RSS

Category Archives: Μαρσέλ Προυστ

Μαρσέλ Προυστ, Σχετικά με τον Μπωντλαίρ

Στην προμετωπίδα διαβάζουμε:

Τα θαυμαστικά του Oυγκό, οι διάλογοί του με τον Θεό, τόσος σαματάς, δεν αξίζουν όσα βρήκε ο φτωχός Μπωντλαίρ στη βασανισμένη μυχιότητα της καρδιάς και του κορμιού του.

Marcel Proust

[…] Κι επίσης δεν θα μπορούσα να σταματήσω ολότελα στη γνώμη του Πωλ Βαλερύ, που σ’ ένα αξιοθαύμαστο απόσπασμα από τον Ευπαλίνο βάζει αυτά τα λόγια στο στόμα του Σωκράτη (συγκρίνοντας μια προτομή, έργο κάποιου καλλιτέχνη, με ό,τι ασυνείδητα δημιούργησε ως γλυπτό η εργασία της θάλασσας πάνω στο βράχο στη διάρκεια των χρόνων): «Οι πεφωτισμένες πράξεις», λέει ο Βαλερύ, παίρνοντας το όνομα του Σωκράτη, «συντομεύουν τη διάρκεια που χρειάζεται η φύση. Και μπορούμε να πούμε, με κάθε ασφάλεια, πως ένας καλλιτέχνης αξίζει όσο χίλιοι αιώνες ή εκατό χιλιάδες ή κι ακόμα πιο πολύ». Αλλά εγώ θα απαντούσα στον Βαλερύ: «Αν τούτοι οι αρμονικοί ή στοχαστικοί καλλιτέχνες αντιπροσωπεύουν χίλιους αιώνες, σε σύγκριση με την τυφλή εργασία της φύσης, δεν συνιστούν οι ίδιοι, οι Βολταίρ, για παράδειγμα, έναν χρόνο αόριστο σε σύγκριση με κάποιον άρρωστο, έναν Μπωντλαίρ, ακόμη πιο καλά έναν Ντοστογιέφσκι, που μέσα σε τριάντα χρόνια, ανάμεσα στις κρίσεις της επιληψίας τους ή κάποιες άλλες, δημιουργούν όλο αυτό, από το οποίο μια σειρά χιλίων καλλιτεχνών, που είναι απλώς καλά στη υγειά τους, δεν θα μπορούσε να κάνει ούτε ένα εδάφιο.» […]

[…] Μερικά μακροσκελή ποιήματα είναι, κατ’ εξαίρεσιν, μέχρι τέλους διεκπεραιωμένα χωρίς αδυναμίες, όπως Τα γραΐδια αφιερωμένα μάλλον εξ’ αυτού, σκέπτομαι, στον Βικτόρ Υγκό. Αλλά αυτό το τόσο όμορφο κομμάτι, ανάμεσα σ’ άλλα, αφήνει μιαν οδυνηρή αίσθηση σκληρότητας. Παρ’ ότι γενικώς μπορεί να καταλαβαίνουμε τον πόνο χωρίς να είμαστε καλοί, δεν πιστεύω ότι ο Μπωντλαίρ ασκώντας σε αυτές τις δυστυχισμένες έναν οίκτο που παίρνει τόνους ειρωνικούς, θα είχε φανεί σκληρός μαζί τους. Δεν ήθελε ν’ αφήσει να φανεί η συμπόνια του, και αρκούνταν να εξάγει τον χαρακτήρα ενός τέτοιου θεάματος κατά τρόπον ώστε κάποιες στροφές να εμφανίζουν μια αποτρόπαιη και μοχθηρή ομορφιά.
On dansent sans vouloir danser pauvres sonnetes…
Je goutte a votre insu des plaisirs clandestins.
Ή και χορεύουν άθελα, σαν καμπανάκια κουδουνίζουν…
Κρυφήν απόλαυση απολαμβάνω σε άγνοιά σας

Υποθέτω κυρίως, πως ο στίχος του Μπωντλαίρ είναι τόσο δυνατός, τόσο ακμαίος, τόσο ωραίος, που ο ποιητής ξεπερνούσε το όριο δίχως να το καταλαβαίνει. Έγραφε γι’ αυτές τις δυστυχισμένες γριούλες τους πιο σφριγηλούς στίχους που γνώρισε ποτέ η γαλλική γλώσσα, χωρίς να σκεφτεί να γλυκάνει τον λόγο του, για να μη μαστιγώσει τις ετοιμοθάνατες, όπως ο Μπετόβεν μέσα στην κώφωσή του δεν κατανοούσε, γράφοντας τη συμφωνία με χορωδίες, πως οι νότες δεν είναι πάντοτε γραμμένες για το ανθρώπινο λαρύγγι, ούτε για να τις πιάνει το ανθρώπινο αυτί, πως αυτό θα έμοιαζε παντοτινά πως τραγουδιέται παράφωνα.

Μαρσέλ Προυστ, Σχετικά με τον Μπωντλαίρ, μτφρ. Μ.Παπουτσοπούλου, Εκδόσεις Κουκούτσι, 2017

 

Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, 2ος τόμος

Kay Harwood 14 Φυσούσε ένας άνεμος υγρός κι ευχάριστος. Ήταν ένας καιρός που τον γνώριζα• είχα την αίσθηση και το προαίσθημα πως η πρωτοχρονιά δεν ήταν μια μέρα αλλιώτικη απ’ τις άλλες, πως δεν ήταν η πρώτη μέρα ενός καινούργιου κόσμου όπου θα μπορούσα, με μια τύχη ανέγγιχτη ακόμα, να ξαναπρωτογνωρίσω τη Ζιλμπέρτ όπως στον καιρό της Δημιουργίας, σαν να μην υπήρχε ακόμα παρελθόν, σαν να είχαν αφανιστεί, μαζί με όσες ενδείξεις θα μπορούσαν ν’ αντιληφθούν απ’ αυτό για το μέλλον, οι απογοητεύσεις που μου είχε συχνά προκαλέσει: ένας κόσμος καινούργιος όπου τίποτα δεν θ’ απέμεινε απ’ τον παλιό… τίποτα εκτός από ένα πράγμα: η επιθυμία μου να μ’ αγαπήσει η Ζιλμπέρτ. Κατάλαβα πως αν η καρδιά μου λαχταρούσε ολόγυρά της αυτή την ανανέωση ενός σύμπαντος που δεν την είχε ικανοποιήσει, ήταν γιατί η καρδιά μου δεν είχε αλλάξει, και συλλογίστηκα πως δεν υπήρχε τίποτα που να δικαιολογούσε τέτοια αλλαγή και στην καρδιά της Ζιλμπέρτ• ένιωσα πως αυτή η καινούργια φιλία συνεχιζόταν η ίδια, όπως δεν χωρίζονται με μια τάφρο μεταξύ τους οι καινούργιες χρονιές που ο πόθος μας μη μπορώντας να τις πλησιάσει και να τις αλλάξει, τις καλύπτει, δίχως αυτές να το γνωρίζουν, μ’ ένα διαφορετικό όνομα. Μπορεί εγώ ν’ αφιέρωνα τούτη τη χρονιά στη Ζιλμπέρτ και να προσπαθούσα –όπως τοποθετούμε μια θρησκεία πάνω  απ’ τους τυφλούς νόμους της φύσης– ν’ αποτυπώσω πάνω στην πρωτοχρονιά την ξεχωριστή ιδέα που είχα σχηματίσει γι’ αυτήν τη μέρα, αλλά ήταν μάταιο• ένιωθα πως η μέρα αυτή αγνοούσε πως την ονόμαζαν “πρωτοχρονιά”, πως τέλειωνε μες στο λυκόφωτο μ’ έναν τρόπο που δεν μου ήταν νέος: μες στον ευχάριστο άνεμο που φυσούσε απ’ τη διαφημιστική στήλη, είχα αναγνωρίσει, είχα νιώσει να ξαναεμφανίζεται η αιώνια και κοινή ύλη, η γνώριμη υγρασία, η ανήξερη ρευστότητα των παλαιών ημερών. Γύρισα στο σπίτι. Είχα μόλις ζήσει την πρωτοχρονιά των ηλικιωμένων που εκείνη την ημέρα διαφέρουν απ’ τους νέους όχι γιατί δεν παίρνουν δώρα, αλλά γιατί δεν πιστεύουν πια στον καινούργιο χρόνο. Δώρα είχα λάβει, εκτός από το μόνο που θα μου ’δινε χαρά και θα ’ταν ένα μήνυμα της Ζιλμπέρτ. Ήμουν ωστόσο ακόμα νέος αφού είχα μπορέσει να της γράψω ένα γράμμα με το οποίο έλπιζα, λέγοντάς της τα μοναχικά όνειρα της τρυφερότητάς μου, να ζωντανέψω παρόμοια και σ’ εκείνη. Το θλιβερό στους ανθρώπους που γέρασαν είναι ότι ούτε καν σκέφτονται να γράψουν τέτοια γράμματα, γιατί έχουν μάθει πως μένουν χωρίς αποτέλεσμα.

.

.

.

.

Kay Harwood 14Όταν πλάγιασα οι θόρυβοι του δρόμου, που παρατάθηκαν πιο αργά εκείνη τη γιορτινή βραδιά, με κράτησαν ξυπνό. Συλλογιζόμουν όλους αυτούς που θα τελείωναν τη νύχτα τους σε απολαύσεις, τον εραστή, την παρέα ίσως των γλεντζέδων, που θα είχαν πάει να πάρουν την Μπερμά στο τέλος της παράστασης που είχα δει ν’ αναγγέλλεται γι’ απόψε. Δεν μπορούσα καν, για να ηρεμήσω την αναστάτωση που η σκέψη αυτή γεννούσε μέσα μου τούτη την άγρυπνη, να πω στον εαυτό μου πως ίσως η Μπερμά να μη σκεφτόταν τον έρωτα, αφού οι στίχοι που απάγγελνε, που τους είχε προσεκτικά μελετήσει, της θύμιζαν κάθε στιγμή πως ο έρωτας είναι γλυκός –και το ’ξερε άλλωστε– τόσο που να παρουσιάζει τη γνώριμη ταραχή του –αλλά πλουτισμένη με μια καινούργια ένταση και μιαν ασύλληπτη απαλότητα– σε θεατές έκθαμβους που ο καθένας τους ωστόσο την είχε νιώσει για τον εαυτό του. Άναψα πάλι το σβηστό κερί μου για να κοιτάξω άλλη μια φορά το πρόσωπό της. Με τη σκέψη πως σίγουρα το χάιδευαν αυτήν τη στιγμή άντρες που δεν μπορούσα να τους εμποδίσω να προσφέρουν στην Μπερμά και να δέχονται από την ίδια χαρές υπεράνθρωπες και αόριστες, ένιωσα μια ταραχή περισσότερο σκληρή παρά ηδονική, μια νοσταλγία, που ήρθε να την τονίσει ο ήχος του βούκινου, όπως ακούγεται τη νύχτα της Μεσοσαρακοστής, ή συχνά σ’ άλλες γιορτές, και που, με το να είναι τότε δίχως ποίηση, γίνεται πιο μελαγχολικός, καθώς βγαίνει από ένα καπηλειό, παρά «το βράδυ απ’ του δάσους τα βάθη». Εκείνη τη στιγμή ένα μήνυμα της Ζιλμπέρτ ίσως να μην ήταν αυτό που θα χρειαζόμουν. Οι επιθυμίες μας όλο και αλληλοπαρεμβάλλονται και, μέσα στη σύγχυση της ύπαρξής μας, σπάνια μια ευτυχία έρχεται να καθίσει ακριβώς πάνω στην επιθυμία που την καλούσε.

Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, 2ος τόμος, Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, Ι, (Γύρω από την κυρία Σουάν) σελ. 57-58 , μτφρ.: Παύλος Α. Ζάννας, Εκδόσεις Εστία, 1998

Πίνακες: Kay Harwood

.

.

 

Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, 2ος τόμος

.

Αν ο Σουάν εμφανιζόταν εκείνη τη στιγμή, πριν ακόμα πάρω πίσω αυτό το γράμμα που την ειλικρίνειά του θεωρούσα παράλογο να μην την πιστεύει, ίσως να διαπίστωνε πως εκείνος είχε δίκιο. Γιατί πλησιάζοντας τη Ζιλμπέρτ, που, γερμένη πίσω στην καρέκλα, μου ’λεγε να πάρω το γράμμα και δεν μου το ’δινε, ένιωσα τόσο πολύ το κορμί της να με τραβάει, που της είπα: «Nα, εμποδίστε με να το πιάσω, θα δούμε ποιος είναι ο πιο δυνατός». Έβαλε το γράμμα στην πλάτη της, εγώ πέρασα τα χέρια μου πίσω απ’ το λαιμό της, ανασηκώνοντας τις πλεξούδες των μαλλιών που πέφταν στους ώμους της, είτε γιατί ταίριαζαν ακόμη στην ηλικία της είτε γιατί η μητέρα της ήθελε να την κάνει να φαίνεται ακόμα παιδί για να την νομίζουν εκείνη πιο νέα˙ παλεύαμε, τα κορμιά μας σαν τόξα. Προσπαθούσα να την τραβήξω κοντά μου, εκείνη αντιστεκόταν˙ τα μήλα του προσώπου της ξαναμμένα απ’ την προσπάθεια ήταν κόκκινα και στρογγυλά σαν κεράσια˙ γελούσε σαν να τη γαργαλούσα˙ την κρατούσα σφιχτά ανάμεσα στα πόδια μου σαν ένα μικρό δέντρο που θα ’θελα να το σκαρφαλώσω˙ και καθώς έκανα αυτή τη γυμναστική, δίχως καθόλου ν’ αυξηθεί το λαχάνιασμα που μου ’δινε η μυϊκή άσκηση και η ορμή του παιχνιδιού, σκόρπισα, σαν λίγες σταγόνες ιδρώτα που αποσπά η προσπάθεια, την ηδονή μου δίχως καν να προλάβω να την αργοπορήσω τόσο όσο για να νιώσω τη γεύση της˙ κι αμέσως πήρα το γράμμα.

Τότε η Ζιλμπέρτ μού είπε με καλοσύνη : «Ξέρετε, αν θέλετε, μπορούμε να παλέψουμε ακόμα λίγο» Ίσως να είχε θολά διαισθανθεί πως το παιχνίδι μου είχε άλλο σκοπό απ’ αυτόν που είχα ομολογήσει, κι ίσως να μην είχε καταλάβει πως τον είχα πετύχει. Κι εγώ που φοβόμουν μήπως το καταλάβει (και μια ορισμένη κίνησή της, συνεσταλμένη και συγκρατημένη, προσβεβλημένης ντροπής, μια στιγμή αργότερα, μ’ έκανε να συλλογιστώ πως είχα ίσως δίκιο να το φοβηθώ), δέχτηκα να παλέψω κι άλλο, από φόβο μήπως και νομίσει πως δεν είχα στο νου μου άλλον στόχο εκτός απ’ αυτόν, ύστερ’ απ’ τον οποίο δεν επιθυμούσα πια παρά να μείνω ήσυχος στο πλευρό της.

Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας το χαμένο χρόνο, 2ος τόμος, Στον ίσκιο των ανθισμένων κοριτσιών, Ι, (Γύρω από την κυρία Σουάν) σελ. 62, μτφρ.: Παύλος Α. Ζάννας, Εκδόσεις Εστία, 1998

Πίνακες: Marcia Marostega

.

.