RSS

Category Archives: ΕΝΥΠΝΙΑ ΨΙΧΙΩΝ/ Η φωνή της (συλλογικό)

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Τα πόδια (από τον συλλογικό τόμο “Η φωνή της”)

.

Πενήντα τρεις γυναίκες συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας ενώνουν τις φωνές τους σε μία Φωνή, θέλοντας να μιλήσουν για την πραγματικότητα της έμφυλης βίας, ορατής και αόρατης, για τις δομές της έμφυλης κυριαρχίας στην πολυπλοκότητά τους, για τα βιώματα της καταπίεσης αλλά και του αγώνα για ενδυνάμωση, χειραφέτηση, αληθινή συντροφικότητα και αλληλεγγύη. Τα διηγήματά τους συγκλονίζουν, καθώς αφηγούνται ιστορίες βίας και αντίστασης ταξιδεύοντας από τα πιο απόμακρα χωριά ως τις μεγαλουπόλεις, από την Ευρώπη ως τα βάθη της Αφρικής και τη Λατινική Αμερική.

Με τον νου πάντοτε στις πρωτοπόρες Ελληνίδες συγγραφείς που ξεχάστηκαν από την επίσημη Ιστορία, οι συγγραφείς του βιβλίου, ζώντας κι αυτές την πραγματικότητα της έμφυλης βίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο ένα ή στο άλλο πεδίο της καθημερινής ζωής, θέλησαν να δυναμώσουν τη φωνή των γυναικών και να ακουστεί η αλήθεια τους.Οι συγγραφείς του τόμου είναι μέλη του Δικτύου γυναικών συγγραφέων κατά της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών «η φωνή της». Τα έσοδα από τα δικαιώματα του βιβλίου θα δοθούν στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας.

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

.

.

Από τότε που ανακάλυψε το γράμμα Λ στο σχολείο, παρατηρούσε ολοένα και πιο αμήχανα τα πόδια της, έχοντας κάποτε την αίσθηση μιας μικρής αστάθειας ή μιας επιπόλαιης ζαλάδας, ικανής να τη σωριάσει εξαπίνης και αβοήθητη στο έδαφος. Τα παπούτσια της, πολυφορεμένα –το μοναδικό μαύρο ζευγάρι με τις στρογγυλές μύτες και την μπαρέτα με το σκουριασμένο κούμπωμα–, έμοιαζαν να είναι έτοιμα για αιώρηση σε κάθε μικρό αεράκι, καθώς λεπτές φλούδες ξεφτισμένου δέρματος κρέμονταν ολόγυρα. Αυτή η φευγαλέα αίσθηση της ερμείας απογείωσης, όσο και να την κολάκευε ενδόμυχα, σκεφτόμενη πως οι άγγελοι είναι αγαπητοί σ’ όλες τις φωτογραφίες και στις σχολικές γιορτές, στην πραγματικότητα έδινε στο βάδισμά της μιαν ιδέα καλπασμού, που για κάποιον λόγο επιτάθηκε από εκείνη την ημέρα. Η δασκάλα με ύφος αυστηρής αδιαφορίας, ίσως και αγγαρείας, είχε σχεδιάσει σταθερά στον πίνακα δύο γραμμές που τέμνονταν στην κορυφή, και είχε προφέρει βασανιστικά αργά, σχεδόν σέρνοντας τη γλώσσα της στον ουρανίσκο και στα δόντια, τη λέξη «λάμδα». Η μικρή Ελπίδα, σαν να γαντζώθηκε στο στόμα της κυρίας Αλίκης, κι ένιωσε το σώμα της ν’ ανοίγει σιγά σιγά, παίρνοντας το σχήμα του γράμματος στον πίνακα. Είμαι ένα λάμδα, σκέφτηκε αυθόρμητα, κι ένα φτερούγισμα αισιοδοξίας ώθησε το στέρνο προς τα μπρος, ενώ τα χέρια της έπλαθαν την πλαστελίνη σε μικρά σβολάκια που κουτρουβαλούσαν έξω απ’ το θρανίο. Ύστερα ήρθαν κι άλλες λέξεις στο μυαλό της, όπως «λάμα», «λαβίδα» «λουκέτο», «λιοντάρι», «λάθος», είμαι ένα λάθος, σκέφτηκε, αλλά αμέσως ξανασκέφτηκε «λουκούμι» και «λουλούδι». Τριαντάφυλλο! Πώς θα ήθελε να είχε τώρα ένα λουκούμι τριαντάφυλλο, ένα μεγάλο τετράγωνο λουκούμι τριαντάφυλλο μ’ ένα καβουρδισμένο και βουτυρωμένο αμύγδαλο στη μέση, ναι, εκείνο το γλυκό τρισδιάστατο σπιτάκι με την μπόλικη ζάχαρη σαν ταλκ, και να κυλιόταν, λέει, με κλειστά τα μάτια στην απαλή του ζύμη… αχ πόσο πονούσε η πλάτη της, αλήθεια! «Λάμδα… πέντε φορές θα πούμε τη λέξη “λάμδα”», ακούστηκε η δασκάλα. Η κυρία Αλίκη, άραγε, δεν αγαπάει το γράμμα Λ; Το βλέμμα της δασκάλας, σκοτεινό, κατευθυνόταν μια προς τη θαλασσογραφία σε χρώμα κυανό και σμαραγδί, δίπλα σ’ ένα λερωμένο χαρτόνι με ζωγραφισμένη την προπαίδεια, και μια προς τον πράσινο τοίχο της αίθουσας με ανάγλυφα μπαλώματα απ’ τη σκασμένη λαδομπογιά, που έδινε μιαν απόκοσμη εικόνα εγκατάλειψης στον χώρο. Ο τρόπος της, σκέφτηκε βουρκωμένο το κορίτσι, δεν δείχνει καμιά συμπάθεια για το συγκεκριμένο γράμμα, και η Ελπίδα ασυναίσθητα κοίταξε τα πόδια της, παρατηρώντας πως τα κίτρινα σοσόνια της είχαν μικρές μαύρες πιτσιλιές σαν από κοσκινισμένη λάσπη. Πώς της είχε συμβεί, αλήθεια, κάτι τέτοιο; […]

.