RSS

Category Archives: Bιρτζίνια Γουλφ

Βιρτζίνια Γουλφ, Στοιχειωμένο σπίτι

Όποια ώρα και να ξυπνούσες, έκλεινε και μια πόρτα. Πήγαιναν από δωμάτιο σε δωμάτιο, χέρι χέρι, σηκώνοντας εδώ, ανοίγοντας εκεί, να σιγουρευτούν-ένα ζευγάρι-φάντασμα.
«Εδώ το αφήσαμε», είπε εκείνη. Κι εκείνος πρόσθεσε: «Ω! Κι εδώ επίσης». «Βρίσκεται επάνω», μουρμούρισε εκείνη. «Και στον κήπο», ψιθύρισε αυτός.
«Ήσυχα!» είπαν. «Αλλιώς θα τους ξυπνήσουμε».
Μα δεν πείραζε που μας ξυπνήσατε. Ω όχι! «Το ψάχνουν· τραβούν την κουρτίνα», θα ‘λεγε κάποιος και θα συνέχιζε να διαβάζει μια δυο σελίδες. «Τώρα το βρήκαν», θα ‘λεγε κάποιος με σιγουριά, σταματώντας το μολύβι στο περιθώριο της σελίδας. Κι έπειτα,  κουρασμένος απ’ το διάβασμα, θα σηκωνόταν και θα ‘βλεπε και μόνος του, όλο το σπίτι άδειο, οι πόρτες ορθάνοιχτες, μόνο οι φάσες που γουργουρίζουν με ευχαρίστηση, και ο θόρυβος της αλωνιστικής μηχανής να ακούγεται απ’ το αγρόκτημα. «Για ποιο λόγο μπήκα εδώ μέσα; Τι ήθελα να βρω;». Τα χέρια μου ήταν άδεια. «Μήπως τότε είναι επάνω;». Τα μήλα βρίσκονταν στη σοφίτα. Κι έτσι βρέθηκαν ξανά κάτω, ο κήπος γαλήνιος όπως πάντα, μόνο το βιβλίο είχε γλιστρήσει στο γρασίδι. […] «Εδώ κοιμηθήκαμε», λέει εκείνη. Κι εκείνος προσθέτει, «Αναρίθμητα φιλιά», «Ξυπνώντας το πρωί», «Ασήμι ανάμεσα στα δέντρα», «Το πάνω πάτωμα», «Στον κήπο», «Όταν ήρθε το καλοκαίρι», «Ο χιονιάς το χειμώνα». Οι πόρτες κλείνουν, χτυπώντας μαλακά όπως ο σφυγμός του σπιτιού μακριά στο βάθος.

Βιρτζίνια Γουλφ, Στοιχειωμένο σπίτι, μτφρ.: Βάνια Σύρμου-Βεκρή, Οκτασέλιδο + του Μπιλιέτου, τχ.93/2018

Photo:Jamie Heiden

 

Bιρτζίνια Γουλφ, Τα κύματα

.

«Όλα τα πλοία μου είναι άσπρα», είπε η Ρόντα. «Δεν θέλω κόκκινα πέταλα από γεράνια ή δεντρομολόχες. Θέλω άσπρα πέταλα που πλέουν όταν γέρνω τη λεκάνη. Έχω έναν στόλο που ταξιδεύει από τη μιαν ακτή στην άλλη. Θα βάλω κι ένα κλαδί, σχεδία για τον καραβοτσακισμένο θαλασσινό. Θα ρίξω μια πέτρα και θα δω φυσαλίδες ν’ ανεβαίνουν απ’ τα βάθη της θάλασσας. Ο Νέβιλ έφυγε κι η Σούζαν έφυγε· η Τζίννυ είναι στο περιβόλι, μαζεύει φραγκοστάφυλα, μπορεί με τον Λούις. Έχω λίγη ώρα να μείνω μόνη, τώρα που η μις Χάντσον απλώνει τα τετράδιά μας στο τραπέζι, στην αίθουσα διδασκαλίας. Έχω ένα μικρό διάλειμμα ελευθερίας. Μάζεψα όλα τα πεσμένα πέταλα και τα ’βαλα να κολυμπήσουν. Σε μερικά έβαλα σταγόνες βροχής. Θα βάλω κι ένα φάρο εδώ, το κεφαλάκι μιας μαργαρίτας. Και τώρα θα κουνήσω την καφετιά λεκάνη πέρα-δώθε, έτσι που τα πλοία μου να καβαλήσουν τα κύματα. Μερικά θα βουλιάξουν. Μερικά θα τσακιστούν στα βράχια. Ένα μονάχα αρμενίζει. Είναι το πλοίο μου. Μπαίνει σε παγωμένα σπήλαια, όπου η πολική άρκτος μουγκρίζει και οι σταλακτίτες κραδαίνουν πράσινες αλυσίδες. Τα κύματα σηκώνονται· η κορφή τους κουλουριάζεται· κοίτα τα φώτα στα κατάρτια. Σκόρπισαν, βούλιαξαν όλα, μόνο το καράβι μου καβαλικεύει τα κύματα κι ανοίγεται με το μελτέμι και φτάνει στα νησιά όπου οι παπαγάλοι φλυαρούν και τ’ αναρριχητικά…»

Bιρτζίνια Γουλφ, Τα κύματα, σελ. 15,  μτφρ.: Άρης Μπερλής, Εκδόσεις Ύψιλον, 1994.

Πίνακας: Vincent Van Gogh

 

Βιρτζίνια Γουλφ, Στο φάρο

Κι έτσι μ’ όλα τα φώτα σβησμένα, το φεγγάρι βυθισμένο, και μια ψιλή βροχή που χτυπούσε μονότονα στη στέγη, ένα απέραντο σκοτάδι άρχισε να πέφτει. Τίποτα, καθώς φαινόταν, δεν μπορούσε να γλιτώσει απ’ την πλημμύρα του ερέβους, το κατακλυσμιαίο σκοτάδι, που, γλιστρώντας, μες από κλειδαρότρυπες και χαραμάδες, τρύπωνε απ’ τα παντζούρια, έμπαινε στις κρεβατοκάμαρες, κατάπινε εδώ μια κανάτα και μια λεκάνη, εκεί ένα βάζο με κόκκινες και κίτρινες ντάλιες, παραπέρα τις αιχμηρές κώχες και τον συμπαγή όγκο μιας σιφονιέρας. Δεν ήταν μόνον τα πράγματα συγκεχυμένα. Δεν υπήρχε σχεδόν τίποτα, κανένα γνώρισμα σωματικό ή ψυχικό, κανένα σημάδι για να πεις αυτός είναι ή αυτή είναι. Μερικές φορές ένα χέρι σηκωνόταν, σαν να ’θελε ν’ αρπάξει κάτι ή ν’ αποφύγει κάτι ή κάποιος αναστέναζε ή γελούσε, σαν να μοιραζόταν ένα αστείο με το τίποτα. Τίποτα δε σάλευε στο σαλόνι ή στην τραπεζαρία ή στις σκάλες. Μόνο μες απ’ τους σκουριασμένους μεντεσέδες και τα σκεβρωμένα απ’ τη νοτιά ξύλα, κάποιοι αέρηδες, αποκομμένοι από το σώμα του ανέμου (το σπίτι άλλωστε ήταν ξεχαρβαλωμένο), γλιστρούσαν στις γωνιές κι αποτολμούσαν να μπουν στο σπίτι. Μπορούσε κανείς να τους φανταστεί να μπαίνουν στο σαλόνι, ν’ απορούν και ν’ αναρωτιούνται, παίζοντας με την ταπετσαρία που ’χε ξεκολλήσει, να ρωτούν θα κρατήσει κι άλλο; πότε θα πέσει; Και μετά, χαϊδεύοντας τους τοίχους, να περνούν σε βαθιά συλλογή, σαν να ρωτούν τα κόκκινα και κίτρινα τριαντάφυλλα στην ταπετσαρία αν θα ξεθωριάσουν, σαν να ρωτούν ήρεμα, γιατί είχαν όλον τον καιρό στη διάθεσή τους τα σχισμένα γράμματα στο καλάθι των αχρήστων, τα λουλούδια, τα βιβλία, που ήσαν όλα ανοιχτά τώρα μπροστά τους, σαν να ρωτούν είναι σύμμαχοι; είναι εχθροί; πόσο θα κρατήσουν;


Έτσι κι ενώ κάποιο τυχαίο φως από κάποιο ακάλυπτο αστέρι ή πλοίο περιπλανώμενο ή ακόμη κι απ’ το Φάρο, τους οδηγούσε με το χλωμό του πάτημα στο σκαλί και το χαλάκι, οι μικροί αέρηδες ανέβηκαν τη σκάλα και προχώρησαν προσεκτικά προς τις κρεβατοκάμαρες. Αλλά εδώ, βέβαια, έπρεπε να σταματήσουν. Όλα τ’ άλλα μπορούν να σβήσουν και να χαθούν, ό,τι βρίσκεται εδώ είναι ακλόνητο. Εδώ μπορεί κανείς να πει σ’ αυτό το φως που ολισθαίνει, σ’ αυτούς τους αέρηδες που ψηλαφούν, που χουχουλίζουν και γέρνουν πάνω απ’ το κρεβάτι, ενώ δεν μπορείς ν’ αγγίξεις ούτε να χαλάσεις . Οπότε, σαν φαντάσματα, σαν να ’χαν πουπουλένια δάχτυλα και την ανάλαφρη επιμονή του πούπουλου, βαριεστημένα θα κοιτάξουν μια φορά τα κλεισμένα μάτια και τα χαλαρά σφιγμένα δάχτυλα, θα κουκουλωθούν και θα φύγουν. Κι έτσι, ψαύοντας, πασπατεύοντας, προχώρησαν κατά το παράθυρο στο πλατύσκαλο, στις κρεβατοκάμαρες των υπηρετών, στα κασόνια στις σοφίτες• κατεβαίνοντας, ξάσπρισαν τα μήλα στη φρουτιέρα, ψηλάφισαν τα ροδοπέταλα, άγγιξαν τον πίνακα στο καβαλέτο, σκούπισαν το χαλάκι και σκόρπισαν λίγη άμμο στο πάτωμα. Στο τέλος, παρατημένοι, έπαψαν όλοι μαζί, μαζεύτηκαν μαζί, στέναξαν μαζί• όλοι μαζί άφησαν ένα μάταιο, λυπητερό συριγμό. Μια πόρτα στην κουζίνα απάντησε• άνοιξε διάπλατα• στο βρόντο• και βρόντηξε. [Εδώ ο κ. Καρμάικλ, που διάβαζε Βιργίλιο, έσβησε το κερί του. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα.]

Βιρτζίνια Γουλφ, Στο φάρο, σελ. 142-143, μτφρ.: Άρης Μπερλής, εκδόσεις Εξάντας 1995

Artwork:Jamie Wyeth

.

 

Βιρτζίνια Γουλφ, Στο φάρο


  Έτσι, όποτε σκεφτόταν το έργο του κ. Ράμζυ, έβλεπε πάντα ένα καλοπαστρεμένο τραπέζι της κουζίνας. Είχαν φτάσει τώρα στον δεντρόκηπο, και το τραπέζι ήταν σφηνωμένο στη διχάλα μιας αχλαδιάς. Και με μια οδυνηρή προσπάθεια να συγκεντρωθεί, προσήλωσε το μυαλό της όχι στην ασημοσκάλιστη φλούδα του δέντρου ούτε στα φύλλα του, που είχαν το σχήμα ψαριού, αλλά σ’ ένα φανταστικό τραπέζι της κουζίνα, ένα από κείνα τα καλοτριμμένα ξύλινα τραπέζια, με νερά και ρόζους, που η αξία του φαίνεται να έχει αποκαλυφθεί μέσ’ από χρόνια και χρόνια μυικής ακεραιότητας, σφηνωμένο εκεί, με τα τέσσερα πόδια του στον αέρα. Φυσικά, αν περνάς τις μέρες σου παρατηρώντας γωνιώδεις ουσίες, ανάγοντας ένα ωραίο απόγευμα, με τα σύννεφά του, που μοιάζουν με φλαμίγκο και τα γαλάζια κι ασημένια του χρώματα, σ’ ένα λευκό τραπέζι από ξύλο πεύκου με τέσσερα πόδια (και τούτο είναι σημάδι των πιο εκλεκτών φύσεων), τότε, φυσικά, δεν μπορείς να κρίνεσαι σαν ένας κοινός άνθρωπος. Άρεσε στον κ. Μπανκς που η Λίλυ του ζήτησε «να σκεφτεί το έργο του». Το είχε σκεφτεί συχνά πυκνά. Αναρίθμητες φορές είχε πει πως «ο Ράμζυ είναι απ’ αυτούς που δίνουν το καλύτερο έργο τους, προτού πατήσουν τα σαράντα». Είχε κάνει μια συγκεκριμένη συνεισφορά στη φιλοσοφία μ’ ένα μικρό βιβλίο, όταν ήταν μόνο είκοσι πέντε• όσα επακολούθησαν ήταν λίγο πολύ ενισχυτικά όσων είχαν ειπωθεί, επαναλήψεις. Αλλά ο αριθμός αυτών που κάνουν μια συγκεκριμένη συνεισφορά σε οτιδήποτε είναι πολύ μικρός, είπε, σταματώντας δίπλα στην αχλαδιά, καλοβουρτσισμένος, εξαιρετικά σωστός, άψογα ακριβοδίκαιος. Ξαφνικά, σαν να απελευθερώθηκε, με την κίνηση του χεριού του, το βάρος των συσσωρευμένων εντυπώσεων που η Λίλυ είχε σχηματίσει για τον κ. Μπανκς έγειρε κι ό,τι αισθανόταν γι’ αυτόν κατρακύλησε σαν βαριά χιονοστιβάδα. Αυτό ήταν μία αίσθηση. Μετά, ψηλά ανέβηκε σαν καπνός η αληθινή του φύση. Κι αυτό ήταν μια άλλη αίσθηση. Κι η ένταση ήταν τόση που ένιωσε να την διαπερνάει• ήταν το ήθος του, η ψυχική του ευγένεια.

Βιρτζίνια Γουλφ, Στο φάρο, σελ. 31, μτφρ.: Άρης Μπερλής, Εκδόσεις ύψιλον, 1995

Πίνακας: Leon de Smet

 

 

Βιρτζίνια Γουλφ, Στο φάρο

Οχτώ κεριά είχαν τοποθετηθεί πάνω στο τραπέζι, και μετά το πρώτο τρέμισμα οι φλόγες έστεκαν όρθιες τώρα και φώτιζαν ολόκληρο το τραπέζι και στο μέσον του μια κίτρινη και βυσσινιά φρουτιέρα. Τι τους έκανε άραγε; αναρωτήθηκε η κα Ράμζυ, γιατί η διάταξη των φρούτων που είχε κάνει η Ρόουζ, τα σταφύλια και τ’ αχλάδια και η κεράτινη αχιβάδα με τις ρόδινες ραβδώσεις, κι οι μπανάνες, της θύμισαν θησαυρό που ανελκύσθηκες απ’ το βυθό της θάλασσας, το συμπόσιο του Ποσειδώνα, το τσαμπί με τα κλαματόφυλλα που ’χει στον ώμο του ο Βάκχος σε κάποιον πίνακα, ανάμεσα σε δορές λεοπαρδάλων και δάδες με φιδίσιες φλόγες, κόκκινες και χρυσαφιές… Φωτισμένη έτσι ξαφνικά η φρουτιέρα φάνταζε μεγάλη σε μέγεθος και βάθος, σαν κόσμος όπου μπορείς να πάρεις το ραβδί σου και ν’ ανέβεις βουνά, σκέφτηκε, και να κατέβεις λαγκάδια, και χάρηκε τους ένωσε στιγμιαία το θέαμα που είδε πως και ο Αύγουστος απολάμβανε με τα μάτια τη φρουτιέρα, βυθιζόταν, έκοβε ένα λουλούδι εδώ, μια φούντα εκεί, και γύριζε μετά την ευωχία στην κυψέλη του. Μ’ αυτόν τον τρόπο κοίταζε, διαφορετικά απ’ αυτήν. Αλλά αυτό τους ένωνε.


Βιρτζίνια Γουλφ, Στο φάρο, σελ. 109, μτφρ.: Άρης Μπερλής, Εκδόσεις ύψιλον, 1995

Πίνακας: Caravaggio

 

Βιρτζίνια Γουλφ, Ορλάντο

.

Επιτέλους, σηκώθηκε στα πόδια του (ήταν χειμώνας τώρα κι έκανε πολύ κρύο) κι έδωσε έναν απ’ τους πιο βαρυσήμαντους όρκους της ζωής, βαρυσήμαντος γιατί θα τον οδηγούσε σε μια σκλαβιά, που χειρότερη δεν υπήρχε. «Θα είμαι ένας ξοφλημένος», είπε, «εάν γράψω ποτέ μου άλλη λέξη ή αν προσπαθήσω να γράψω άλλη λέξη για να ευχαριστήσω τον Νικ Γκρην ή τη Μούσα. Είτε καλά είτε κακά είτε αδιάφορα, θα γράφω, από δω και στο εξής, μόνο για τον εαυτό μου», κι εδώ έκανε μια κίνηση σαν να ξέσκιζε έναν ολόκληρο τόμο χαρτιά και να τα πετούσε στο πρόσωπο του σαρκαστικού εκείνου άντρα με τα πεσμένα χείλη.

Εκείνη τη στιγμή, σαν κάποιο κοπρόσκυλο που σκύβει γρήγορα, καθώς ετοιμάζεσαι να του πετάξεις μια πέτρα, η Μνήμη εξαφάνισε το ομοίωμα του Νικ Γκρην• και το αντικατέστησε… με τίποτε απολύτως. Ο Ορλάντο όμως παρ’ όλα αυτά συνέχιζε να σκέφτεται. Είχε πράγματι πολλά να σκεφτεί. Γιατί όταν έσκιζε τα χαρτιά, έσκιζε, με την ίδια κίνηση, την κυλινδρική σφραγισμένη περγαμηνή που είχε φτιάξει μόνος του στη μοναξιά του δωματίου του, ορίζοντας τον εαυτό του, όπως ο Βασιλιάς ορίζει τους Πρεσβευτές, σαν τον πρώτο ποιητή της γενιάς του, σαν τον πρώτο συγγραφέα της εποχής του, απονέμοντας την αιώνια αθανασία στην ψυχή του και παρέχοντας στο σώμα του ένα μνήμα ανάμεσα σε δάφνες και σε άσπιλα λάβαρα, δείγματα του άσβεστου σεβασμού των ανθρώπων. Όσο εύγλωττα κι αν ήταν όλα αυτά πάνω στην περγαμηνή, ο Ορλάντο τώρα την έσκισε και την πέταξε στα σκουπίδια. 

«Η Φήμη», είπε, «είναι σαν» (και μια που δεν υπήρχε ο Νικ Γκρην να τον σταματήσει, άρχισε ν’ απολαμβάνει διάφορες εικόνες, απ’ τις οποίες εμείς θα διαλέξουμε μια δυο, τις πιο σύντομες) «ένα πανωφόρι στολισμένο με σειρήτια και γαλόνια, που εμποδίζει τα μέλη να κινηθούν ελεύθερα• ένας ασημένιος χιτώνας που σφίγγεται γύρω απ’ την καρδιά• ένα πλουμιστό κάλυμμα που σκεπάζει ένα σκιάχτρο» κ.λπ κ.λπ Η ουσία των φράσεών του ήταν ότι, ενώ η Φήμη εμποδίζει και περιορίζει κάποιον, η αφάνεια τον τυλίγει σαν ομίχλη• η αφάνεια αφήνει το νου του ανθρώπου ν’ ακολουθεί το δρόμο που θέλει ανεμπόδιστος. Πάνω από τον αφανή άνθρωπο απλώνεται το σπλαχνικό πέπλο του σκότους. Κανείς δεν ξέρει πού πηγαίνει ή από πού έρχεται. Μπορεί να ψάχνει την αλήθεια και να τη διαλαλεί• μόνο αυτός είναι ελεύθερος• μόνο αυτός ξέρει τι θα πει γαλήνη• Κι έτσι ο Ορλάντο ηρεμούσε, κάτω απ’ τη βελανιδιά, που οι σκληρές ρίζες της, που προεξείχαν απ’ τη γη, του φαινόντουσαν πιο αναπαυτικές από ποτέ άλλοτε. Παραδόθηκε για πολλή ώρα σε βαθιές σκέψεις, γύρω από την αξία της αφάνειας, την ευχαρίστηση της ανωνυμίας, την ευτυχία τού να είσαι ένα κύμα που ξαναγυρνάει στα βάθη της θάλασσας• σκεφτόταν πως η αφάνεια απαλλάσσει το νου από την ενοχλητική ζηλοτυπία και την εχθρότητα• πως κάνει να τρέχουν μέσα στις φλέβες τα ελεύθερα νερά της γενναιοδωρίας και της μεγαλοψυχίας• και πως μπορεί να δίνει και να παίρνει, χωρίς να νοιάζεται για ευχαριστίες και επαίνους• πράγμα που θα πρέπει να έκαναν όλοι οι μεγάλοι ποιητές, υπέθεσε (αν και οι γνώσεις του γύρω από τα Ελληνικά δεν ήταν αρκετές, για να μπορέσουν να επιβεβαιώσουν αυτήν τη θέση), γιατί, σκέφτηκε, ο Σαίξπηρ μ’ αυτόν τον τρόπο πρέπει να έγραφε και οι χτίστες των εκκλησιών έτσι πρέπει να έκτιζαν, ανώνυμα, χωρίς να έχουν την ανάγκη των ευχαριστιών ή της δημοσιότητας αλλά μονάχα της καθημερινής τους δουλειάς και πιθανόν λίγης μπύρας το βράδυ. «Tι υπέροχη ζωή είναι αυτή», σκέφτηκε, τεντώνοντας τα μέλη του κάτω απ’ τη βελανιδιά.

Βιρτζίνια Γουλφ, Ορλάντο, σελ. 81-82, μτφρ.: Αναστασία Λιναρδάκη, Εκδόσεις Αστάρτη, 1984

Photo:Robert and Shana ParkeHarrison

.

.

 

Βιρτζίνια Γουλφ, Ορλάντο

Kι αφού ο κύριος Άντισον είπε μερικά λόγια, ακούστηκε ένα τρομερό χτύπημα στην πόρτα, και ο κύριος Σουίφτ, που είχε κάτι τέτοιους απότομους τρόπους, μπήκε μέσα χωρίς να αναγγελθεί. Μια στιγμή, πού είναι τα Ταξίδια του Γκάλλιβερ; Α! να τα. Ας διαβάσουμε μία παράγραφο απ’ το ταξίδι στη χώρα των Χούυννμμνων.
«Απολάμβανα απόλυτη υγεία και ηρεμία ψυχής∙ δεν ένιωσα ποτέ την προδοσία ή την απιστία των φίλων, ή τις επιθέσεις κάποιου κρυφού ή φανερού εχθρού. Δεν είχα λόγο να δωροδοκήσω, να κολακέψω ή να κάνω το ρουφιάνο, για να εξασφαλίσω τη συμπάθεια κάποιου σπουδαίου προσώπου, ή κάποιου ευνοούμενού του. Δεν χρειαζόμουν προστασία από την απάτη ή την καταπίεση∙ εδώ δεν υπήρχε ούτε γιατρός για να μου καταστρέψει το σώμα, ούτε δικηγόρος να μου αφανίσει την περιουσία μου∙ δεν υπήρχε κανένας καταδότης για να παρακολουθεί τα λόγια και τις πράξεις μου∙ ή να ραδιουργεί εναντίον μου, με μοναδικό σκοπό το κέρδος: εδώ δεν υπήρχαν σκώπτες, επικριτές, συκοφάντες, πορτοφολάδες, ληστές, διαρρήκτες, δικολάβοι, μαστροποί, παλιάτσοι, πολιτικοί, εξυπνάκηδες, υποχόνδριοι, βαρετοί φλύαροι…»  

Αλλά σταμάτα, σταμάτα αυτόν το χείμαρρο με τις πύρινες λέξεις, γιατί θα κάψει ζωντανούς όχι μόνον εμάς αλλά κι εσένα τον ίδιο! Δεν υπάρχει τίποτε πιο ωμό απ’ αυτόν το βίαιο άντρα. Είναι τόσο τραχύς και τόσο καθαρός συνάμα∙ τόσο κτηνώδης αλλά και τόσο ευγενικός∙ περιφρονεί όλο τον κόσμο, όμως όταν μιλάει σ’ ένα κορίτσι η φωνή του γίνεται σαν του μικρού παιδιού, και θα πεθάνει, ποιος θ’ αμφέβαλλε γι’ αυτό; μέσα στο τρελοκομείο.
Έτσι η Ορλάντο σερβίριζε το τσάι σ’ αυτούς τους ανθρώπους∙ και μερικές φορές, όταν ο καιρός ήταν καλός, τους έφερνε στην εξοχή, και παρέθετε προς τιμήν τους βασιλικά γεύματα μέσα στο Στρογγυλό Τραπέζι, όπου είχε κρεμάσει τα πορτραίτα τους γύρω γύρω, έτσι που ο κύριος Πόουπ δεν μπορούσε να πει ότι είχε δοθεί προτεραιότητα στον κύριο Άντισον, ή το αντίθετο. Ήταν πολύ πνευματώδεις άλλωστε (όλο το πνεύμα τους όμως βρισκόταν μέσα στα βιβλία τους) και δίδασκαν στην Ορλάντο το πιο ουσιώδες χαρακτηριστικό του λόγου, που είναι η φυσικότητα στον τόνο της φωνής – είναι μια ιδιότητα που αποκτιέται μόνο με τ’ αφτί∙ χωρίς αυτή την άμεση εμπειρία της κανείς δεν μπορεί να τη μιμηθεί, ούτε και αυτός ο Γκρην ακόμα, παρ΄ όλη την επιδεξιότητά του∙ γιατί είναι κάτι που γεννιέται απ’ τον αέρα, και σκάει σαν κύμα πάνω στα έπιπλα και κυλάει και χάνεται, και δεν ξανασυλλαμβάνεται ποτέ, πολύ περισσότερο απ’ όλους αυτούς που τεντώνουν τ’ αφτιά τους μισόν αιώνα αργότερα, και προσπαθούν ν’ ακούσουν. Η Ορλάντο διδάχθηκε αυτήν την ιδιότητα απ’ τον κυματισμό μόνο της φωνής τους όταν μιλούσαν∙ έτσι που το στυλ της άλλαξε κάπως, και έγραψε μερικές πολύ ευχάριστες, πνευματώδεις στροφές και σχεδίασε κάποιους χαρακτήρες σε πεζό λόγο. Κι έτσι, κατασπαταλούσε το κρασί της γι’ αυτούς τους ανθρώπους, κι έβαζε μερικά χαρτονομίσματα, που τα έπαιρναν πολύ ευγενικά, κάτω απ’ τα πιάτα τους, και δεχόταν τις αφιερώσεις τους, και θεωρούσε τον εαυτό της εξαιρετικά τιμώμενο απ’ αυτήν τη συνδιαλλαγή.


David InshawΜ’ αυτόν τον τρόπο περνούσε ο καιρός, και συχνά άκουγες την Ορλάντο να μονολογεί με μια έμφαση στη φωνή της, που πιθανόν να δημιουργούσε κάποια υποψία σ’ αυτόν που την άκουγε. «Μα την πίστη μου, τι ζωή είναι αυτή! (γιατί ακόμη έψαχνε αυτό το προϊόν).  Οι περιστάσεις όμως σύντομα την ανάγκασαν να εξετάσει περισσότερο επισταμένα το θέμα.
Μια μέρα σερβίριζε το τσάι του κυρίου Πόουπ, ενώ αυτός, όπως θα μπορούσε να πει καθένα απ’ τους στίχους που προαναφέρθηκαν πιο πάνω, καθόταν με μάτια που έλαμπαν, παρατηρητικός και κυριολεκτικά συσπασμένος σε μια καρέκλα πλάι της.
«Θεέ μου», σκέφτηκε, καθώς σήκωνε την τσιμπίδα για τη ζάχαρη, «πόσο θα με ζηλεύουν οι γυναίκες τα χρόνια που θά ’ρθουν! Ωστόσο…» σταμάτησε, γιατί έπρεπε να ασχοληθεί με τον κύριο Πόουπ. Ωστόσο –ας τελειώνουμε εμείς τη σκέψη της– όταν κάποιος λέει «Πόσο θα με ζηλεύουν οι επόμενες γενιές», είναι σίγουρο ότι δεν νιώθει καθόλου άνετα τώρα. Αυτό το είδος ζωής ήταν πραγματικά τόσο συναρπαστικό, τόσο ζηλευτό, τόσο έξοχο, όπως μοιάζει όταν το περιγράφει ο βιογράφος; Πρώτα πρώτα η Ορλάντο έτρεφε ένα αληθινό μίσος για το τσάι∙ ύστερα η νόηση, η θεϊκή και σεβαστή, έχει τη συνήθεια να σφηνώνει στο πιο άθλιο κουφάρι, και συχνά, αλίμονο, ενεργεί σαν κανίβαλος προς τις άλλες ικανότητες, έτσι που συχνά, εκεί που το Πνεύμα υπερτερεί, η Καρδιά, οι Αισθήσεις, η Μεγαλοψυχία, η Ειλικρίνεια, η Ανοχή, η Καλοσύνη και όλα τα υπόλοιπα σπάνια βρίσκουν χώρο ν’ ανασάνουν. Έπειτα, η μεγάλη ιδέα που οι ποιητές τρέφουν για τον εαυτό τους∙ η περιφρόνηση που τρέφουν για τους άλλους∙ οι εχθρότητες, οι πόλεμοι, οι ζήλιες και οι καβγάδες όπου εμπλέκονται αδιάκοπα∙ η απληστία με την οποία ζητούν κατανόηση γι’ αυτά∙ όλα αυτά, θα μπορούσε να ψιθυρίσει κάποιος, προσέχοντας μην τον ακούσουν οι άνθρωποι του πνεύματος, κάνουν το σερβίρισμα του τσαγιού μια ακόμα πιο δύσκολη και, πραγματικά, πιο επίπονη ενασχόληση απ’ ό,τι γενικά θεωρείται.

.

.

Εκτός απ’ αυτό (το λέμε και πάλι ψιθυριστά, μήπως και μας ακούσουν οι γυναίκες), υπάρχει κι ένα μικρό μυστικό που οι άντρες μοιράζονται μεταξύ τους∙ o λόρδος Τσέστερφηλντ το είπε ψιθυριστά στο γιο του με τη ρητή εντολή να το κρατήσει μυστικό «oι γυναίκες δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μεγάλα παιδιά… Ένας άντρας που ξέρει τι κάνει παίζει μόνο μαζί τους, περνάει την ώρα του, αστειεύεται και τις κολακεύει». Καθώς όμως τα παιδιά ακούνε πάντα αυτά που δεν πρέπει (μερικές φορές και τα μεγάλα παιδιά ακόμη) το μυστικό διέρρευσε με κάποιον τρόπο, έτσι που όλη η ιεροτελεστία του σερβιρίσματος του τσαγιού γίνεται κάτι το περίεργο. Μια γυναίκα ξέρει καλά ότι, ακόμα κι αν κάποιος πνευματώδης άντρας της στέλνει τα ποιήματά του, επαινεί την κρίση της, ζητάει την κριτική της και πίνει το τσάι της, αυτό με κανέναν τρόπο δεν δείχνει ότι σέβεται τις απόψεις της, θαυμάζει την αντίληψή της, ή ότι θα διστάσει, επειδή το σπαθί δεν αρμόζει σ’ αυτόν, να τρυπήσει το σώμα της με την πένα του.  Όλα αυτά, όσο ψιθυριστά κι αν τα λέμε, πρέπει να έχουν διαρρεύσει τώρα πια∙ έτσι που, ακόμα και όταν κρατούν το μπολ με την κρέμα κι είναι έτοιμες να σερβίρουν τη ζάχαρη με την τσιμπίδα, οι κυρίες μπορεί να νευριάσουν λίγο, να κοιτάξουν έξω απ’ το παράθυρο λίγο, να χασμουρηθούν λίγο, και στο τέλος ν’ αφήσουν τη ζάχαρη να πέσει από ψηλά –όπως έκανε τώρα η Ορλάντο– μέσα στο τσάι του κυρίου Πόουπ. Δεν υπάρχει κανένας θνητός στον κόσμο, πιο έτοιμος να προσβληθεί ή πιο γρήγορος να εκδικηθεί, όπως ο κύριος Πόουπ. Γύρισε προς την Ορλάντο και της πέταξε αμέσως μ’ ένα απότομο τίναγμα μια γνωστή φράση από τους «Χαρακτήρες των Γυναικών». Αργότερα προσπάθησε να μαλακώσει τη φράση του, αλλά στην αρχική της διατύπωση υπήρξε αρκετά τσουχτερή. Η Ορλάντο τη δέχτηκε με μια υπόκλιση. Ο κύριος Πόουπ υποκλίθηκε κι αυτός, κι έφυγε. Η Ορλάντο, για να δροσίσει τα μάγουλά της, γιατί πραγματικά ένιωθε σαν αυτός ο μικρόσωμος άντρας να την είχε χτυπήσει, βγήκε μια βόλτα στο δάσος με τις καρυδιές, στην άκρη του κήπου.

.

Σύντομα ο δροσερός αέρας έκανε τη δουλειά του. Έκπληκτη ανακάλυψε ότι ένιωθε τρομερά ανακουφισμένη που ήταν μόνη της. Παρακολουθούσε τις χαρούμενες βαρκούλες που έπλεαν στο ποτάμι. Χωρίς αμφιβολία, αυτό το θέαμα της έφερνε στο νου ένα δύο περιστατικά του παρελθόντος. Κάθισε κάτω από μιαν όμορφη ιτιά κι έπεσε σε βαθιά περισυλλογή. Κάθισε εκεί μέχρι που τ’ αστέρια εμφανίστηκαν στον ουρανό. Τότε σηκώθηκε, γύρισε και πήγε στο σπίτι, όπου χώθηκε στο δωμάτιό της και κλείδωσε την πόρτα. Άνοιξε μια ντουλάπα όπου κρεμόντουσαν ακόμη πολλά από τα ρούχα που φορούσε όταν ήταν ακόμη ένας κομψός νέος, και απ’ αυτό διάλεξε ένα μαύρο βελούδινο σακάκι πλούσια στολισμένο με βενετσιάνικη δαντέλα. Ήταν κάπως έξω απ’ τη μόδα, πράγματι, αλλά της πήγαινε πολύ όμορφα και φορώντας το έμοιαζε με νεαρό Λόρδο. Έκανε μερικές στροφές μπροστά στον καθρέφτη για να βεβαιωθεί ότι τα μεσοφόρια δεν την είχαν κάνει να χάσει την ελευθερία στις κινήσεις των ποδιών της, και έπειτα βγήκε έξω με κάθε μυστικότητα.  Ήταν μια πρώιμη απριλιάτικη βραδιά. Χιλιάδες αστέρια ανακατεμένα με το φως του μισοφέγγαρου, που το δυνάμωναν τα φανάρια του δρόμου, ανέδιναν μια λάμψη που ταίριαζε απόλυτα με το φυσικό παρουσιαστικό και την αρχιτεκτονική του κυρίου Ρεν. Το καθετί φάνταζε στην πιο εύθραστη μορφή του∙ όλα τα σχήματα έμοιαζαν σαν έτοιμα να διαλυθούν και κάθε στιγμή μια ασημένια σταγόνα τα ξαναζωντάνευε. Αυτή θα ’πρεπε να είναι η μορφή της συζήτησης, σκέφτηκε η Ορλάντο (παραδομένη σε μια ανόητη ονειροπόληση)∙ αυτή θα έπρεπε να είναι η μορφή της κοινωνίας, της φιλίας, της αγάπης. Επειδή, ένας Θεός ξέρει γιατί, τη στιγμή ακριβώς που έχουμε χάσει κάθε πίστη μες στην ανθρώπινη επαφή, κάποιος τυχαίος συνδυασμός σιτοβολώνα και δέντρων, ή μιας θημωνιάς κι ενός κάρου, μας παρουσιάζεται σαν ένα τόσο τέλειο σύμβολο του απρόσιτου, που αρχίζουμε ξανά την αναζήτηση.

Βιρτζίνια Γουλφ, Ορλάντο, σελ. 158-162, μτφρ.: Αναστασία Λιναρδάκη, Εκδόσεις Αστάρτη, 1984

Πίνακες: David Inshaw

.

.

 

Βιρτζίνια Γουλφ, Ανάμεσα στις πράξεις

Van GoghΑκολούθησε το μονοπάτι που, μέσ’ απ’ τα χωράφια, οδηγούσε στον Αχυρώνα. Αυτό το άνυδρο καλοκαίρι, υπήρχαν πέτρες διάσπαρτες στο μονοπάτι. Έδωσε μια κλοτσιά – σε μια κιτρινωπή τσακμακόπετρα, που λες κι ήταν στην άκρη της κομμένη από κάποιον άγριο για να βάλει βέλος. Μια πέτρα βαρβαρική∙ προϊστορική. Το να κλοτσάς πέτρες ήταν παιδικό παιχνίδι. Θυμήθηκε τους κανόνες. Σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού, πρέπει να κλοτσήσεις μία πέτρα, την ίδια πέτρα, μέχρι να φτάσει στο στόχο. Μία πύλη, ας πούμε, ή ένα δέντρο. Έπαιξε μόνος του. Στόχος του ήταν η πύλη∙ να τη φτάσει με δέκα κλοτσιές. Η πρώτη κλοτσιά ήταν η Μανρέσα (λαγνεία). Η δεύτερη, ο Ντοτζ (διαστροφή). Η τρίτη, ο ίδιος του ο εαυτός (δειλός). Η τέταρτη κι η πέμπτη κι όλες οι υπόλοιπες ήταν ίδιες.

Την έφτασε με δέκα κλοτσιές. Εκεί, ξαπλωμένο στο χορτάρι, κουλουριασμένο πράσινο δαχτυλίδι, ήταν ένα φίδι. Ψόφιο; Όχι, πνιγόταν μ’ ένα βάτραχο στο στόμα του. Το φίδι δεν μπορούσε να καταπιεί, ο βάτραχος δεν μπορούσε να πεθάνει. Σπασμός συρρίκνωνε τα πλευρά του∙ αίμα ξεχείλιζε. Γέννα, μια γέννα αντίστροφη. Σήκωσε το πόδι του και τα πάτησε. Ένιωσε τη μάζα να συνθλίβεται και να γλιστράει. Το λευκό πανί των παπουτσιών του γέμισε αίματα και κολλούσε. Αλλά είχε κάνει μια πράξη. Αυτή η πράξη τον ανακούφισε. Κατευθύνθηκε με μεγάλα βήματα προς τον Αχυρώνα, έχοντας αίμα στα παπούτσια του.

.

Βιρτζίνια Γουλφ, Ανάμεσα στις πράξεις, σελ. 107-108, μτφρ.: Kωνσταντίνα Τριανταφυλλοπούλου, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2008

.

.

Πίνακας: Vincent Van Gogh

.

.

.