.
[…] Ξάφνου η αστραπή τινάχτηκε κραδαίνοντας
το μπλάβο σταφύλι τ’ ουρανού.
Δεν λυγίζει τίποτα.
Κι ας είπα το στήθος ηλιογέννητο.
Δεν λυγίζουν τα δέντρα κι ο αέρας αλύγιστος
ούτε βρύση να γίνω ούτε φλάουτο
το νερό δεν λυγίζει και ο ήχος.
Κάθε μέρα ευθεία
κάθε νύχτα τεντωμένη
ο καημός ένα τόξο πανάρχαιο
κι ο θεός ακαμψία.
Με το μαύρο η πλατειά σου ανθοφορία
κόσμε που ντύθηκες αητός
τα φυλλώματα και τ’ άστρα.
Με το μαύρο η αίγα και το πρόβατο
η ρίζα με το μαύρο
καθώς ανοίγω τους καρπούς και χύνεται μελάνι
Μ’ ένα πόδι τα οράματα
Μέρα και νύχτα ο αέρας είναι αθέατος.
Περιμένω τ’ αστέρια σε γαλάζια λεπτότητα.
Πώς θα ’θελα ν’ αχτιδοβολήσουν τ’ άντερά μου!
Η ερημιά που ξέρουμε δεν είναι του θανάτου.
Χαράματα και χάθηκαν τ’ αστέρια.
Στο δέντρο χύθηκαν αιφνίδια πουλιά
την σιωπή του για να λαμποκόψουν.
Ενάρετος που είναι ο πορτοκαλιώνας.
Τα δέντρα χαίρονται μέσα τους απ’ τη ζωή της τσιμουδιάς.
Ελευθερία· στερέωμα της σιωπής.
Ομοιόμορφο νεκροταφείο των προβλημάτων.
Αναρρίχηση στο Αθώο Γεγονός.
Φωνή χαράς ανάερη ωσάν μεταξοχάρτι.
Κάποιος θα μηρυκάζει αόρατη χλόη
στ’ αγγελοχώραφα.
Γιατί τους φοβηθήκαμε τους μύθους; […]
Νίκος Καρούζος, Ότι ανέβη θάνατος διά των θυρίδων, απόσπασμα, ανθολογία Σπύρου Κοκκίνη, Εστία 1977
Αrtwork: Gary Bunt