Εμπνευσμένο από το ομώνυμο θεατρικό μονόπρακτο του Μ. Κολτές
Νέγρα Παναγιά η Μαϊμουνά
στο μπαούλο έχει σφαλιστά
όνειρα μαζί με τα λευκά
κοιμίζει στα κοτσίδια της κρυφά
δυο άστρα, δυο καημούς και δυο φιλιά
ζευγάρωμα στον έρωτα που δεν τη φτάνει πια
Ρεφρέν
Στην Ταμπατάμπα
η ζέστη αλλοιώνει τις μορφές
τις νύχτες λιώνει τις ψυχές
και τρέχουνε ασώματες
να ρίξουν δηλητήριο σαϊτιές
στον φταίχτη που τις άφησε μισές
Μέσα απ’ τον Αμπού ζει μοναχά
τον αδερφό που γίνεται σκιά
στα μάτια της τα μάτια του φορά
το θαύμα στο κορμί της καρτερά
μα αυτός τα θηλυκά δεν τα κοιτά
δε δάνεισε το βλέμμα του ποτέ στη Μαϊμουνά
Ρεφρέν
————————————————————————————————————-
Λευκά κεριά λιώναν φιλιά σε μια φωτογραφία
Αύρα απ΄ ανάσες σφράγιζαν του χρόνου τη θητεία
Τα βέλη του ο έρωτας σκάλιζε με μανία
ώσπου ματώσαν οι σκιές και γράψαν ιστορία.
Το τελευταίο ταγκό χορεύεται με πάθος
ακροβατεί το λάθος και δίνει το ρυθμό.
Κι όσο που φλέρταρε το κρύσταλλο η σανγκρία
βολτάρανε οι μύθοι στην παλιά τραπεζαρία.
Λινάρι φυλακτό περνούσε σταυρωτά η φαντασία
ξάφνου έγειρε ο έρωτας σεργιάνι στη θυσία.
Το τελευταίο ταγκό χορεύεται με πάθος
ακροβατεί το λάθος και δίνει το ρυθμό
Αθήνα 1999
Πίνακες: Dui Huynh
Τις νύχτες που πάω με καράβι στο φεγγάρι
κουπί σεργιανάω τρελό χαλινάρι
και βρίσκω στην κρίση μου πάνω κομήτες
“την έβαψες”, λέω, “σε πιάσαν Κουρήτες.”
Αλήτες κομήτες, φλεγόμενοι δύτες
λυγάνε τη σάρκα στο φεύγα τους, θύτες,
σαγήνη ποτήρι, το μάτι ρουφάνε
στο μαύρο, σκιές, μοναξιά με κερνάνε
Καιρός συνωμότης μου παίζει παιχνίδι
“δε γίνεται”, λέω, “αλλιώς δεν αξίζει!”
Ποιο μένος φωτιάς τους ραντίζει με πείσμα
στο χάος μ’ ομπρέλα, τροχιά και καπρίτσια;
Κουβέντες, σεντόνια, στ’ αστέρια πετάνε
“να, νάνι”, τους λένε, “Σιωπή!” και το σκάνε.
Κουνά ο θεούλης το κλάμα στην κούνια
στοιχειώνουν ζωές στου κορμιού τους τη φούρια
Ρεφρέν
“Να πιάσω”, φωνάζω, “δυο στάλες με ύλη,
στεγνό το ταξίδι, Σκορπιός στη σελήνη!”
Καθρέφτες να κάνουν φωτιά τα κομμάτια
κομήτες να γίνουν τα δυο σου τα μάτια.
Αθήνα 1999
Δημοσιευμένο στο περιοδικό “Πανδώρα”
Πίνακας: Alexander Jannson
Τις μέρες που αγυρτεύανε οι στάλες του Θεού
στ’ απόβροχο τα θάματα μας παίρνανε το νου
κοντά παντελονάκια, τιραντούλες και φωνές
αφήναν στο πετρόστρωτο ασπρόμαυρες μπαλιές
Πεντόβολα αράζαν στα παρτέρια, στις αυλές
απλώναμε χοχλιούς κι ήταν οι άμαχες στρατιές
ουράνιο τόξο στόχευε κουρσάρους, πειρατές
ψωμί, ζάχαρη λιώνανε στο στόμα οι νικητές
Εσύ γουλί, με ένα φιόγκο εγώ πορτοκαλή
τυλίγαμε μ’ ένα σεντόνι πάνω στη σιωπή
τη μοναξιά και κάτι κουρελιάρικα κουκλιά
κι ήταν τ’ απόβροχο νωπά που μύριζε φιλιά
Ρεφρέν
Εγώ θα ζευγαρώσω με τ’ απόβροχο ξανά
πληρώνω τη δροσιά απ’ τα φιλιά πανάκριβα
θ’ αφήσω στο παγκάκι την ομπρέλα μοναχή
εσύ ξέρω πως έφυγες μα όχι κι η βροχή.
Αθήνα 1999
Δημοσιευμένο στο περιοδικό Πανδώρα
Το μήλο στον Αδάμ δίνει ο Ορφέας
–μαράζι η κουβέντα της παρέας–
και κόβει εισιτήριο για τον Άδη
το μήλο δαγκωμένο αμανάτι.
Κοκάλωσε η ψυχή μες στα σκοτάδια
κι αλάτι η Ευρυδίκη δίχως χάδια
Βακχεία της καρδιάς η ιστορία
νερώνει το κρασί σου μ’ εξουσία
κι ο Άδης που απλώνει τα σεντόνια
την Ευρυδίκη θάβει μες στα χιόνια
Στα Σόδομα, στα Γόμορρα, στον Άδη
παράδεισος κρυφός, πληγή που στάζει
τα “πάντα ρει” μα, αν το φοβάσαι,
πίσω κοιτάς, με το μυαλό πλανάσαι.
Στα κούφια λόγια φίδι, αθανασία
κι ο έρωτας σταυρός στα μαυσωλεία
Βακχεία της καρδιάς η ιστορία
νερώνει το κρασί σου μ’ εξουσία
κι ο Άδης που απλώνει τα σεντόνια
την Ευρυδίκη θάβει μες στα χιόνια
Αθήνα 1999
Με κεράσι στο στόμα
και πίκρα στο σώμα
το κορμί σου γητεύω
στο πλάνεμα παιχνίδι σου
παράδοση γυρεύω
Τραμπάλα, τραμπαλίζομαι
στο διχασμό λικνίζομαι
τι νέα μου ανατέλλεις
όταν το σκας και φεύγεις;
Κι όμως δε φταις εσύ
που έταξες το βλέμμα σου
στην άλλη τη σκηνή,
εγώ σημαίνω πανικό
σ’ ό,τι φαντάζει αληθινό.
Με φόντο στο ψέμα
και πάγο στο αίμα
ρυθμικά ανασαίνω
στο πλάνεμα παιχνίδι σου
το θάνατο πεθαίνω
Τραμπάλα, τραμπαλίζομαι
μες στο κενό ζαλίζομαι
τα κύτταρά μου πώς σκορπάς
στα ξαφνικά όταν σιωπάς
Κι όμως δε φταις εσύ
που έταξες το βλέμμα σου
στην άλλη τη σκηνή,
εγώ σημαίνω πανικό
σ’ ό,τι φαντάζει αληθινό.Αθήνα 1999
Πίνακας: Fred Wessel
Στη γλώσσα την κακιά αναμετράει τη ζημιά
αμπάριζα στη φόρα της αρπάζει δυο φιλιά
ξεπέσανε κι οι ώρες τα μαζέψανε πνιχτά
πώς είναι να κρατάς μια σταυρωμένη πεθυμιά;Αχ, ασπιρίνη, εν ειρήνη, στρογγυλή αυγή
εν οίδα, ότι τα ’χασα με μια ψυχή γυμνή
πορεία κυκλική, αχ ασπιρίνη, πάλι ζει
τ’ ανάθεμα που λιώνει στη λευκή ανακωχήΣφηνώνει στο λαιμό και χαστουκίζει το λυγμό
μια στο καρφί και μια στο πέταλο, φωνή χτυπώ
φοβάται, κλαψουρίζει και μαρσάρει στο γκρεμό
το ένζυμο το φταίξιμο το παίρνει για εχθρόΑχ, ασπιρίνη, εν ειρήνη, στρογγυλή αυγή
εν οίδα, ότι τα ’χασα με μια ψυχή γυμνή
πορεία κυκλική, αχ ασπιρίνη, πάλι ζει
τ’ ανάθεμα που λιώνει στη λευκή ανακωχή
Αθήνα 1999
Πίνακας: Fred Wessel
Φύσηξε ατσάλι ο αέρας
κοπήκανε οι άνθρωποι στα δυο
γίναν θεοί και δαίμονες της μέρας
κατάπιαν νηστικοί το ουρλιαχτό
Για χάρη τους τα λοίσθια θα πνέω
χαμίνι του καπνού όρκους θα πλέω
κι όταν τους Ταύρους ασημώσω σαν Νεφέλη
μες στην παλάμη σας θα σκύψω για το μέλιΜαντίλι πορφυρό πρώτ’ άφησαν
κοπίδι στο λαιμό μου χάρισαν
ξέφτι έρωτα, στολίδι να φορώ
να ξεγελιέμαι πάνω στο βωμόΓια χάρη τους τα λοίσθια θα πνέω
χαμίνι του καπνού όρκους θα πλέω
κι όταν τους Ταύρους ασημώσω σαν Νεφέλη
μες στην παλάμη σας θα σκύψω για το μέλιΑθήνα 1999
Πίνακας: Fred Wessel