RSS

Category Archives: Λύντια Ντέιβις

Image

Lydia Davis

Lydia Davis

http://dimartblog.wordpress.com/2013/05/23/lydia-davis-booker-prize/

(…)

Το Βραβείο, που συνοδεύεται από έπαθλο εξήντα χιλιάδων λιρών, απονέμεται για επιτεύγματα στην παγκόσμια λογοτεχνία και τα επιτεύγματα της Davis είναι γραμμένα με μεγάλα γράμματα παρά την προτίμηση της ίδιας στις υπερβολικά λίγες λέξεις (κάποιες από τις πιο μεγάλες ιστορίες της εκτυλίσσονται σε δύο ή τρεις μόλις σελίδες). Η δουλειά της έχει τη συντομία και την ακρίβεια της ποίησης. Ο σερ Christopher Ricks, πρόεδρος της κριτικής επιτροπής, είπε ότι

«τα γραψίματά της ανοίγουν διάπλατα τα ευκίνητα χέρια τους και αγκαλιάζουν πολλά είδη. Πώς να τα εντάξει κανείς σε μία κατηγορία; Τα έχουν αποκαλέσει ιστορίες, αλλά θα μπορούσαν εξίσου να είναι μινιατούρες, ανέκδοτα, δοκίμια, αστεία, παραβολές, παραμύθια, κείμενα, αφορισμοί ή ακόμα και αποφθέγματα, προσευχές ή απλές παρατηρήσεις».

Η Davis λοιπόν δε μοιάζει με κανέναν άλλο συγγραφέα και ακολουθεί, αλλά και έρχεται σε αντίθεση με, τους τέσσερις συγγραφείς που κέρδισαν το βραβείο πριν από εκείνην – τους Ιsmail Kadare, Chinua Achebe, Alice Munro και Philip Roth.

(…)

Λύντια Ντέιβις, Η κάλτσα

http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2011/09/20/lydia-davis-%CE%B9-kaltsa/

LEGS 784e8dd1

(…)

  Πρὶν βγοῦ­με γιὰ φα­γη­τό, ὁ ἄν­τρας μου ἀ­νέ­βα­σε τὸ βι­βλί­ο στὸ δι­α­μέ­ρι­σμα, ἀλ­λὰ ἀ­συ­ναί­σθη­τα ἔ­χω­σε τὴν κάλ­τσα στὴν πί­σω τσέ­πη του καὶ τὴν ἄ­φη­σε ἐ­κεῖ στὴ διά­ρκεια τοῦ δεί­πνου, ὅ­που ἡ μη­τέ­ρα του ντυ­μέ­νη στὰ μαῦ­ρα κα­θό­ταν στὴν ἄ­κρη τοῦ τρα­πε­ζιοῦ ἀ­πέ­ναν­τι ἀ­πὸ μιὰ ἄ­δεια κα­ρέ­κλα· κά­ποι­ες στιγ­μὲς ἔ­παι­ζε μὲ τὸν γιό μου, μὲ τ’ αὐ­το­κι­νη­τά­κια του, καὶ ἄλ­λο­τε ρω­τοῦ­σε τὸν ἄν­τρα μου καὶ με­τὰ ἐ­μέ­να καὶ με­τὰ τὴ γυ­ναί­κα του σχε­τι­κὰ μὲ κόκ­κους μαύ­ρου πι­πε­ριοῦ καὶ ἄλ­λα δυ­να­τὰ μπα­χα­ρι­κὰ ποὺ ὑ­πῆρ­χε πι­θα­νό­τη­τα νὰ εἶ­χαν βά­λει στὸ φα­γη­τό της. Με­τά, ἀ­φοῦ φύ­γα­με ὅ­λοι μα­ζὶ ἀ­π’ τὸ ἑ­στι­α­τό­ριο καὶ στε­κό­μα­σταν στὸ πάρ­κινκ, ἐ­κεῖ­νος ἔ­βγα­λε τὴν κάλ­τσα ἀ­π’ τὴν τσέ­πη του καὶ τὴν κοί­τα­ξε, κι ἀ­να­ρω­τή­θη­κε πῶς εἶ­χε βρε­θεῖ ἐ­κεῖ.

       Ἦ­ταν ἕ­να ἀ­σή­μαν­το ζή­τη­μα, ἀλ­λὰ ἀρ­γό­τε­ρα δὲν μπο­ροῦ­σα νὰ ξε­χά­σω τὴν κάλ­τσα, αὐ­τὴ τὴ μί­α κάλ­τσα στὴν πί­σω τσέ­πη του σὲ μιὰ ἄ­γνω­στη, μα­κρι­νὴ γει­το­νιὰ στὴν ἀ­να­το­λι­κὴ πλευ­ρὰ τῆς πό­λης σ’ ἕ­να βι­ετ­να­μέ­ζι­κο γκέ­το, δί­πλα σὲ αἴ­θου­σες μα­σάζ, καὶ κα­νείς μας δὲν ἤ­ξε­ρε πραγ­μα­τι­κὰ αὐ­τὴ τὴν πό­λη, ἀλ­λὰ ἤ­μα­σταν ὅ­λοι ἐ­δῶ μα­ζὶ καὶ ἦ­ταν πα­ρά­ξε­νο, για­τί ἀ­κό­μα ἔ­νι­ω­θα ὅ­τι ἐ­γὼ κι αὐ­τὸς ἤ­μα­σταν σύν­τρο­φοι, εἴ­χα­με ὑ­πάρ­ξει σύν­τρο­φοι γιὰ πο­λὺ και­ρό, καὶ δὲν μπο­ροῦ­σα πα­ρὰ νὰ σκέ­φτο­μαι ὅ­λες τὶς ὑ­πό­λοι­πες κάλ­τσες του ποὺ εἶ­χα μα­ζέ­ψει, βρώ­μι­κες ἀ­π’ τὸν ἱ­δρώ­τα του καὶ ξε­φτι­σμέ­νες στὴν πα­τού­σα, σὲ ὅ­λη μας τὴν κοι­νὴ ζω­ὴ ἀ­πὸ τό­πο σὲ τό­πο, καὶ με­τὰ σκέ­φτη­κα τὰ πό­δια του σ’ ἐ­κεῖ­νες τὶς κάλ­τσες, πῶς τὸ δέρ­μα ἦ­ταν δι­α­φα­νὲς στὸν ἀ­στρά­γα­λο καὶ ἡ φτέρ­να μὲ τὴ φθαρ­μέ­νη ὕ­φαν­ση· σκε­φτό­μουν πῶς δι­ά­βα­ζε ξα­πλω­μέ­νος στὸ κρε­βά­τι μὲ τὰ πό­δια σταυ­ρω­μέ­να στοὺς ἀ­στρα­γά­λους ἔ­τσι ὥ­στε τὰ δά­χτυ­λα νὰ δεί­χνουν σὲ δι­α­φο­ρε­τι­κὲς με­ρι­ὲς τοῦ δω­μα­τί­ου· πῶς με­τὰ γυρ­νοῦ­σε στὸ πλά­ι μὲ τὰ πό­δια ἑ­νω­μέ­να σὰν δυ­ὸ μι­σὰ φρού­του· πῶς, συ­νε­χί­ζον­τας τὸ δι­ά­βα­σμα, ἅ­πλω­νε τὸ χέ­ρι κι ἔ­φτα­νε τὰ πό­δια του καὶ ἔ­βγα­ζε τὶς κάλ­τσες καὶ τὶς πέ­τα­γε στὸ πά­τω­μα δι­πλω­μέ­νες σὲ μι­κρὲς μπά­λες κι ἔ­πια­νε ξα­νὰ κι ἔ­τρι­βε τὰ δά­χτυ­λά του ἐ­νῶ δι­ά­βα­ζε· με­ρι­κὲς φο­ρὲς μοι­ρα­ζό­ταν μα­ζί μου αὐ­τὸ ποὺ δι­ά­βα­ζε καὶ αὐ­τὸ ποὺ σκε­φτό­ταν, καὶ ἄλ­λο­τε δὲν ἤ­ξε­ρε κὰν ποῦ ἤ­μουν: στὸ δω­μά­τιο ἢ κά­που ἀλ­λοῦ.

(…)

http://exwtico.wordpress.com/2013/04/12/lydia-davies-%CE%BC%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%B4%CE%AD%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%BF-poetix-%CF%84%CF%87-7-2012/ .

jambes images

Επιστρέφοντας στο σπίτι, αργά το βράδυ, κοιτώ μέσα από τη βιτρίνα μιας καφετέριας. Είναι όλα πορτοκαλί, με πολλές ανακοινώσεις γύρω, ο πάγκος πωλήσεων και τα σκαμπό γυμνά, γιατί το μαγαζί είναι κλειστό και, στο βάθος, στον καθρέφτη που καλύπτει τον πίσω τοίχο, πίσω στο βάθος του μαγαζιού και στο βάθος του αντικατοπτρισμού του, στο σκοτάδι αυτού του καθρέφτη, που είναι και δεν είναι το σκοτάδι της νύχτας πίσω μου, του δρόμου που περπατώ, όπου βρίσκεται το σκοτεινιασμένο κτίριο Borough Hall με τα θολωτά στηρίγματα πίσω μου, αν και αόρατα στον καθρέφτη, βλέπω το λευκό μου σακάκι να με προσπερνά φτερουγίζοντας από το σώμα, να προχωρά με βιασύνη ώσπου είναι πλέον αργά. Δεν βλέπω το κεφάλι ή τα χέρια μου, μόνο το σακάκι μου να με προσπερνά φτερουγίζοντας, και σκέφτομαι πόσο απομακρυσμένη είμαι, αν είμαι όντως εγώ. Έπειτα σκέφτομαι πόσο απομακρυσμένο, τουλάχιστον, είναι εκείνο το φτερωτό λευκό πράγμα, επειδή είμαι εγώ.

Mετάφραση: Ε.Π.

 

Tags: ,