε καμία φόρμα, φάντασμα που η αυγή θα το απογυμνώσει μπροστά στα ζοφερά μάτια των ανθρώπων…»

«Και είχε σχεδόν ξημερώσει.»

«Είμαι ορατός; Είμαι αόρατος; Η γιαγιά μου μίλησε, με χάιδεψε. Όμως ο καθρέφτης αρνήθηκε να μου επιστρέψει την εικόνα μου, παρέμεινε αμετάβλητος. Ποιος είμαι; Τι τέλος θα λάβει η απαίσια αυτή κωμωδία;»

Συνειδητοποίησα πως βρισκόμουν ξανά μπροστά στην είσοδο του σπιτιού. Το διαπεραστικό λάλημα του πετεινού με έλουσε με την αγωνία της αμεσότητας. Ήταν η ώρα που η γιαγιά μου έφερνε το πρωινό. Η εκκλησία στόχευε τα πρώτα της βέλη στον ουρανό, η ώρα που η γιαγιά θα έμπαινε στο δωμάτιο και θα με έβρισκε νεκρό. Κι εγώ, κοκαλωμένος στον δρόμο, θα άκουγα το ουρλιαχτό, τα πρώτα τρεχαλητά, τις άφατες κραυγές της ολοκληρωτικής αποκάλυψης.

Julio Cortasar, Η επιστροφή της νύχτας, από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 66, μετφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015

Artwork: Odilon Redon

 

Julio Cortasar, Σύντομο μάθημα ωκεανογραφίας

Μη φοβάσαι, Αστάρτη! Η τραγωδία σου θα ειπωθεί, όπως η θλίψη και η νοσταλγία σου. Όμως εγώ θα τη διηγηθώ λυρικά, καθώς εδώ, στον πλανήτη από τον οποίο εξαρτάσαι, αξιολογείται περισσότερο ο τρόπος από την ηθική*. Άφησέ με να διηγηθώ πως στα παλιά τα χρόνια η καρδιά σου ήταν μια ανεξάντλητη πηγή απ’ όπου έρεαν οι ποταμοί της φιλήδονής σου περιφέρειας, διαβρώνοντας με αδηφαγία τα βουνά, τρομοκρατημένοι αλπινιστές, πάντοτε σε φθίνουσα πορεία, μέχρις ότου σμίξουνε όλοι, έπειτα από κενόδοξες μεταλλάξεις, στο μέγα ρεύμα της πλάτης σου, που τους οδηγούσε στον ΩΚΕΑΝΟ. Στον πολύμορφο Ωκεανό, τον έμπλεω από κεφαλές και στήθη**.

Ήταν η εποχή του υδάτινου ρεύματος με το ευρύ εκπέτασμα, με τα λησμονημένα πλέον νερά των εφηβικών παιχνιδισμάτων. Η Σελήνη ήταν η κόρη και ο ποταμός της έπλεκε μια πλεξούδα, καθώς κατερχόταν από τη λεπτή δίοδο ανάμεσα στις ωμοπλάτες της, πυρώνοντάς την με το παγωμένο του χέρι στο σημείο όπου τα νεφρά αναρριγούν όπως τα πουλάρια κάτω από το σπιρούνι. Έτσι, ατέρμονα, η πλεξούδα αυτή κατερχόνταν περιπλεγμένη σε ορυκτά τοπία, επιβοηθούμενη από αυτά σε με μεγάλη προθυμία ως σύνοψη αχανέστατων υδρογραφιών.

[…]

Να προσθέσω κάτι ακόμα; Θλιβερό, είναι θλιβερό να παραβρίσκεσαι στην άφιξη εκείνων των υδάτων που συγκρούστηκαν στο έδαφος με ένα μουντό πλατάγισμα για να κρεμαστούν εν συνεχεία σαν σάλια από εμετό, λεκιασμένα από την πρωτόγονη σκωρία, και κατακάθισαν στις αβύσσους απ’ όπου διέφευγε με φρικτά ουρλιαχτά ο αέρας… Ω, Αστάρτη, καλύτερα να σωπάσω πια. Είναι προτιμότερο να ακουμπήσω στην κουπαστή των πλοίων όταν η νύχτα σού ανήκει, κοιτώντας τα δελφίνια που ανεβοκατεβαίνουν σαν καρουζέλ και επιστρέφουνε στη θάλασσα, που αναδύονται ξανά και ξανά για να επιστρέψουν στη φυλακή τους. Και, να βλέπω, μελαγχολικότατη Αστάρτη, πως τα δελφίνια πηδάνε προς τα σένα, αναζητώντας σε, καλώντας σε. Πόσο πολύ μοιάζουν με τους Σεληναίους, τη γαλανή φυλή ατρακτοειδούς υπόστασης, με τις καλοκάγαθες συνήθειες και την καρδιά μονίμως ξέχειλη. Ξέχειλη τώρα πια από τα παρεπόμενα ρυπαρού μεθυσιού κι έχοντας διατηρήσει με τη βία ό,τι απέμεινε από το φως της εικόνας σου, που φωσφορίζει σε ένα μικροσκοπικό μαργαριτάρι για το καθένα από αυτά στο πιο βαθύ της νύχτας σου. 

**Hommage à Hésiode. Γαλλικά στο πρωτότυπο. Σ.τ.Μ.

Julio Cortasar, Σύντομο μάθημα ωκεανογραφίας από τη συλλογή H αντίπερα όχθη, σελ. 124-125 και σελ. 129, μτφρ: Σπύρος Μαυρίδης, Εκδόσεις Bibliothèque, 2015

Artwork: Anne Siems

 

Julio Cortazar, To κουτσό

Είναι απίστευτο τι ιδέες κολλάνε στους ανθρώπους. Οι ηρωικές πράξεις θα έπρεπε τουλάχιστον να περιορίζονται στην οικογένειά σου, και χεδώ χέχουμε αυτήν την κοπέλα που μάθαινε στο σπίτι των Τράβελερ τα υπερπόντια καραβοτσακίσματά μου και στο μεταξύ έπλεκε και ξέπλεκε το ίδιο μωβ πουλόβερ περιμένοντας τον Οδυσσέα και δουλεύοντας σ’ ένα μαγαζί της οδού Μαϊπού. Θα ήταν απαίσιο να μη δεχθώ την πρόταση της Γκεκρέπτεν, να της στερήσω την απόλυτη δυστυχία. Και από σαρκασμό σε σαρκασμό, πότε θα βγάλεις το σκασμό! Χειδεχθή Χοδυσσέα.

Όχι δηλαδή, αλλά τώρα που το σκέφτομαι ειλικρινά το πιο παράλογο σ’ αυτή τη ζωή που παριστάνουμε πως ζούμε είναι οι ψεύτικες επαφές. Απομονωμένες τροχιές, κάθε τόσο δυο χέρια σφίγγουν το ένα το άλλο, μια κουβέντα πέντε λεπτών, μια μέρα στις ιπποδρομίες, μια βραδιά στην όπερα, μια νεκρική ξαγρύπνια όπου όλοι νιώθουν λίγο πιο ενωμένοι (αλήθεια είναι αυτό, μόνο που τελειώνει μόλις σφραγίζουν το φέρετρο). Και ταυτόχρονα ζεις βέβαιος πως εδώ είν’ οι φίλοι, πως η επαφή υπάρχει, πως οι συμφωνίες και οι διαφωνίες είναι βαθύτατες και διαρκείς. Πόσο μισούμε τον εαυτό μας όλοι, χωρίς να ξέρουμε ότι η τρυφερότητα είναι η καθημερινή μορφή του μίσους και η αιτία του βαθιού μίσους είναι αυτή η από κέντρωση, το αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στο εγώ και το εσύ, ανάμεσα σ’ αυτό και σ’ εκείνο.

Κάθε τρυφερότητα είναι μια οντολογική γρατζουνιά, μια απόπειρα να προσεταιριστούμε το απροσεταίριστο, και θα μ’ άρεσε να εισχωρήσω στην οικειότητα των Τράβελερ με την απόφαση να τους γνωρίσω καλύτερα, να φτάσω να είμαι στ’ αλήθεια φίλος, παρόλο που στην πραγματικότητα εκείνο που θέλω είναι να προσεταιριστώ το μάνα του Μανού, το ντουέντε της Ταλίτα, τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τα πράγματα, όλο το παρόν και όλο το μέλλον τους, τα τόσο διαφορετικά από τα δικά μου. Και γιατί αυτή η μανία των ψυχικών προσεταιρισμών; Πού οφείλεται αυτή η λαχτάρα των προσαρτήσεων, σε σένα που μόλις έκοψες τους δεσμούς σου, που έσπειρες τη σύγχυση και την αποθάρρυνση (ίσως θα έπρεπε να μείνω λίγο περισσότερο στο Μοντεβίδεο, να ψάξω καλύτερα) στην περίλαμπρη πρωτεύουσα του λατινικού πνεύματος; Και να που από τη μια μεριά αποσυνδέθηκες σκοπίμως από ένα φανταχτερό κεφάλαιο της ζωής σου και τώρα δεν παραχωρείς και το δικαίωμα στον εαυτό σου να σκεφτεί σ’ αυτήν τη γλυκιά γλώσσα που τόσο σου άρεσε πριν από λίγους μήνες: και ταυτόχρονα, αχ χαντιφαντικέ χηλίθιε, γίνεσαι κυριολεκτικά κομμάτια για να εισχωρήσεις στην οικειότητα των Τράβελερ, να είσαι οι Τράβελερ, να χεγκατασταθείς στους Τράβελερ, συμπεριλαμβανομένου και του τσίρκου (όμως ο διευθυντής δεν θα σου δώσει δουλειά και θα πρέπει να σκεφτείς σοβαρά να μεταμφιεστείς σε ναυτικό και να πουλάς ρετάλια στις κυρίες).

Αχ, μαλάκα μου. Για να δούμε μήπως θα σπείρεις και πάλι τη σύχγυση στις τάξεις των φίλων σου, μήπως εμφανίστηκες για να καταστρέψεις τη ζωή των ήσυχων ανθρώπων. Θυμάμαι εκείνη τη φορά που μου διηγήθηκαν την ιστορία του τύπου που νόμιζε ότι είναι Ιούδας και ως εκ τούτου ζούσε σκυλίσια ζωή στους καλύτερους κοινωνικούς κύκλους του Μπουένος Άιρες. Ας μην είμαστε τόσο ματαιόδοξοι. Φιλόστοργος ιεροεξεταστής το πολύ πολύ, όπως τόσο ωραία μου το είπαν ένα βράδυ.

Julio Cortazar, To κουτσό, σελ. 499-500, μτφρ.: Kώστας Κουντούρης, Εκδόσεις Εξάντας, 1988

.

.

 

Julio Cortazar, Το κουτσό

142
(…)
3.— Μιλάει με εικόνες, είπε ο Ρόναλντ. Πάντα τα ίδια.
2. — Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να προσεγγίσεις αυτό που χάσαμε, αυτό από το οποίο αποξενωθήκαμε. Εκείνη βρισκόταν πιο κοντά και το ένιωθε. Το μόνο της λάθος ήταν που ήθελε μια απόδειξη ότι αυτή η προσέγγιση άξιζε όλες τις ρητορείες μας. Κανείς δεν μπορούσε να της δώσει αυτή την απόδειξη, πρώτον, γιατί είμαστε ανίκανοι ακόμα και να τη συλλάβουμε και δεύτερον, γιατί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχουμε βολευτεί και νιώθουμε ικανοποιημένοι με τις συλλογικές μας γνώσεις. Είναι γνωστό ότι η εγκυκλοπαίδεια μας επιτρέπει να κοιμόμαστε ήσυχοι, βρίσκεται εκεί, δίπλα μας, με όλες τις απαντήσεις. Αυτό είναι βέβαιο, μόνο όμως γιατί δεν ξέρουμε πώς να υποβάλουμε τα ερωτήματα που θα την εκμηδένιζαν. Όταν η Μάγα ρωτούσε γιατί τα δέντρα ντύνονται το καλοκαίρι… είναι όμως μάταιο, παλιόφιλε, καλύτερα να σωπάσω.
1. — Ναι, όλα αυτά δεν μπορούν να εξηγηθούν, είπε ο Ρόναλντ.

(34)

Julio Cortazar, Το κουτσό, σελ. 656, μτφρ. : Κώστας Κουντούρης, Εκδόσεις Εξάντας, 1988

Φωτό: Dariusz Klimczak

.

.