RSS

Category Archives: Oλβία Παπαηλίου

Ολβία Παπαηλίου, Oι φλανερίες του γιου του μπέη

Ο Ντημίτ Εφέντης ήτανε Γραικός κι από τους δυο γεννήτορές του. Το όνομά του τo ’κανε στη Σμύρνη, στην πόλη που γεννήθηκε – εκεί όπου έχασε γονιούς κι εκεί όπου βρήκε τη θέση του στον κόσμο. Αυτό το πέτυχε με το τρελό του θάρρος και τις ευφάνταστες μανούβρες, με τις οποίες έτρεχε το αίμα του στις φλέβες: ενώ όλωνε των ανθρώπω το αίμα τους κανονικά δασεύεται γύρω από κυρίως την καρδιά, εκείνου του χτυπούσε ταυτοχρόνως εις τα μηνίγγια, την καρωτίδα, εντός επιπολής τις φλέβες και διατιτρώσες τις εν τω βάθει∙ το πλάσμα ήτανε σα να ’χε για εσωτερικό του διαπασών είτε τη Μέκκα, τη Μεδίνα, ή και τον ίδιονε το διάτανο∙ ήτανε, σα να πούμε, ένα ψηφιδωτό ομίχλης που έλαμπε όλο μαζί και με την καθεμιά του την ψηφίδα χωριστά.
Πολλοί τον είδαν και λίγοι τον εγνώρισαν.

Η ιστορία του, λοιπόν, όση απ’ αυτήν επέζησε στις μέρες, θα ειπωθεί σε μια λειτουργική πολυφωνία, με λέξεις ριχμένες δώθε-κείθε και με την πίστη ότι θα πιάσουνε μια ρίζα δυο κλωνιά, για να τις πάρει ο αέρας να τις επάει όπου ηθέληται να φτάσουν. Ξέρουμε ότι για τις ανάγκες της αφήγησης θα υπάρξουν τρία κυρίως μέρη εξωτερικά∙ και τα εσώτερα θα είναι όπου υπάγουν της αγάπης του καθενός οι στεναγμοί. Σμύρνη, Αθήνα και η πόλη του Μίτσιγκαν με τους κακούς χειμώνες.
Αλλά ας πιάσουμε την ιστορία μας από ένα σημείο που, αυθαιρετώντας, θα το πούμε Η Αρχή. Κι αυτή η Αρχή μας βρίσκεται έξω απ’ την πόρτα της εσωτερικής αυλής του Μπέη, που θα έδινε στον Δημητράκη (όπως και τον εφώναζε η μακαρίτισσα η μάνα του) αυτό που θα γινότανε το επωνύμιο, με το οποίο θα επιγραφότανε ο τάφος του, στο πλήρωμα των ημερών

 

Ο Δημητράκης είχε βρεθεί όχι μονάχα ορφανός, εν μία νυκτί και με διπλό το πένθος, αλλά επίσης θα ηπροστάτευε εις το εξής τη μεγαλύτερή του αδερφή ως μόνος συγγενεύων της κι αρσενικό παιδί. Ήξερε πως οι δουλειές οι αγροτικές δεν του εταιριάζανε καθόλου κι ούτε θ’ απέφεραν τα απαραίτητα εσόδια. Λίγο αυτή η γνώση του της απελπισίας, λίγο και η ροή του αίματός του, που έτρεχε σε απόλυτη συχνότητα με κάθε σύμπαν, του έδωσαν το θάρρος να κρούσει τη θύρα εκείνη, που άλλοι πιο φρόνιμοι και μεγαλύτεροί του και απέφευγαν και επεύχοντο – διότι ο εν λόγω Μπέης είχε, ελέγετο, καρδιά σκληρή, εκπαιδευμένη με τις συνομωσίες των χαρεμιών και τις βυζαντινότητες τις φαύλες.

Όμως ο Δημητράκης πήγε ως παιδί παραμυθιού∙ μια νύχτα ήτανε ο ίδιος του βγαλμένος από το βιβλίο της μιας και μιας χιλιάδας: είχε στην τζέπη ντου (κι ας ήτανε και τρύπια) τους σπόρους από ένα ταπεινότατο λουλούδι και ετύλιχτους σε μια σελίδα από την παλιά γραφή, που εσημάδευε του λουλουδιού την προβενάνς και ήξευρε λόγους που είχε την υψίστη σημασία ο χαμηλόανθος για κάθε Σελτζούκο Οθωμανικό που την παράδοση όφειλε να τιμάει.

Και του ανοίγουνε, να μην πολυλογούμε και τραβήξουμε, κι αυτός ζητάει και της απταίστου γαλλικής να τον παρουσιάσουνε στο Μπέη αυτοπροσώπως. Βάλετε με το νου σας, αυτός να ομιλεί τα φράγκικα κι ο πορτοφύλακας να κάνει ότι καν τον εκατάλαβε το τι ετσαμπουνούσε. Ήτανε και ντυμένος τι κοντοβράκια ποιος να ξέρει τι, θέαμα να πούμε γλαφυρό, και ολίγον λέγω. Όμως, εκεί ο δικός μας: Μπέη μου θέλω και Αγά!


Εκιότεψε κι ο πορτοφύλαξ με τη μούρλα του, τον έφερε μες στα βαριά περάσματα κι ανάμεσα στους ίσκιους – ήτανε και καλή η μέρα κι ολοφώτεινη, τον έμπασε λοιπόν εκεί, κι εκάθουταν ο εδικός μας. Και ίσως ήτανε η μέρα δεξιά, ίσως και να μπορούσε ο Δημητρός να λέει ιστορίες. Είχε και το μεγάλο το ατού μέσα στην τζέπη (τώρα θα πει κι εκειός που μας διαβάζει: Kαι τι να ήτανε να λέει η γραφή;)

Λοιπόν, ακούστε το τι είπε ο νεαρός και πώς το σέρβιρε, και να που τουμπαρίστηκε ο Μπέης, και τόνε πήρε διορισμένο του, και από κει, σιγά σιγά την ιστορία.

Τάδε του έφη (τώρα λες και μπροστά μου που τον έχω)∙ όταν τα έλεγε, τα μάθαινε απέξω κι ανακατωτά μην τύχει και μπερδεύονταν οι γλώσσες του, μα, όταν άνοιγε το στόμα του και εμιλούσεν, ηρχούντανε τα λόγια παρευθύς και βρίσκανε τον άλλον στην καρδία. Είπε: «Αφέντη μου και Μπέη και τρανέ μου, πάει εχάσαμε κάθε του Σουλεϊμάν μεγαλοπρέπεια, χάσαμε τον Γλυκό Σουλτάνο και τις φυτείες της Κενταύρειας Μοσχάτας, βρισκόμαστε εις την κοιλάδα των δακρύων».
Εδώ, ενδεχομένως, ο Μπέης να τον κοίταξε περίεργα∙ σου λέει τι μου έπεσκε ετούτος στο κεφάλι πρωί και μεθυσμένος∙ μην είναι αλαφροΐσκιωτος, μην να τον έχουν οι νεράιδες παραπαίδι τους ή μην τον έστειλε κι ο Σεϊτάν-Ιμπλίς; Μην είναι τζίνι, μην είναι διάβολος ψιθυριστής; Κι αυτό το τελευταίο ίσως και να πλησίαζε το κέντρο της αλήθειας.


Κι εν συνεχεία, ο ακατανόμαστος, βγάνει από το ρούχο του το αναγραμμένο το χαρτί, το ανοίγει ταχυδακτυλομένος, πάνε οι σπόροι στο τραπέζι που αναπαυόντανε τα ασημιά φελέκια, κι ο διαολόσπορος (που ποιoν να είχε μάνα;) απλώνει το χαρτί και κάτι δείχνει. Ήτανε και τα γράμματα σε άλλη ξένη γλώσσα, κι ο Μπέης δεν την κάτεχε, αλλά είχε και μιαν ωραία ζωγραφιά, κι έδειχνε ένα άνθος, που χτύπησε τον Μπέη μας κατάστηθα – του θύμισε μιαν αγαπητικιά που είχε ο πατέρας του παππού του, τρέχα και γύρευε. Αλλά δεν εγινότανε να δώσει τέτοια μπόσικα, του βάζει τις φωνές να σταματήσει να χοροπηδάει, πως τον εζάλισε και πως να κάτσει στην καλή μεριά και πως κι αν είναι διάολος, τον ίδιο Μέγα Διάβολο δεν έχει δγει ακόμα (και μήπως, πέρ’ να πούμε, ήθελε να τον κανονίσκουνε ευθέως το ραντεβού, κι εύκολα αυτό γινότανε) και να τα πάρει τα ρημαδιασμένα του τα σκέδια με το αγάλι, ήταν και η ώρα περασμένη και περιμένανε και τα παγώνια το φαγί τους.
Απάνου εκεί ο Δημητράκης εκνευρίστηκε. Βάζει και τα σποράκια σε μια ασφαλή μεριά επί το άτομόν του, λέει κι αυτός: «Να κάνεις πέρα, Μπέη μου, εσύ θέλεις την τύχη σου να ρίξεις, δική σου ξα. Κι ας κλαίγει η Χιουρρέμ, που την ξεχάσανε σ’ αυτήν τη μαύρη γη που θάβονται οι ανάμνησες. Δικός μου λόγος δεν μου πέφτει, αλλόθρησκός σας είμαι, αλλά λυπήθηκα το κρίμα».


Και πάει να φύγει, του αλλουνού να του ’χει έρθει ο ταμπλάς –και ποια Χιουρρέμ και ποιοι Γλυκοί Σουλτάνοι;–, κάτσε, του λέει, εδώ, μην τα χαλάσομε, και πε μου τι σκατά έχεις, ρε Χριστιανέ μου, να μου πεις, είμαι και σ’ ώρα εμφράγματος. Και τον καθίζει κάτω (έφταιγε πως το άνθος είχε ανασκαλέψει και κάτι σα θυμιατικό, ήτανε μάγια, ήτανε γητειά κανείς δεν έμαθε ποτές του). Και του παρακαλάει να μείνει και να φάνε και να πιούν, να δούνε και τι πρόταση είχε να του εκάμνει. Να βρούνε μια πολιορκία να συνταιριάξουνε τους όρκους τους.
Λέγει, λοιπόν, το αμούστακο πως, κάποτε και επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, είχε ο ηγέτης παραστήσει μιαν κατάσταση, ότι του άρεζε αυτό το άνθος, που, αν και φαινόταν ταπεινό, ήξερε να βουρλίζει λογισμούς με τη μυρωδιά του. Και ότι τόσο του είχε φανεί ένας νταλγκάς, που αξιούσε όλοι οι δικοί του οι υπασπιστές, αγάδες, αξιωματικοί, στρατάρχες, οι ρεΐσηδες (όταν στη Βιέννη, ή στην όπερα, και για μια κάθε απαγωγή απ’ τα Σεράγια) να έχουν απαξάπαντος στο πέτο τους, φορώντας τα ελεεινά τα ευρωπαϊκά, ένα μικρούλι λουλουδάκι της Πατρίδος. Να το μυρίζονται ως παραδείσου πράμα. Και πως, σε όλη την πραγματικότητα, εκτός της Αυτοκρατορίας, έγινε ξακουστά γνωστό το ταπεινό ως Ο Γλυκύς Σουλτάνος. Τέτοια ήτανε η οσμή της αποσύνθεσης, γλυκύτατη να παίρνει το μυαλό να τ’ αποδιώχνει από το θάνατο, να υπόσχεται ένα για πάντα, ίσως για πάντα.
Έτσι εγίνη, και εγένετο φως εντός της φτώχειας και της ορφανίας, κι ευρέθη ο Δημητράκης να γίνει ο Ντημίτ, ο επιστάτης των κήπων και των φυτοκαλλιεργιών και των μπαξέδων, ο κλειδοκράτορας των σπόρων της Κενταύριας.
Εκείνος ο αλλόθρησκος, που θύμισε στην ημισέληνο το άρωμα της ταπεινοφροσύνης, με το θράσος του.

.

olvia

.

Μέρος από το Μετάλλιο του Γλυκύτατου Σουλτάνου, όπως βρέθηκε σε βαλίτσα που περιείχε αντικείμενα θεωρούμενα ως ανήκοντα στον Ντημίτ Εφέντη.

Ολβία Παπαηλίου, Οι φλανερίες του γιού του μπέη, μυθιστόρημα,  1ο κεφάλαιο

(Προδημοσίευση)

©Ολβία Παπαηλίου

.

.