RSS

Category Archives: Αλέξανδρος Κορδάς

Αλέξανδρος Κορδάς, Του Σισύφου

Δεν είχαμε ψωμί στο σπίτι και τα δόντια μας πέφτανε. Αναγκαζόμασταν να βρίσκουμε έξυπνες λύσεις, πότε κάναμε ότι κλωσάγαμε ένα αυγό, πότε ότι γεμίζουμε τον ουρανίσκο μας αγκάθια και μιμούμασταν τον ουρανό με τα χαλινά του. Ο πατέρας ήταν κατάκοιτος στο κρεβάτι, είχε βγάλει κάτι αράχνες μεγάλες που τον πόναγαν. Έπρεπε κάθε τόσο να τον κουβαλάμε στην ερημιά, γιατί σταμνί δεν ξέραμε κι όποτε χρειαζότανε νερό, τον πηγαίναμε στο πηγάδι. Το μόνο μας παιχνίδι ήτανε το πηγάδι, που το ρωτάγαμε τι θα συμβεί άμα μεγαλώσουμε κι εκείνο απάνταγε με τρεις οργιές νερό και αλάτι. Και μεγαλώσαμε και κάναμε απ’ τη δυσκολία κοφτερό μυαλό. Ο πρώτος άνοιξε μεσιτικό γραφείο στην Παλλήνη, ο τρίτος μαστόρευε λαγήνια και βεγγαλικά κι εγώ έγινα βασιλιάς στη Θήβα.


Ό,τι κι αν κάναμε πάντοτε κουβαλούσαμε στην πλάτη τον πατέρα. Κάποτε ήθελε νερό, άλλοτε ζητούσε τουαλέτα. Γκρίνιαζε στην υγρασία και φώναζε στη ζέστη. Γέμιζε μύγες και έπρεπε να τον καθαρίζουμε. Η μητέρα παραπονιόταν μ’ ένα τασάκι στο κεφάλι της: Να περάσετε τον πατέρα σας ένα χέρι μπογιά, άσπρισε πολύ. Αυτός πόνεσε για να σας μεγαλώσει, γι’ αυτό έχετε πάνω σας φυλαχτό και ξόρκι. Μην πετάτε τα μέλη σας, σας δόθηκαν με κόπο, να τα κουβαλάτε πάνω σας. Και εμείς υπακούαμε, βάφαμε τον πατέρα μας κόκκινη μπογιά και τον στεριώναμε στον φράχτη. Έτσι δεν μαζεύονταν σφίγγες και οι μύγες ψόφαγαν στ’ ανοιχτά των εργοστασίων, ανάμεσα στα άντερα των εργατών και στις κοπριές των ζώων. Μπορούσαμε λοιπόν να κάνουμε σωστά τη δουλειά μας! Ο αδελφός μου ο μεγάλος να εμπορεύεται χώμα και νερό, ο αδερφός μου ο μικρός να χαλκεύει τα λαγήνια του κι εγώ ν’ αλλάζω τα καλοριφέρ απ’ τα παλάτια μου, που ήταν χωρίς γόμωση και ίδρωναν.


Όμως πέρασε ο καιρός και πέθανα κι οι αδερφοί μου, μού φόρεσαν ένα στενό κουστούμι και κλαίγανε, γιατί δεν είχαν να μου αγοράσουν φέρετρο. Κι εγώ τους έλεγα: Μην κλαίτε, θα ζητήσουμε απ’ τον πατέρα την αναπηρική του σύνταξη, που κρύβει στα κορδόνια των παπουτσιών του. Μα ο πατέρας είπε: Θα στο φτιάξω εγώ με κέδρους απ’ τα ορεινά κι αγριοκάλαμα. Και μαστόρευε τα χέρια του να μου το φτιάξει. Μα το κουστούμι με στένευε και το σώμα μου άρχισε να μυρίζει και να αφοδεύει χωρίς να το θέλω. Και είπα: Πατέρα βιάσου, γιατί νομίζω ότι θα γεννήσω. Κι η πλάτη μου φούσκωσε και έβγαλα μία άσχημη καμπούρα. Ο αδερφός μου ο μικρός άρπαξε το τσεκούρι του – που το ’χε να χαλκεύει τα λαγήνια – και μου το κοπάνησε στην πλάτη. Από την πληγή βγήκε ο γιος μου, που ήταν ίδιος με μένα, αλλά πιο μικρός. Η μάνα μου είδε το παιδί κι είπε: Δεν θα το κουβαλάς μια ζωή στην πλάτη σου! Θα το μεγαλώσω μονάχη μου και θα φροντίσω να γίνει βασιλιάς, όπως εσύ. Κι ύστερα έκλεισε την πληγή μου με το χέρι του πατέρα και τη σταύρωσε.

Τώρα ν’ ανέβεις στο βουνό! Είπε ο πατέρας και μου έδωσε το φέρετρο που είχε μαστορέψει. Εγώ το πήρα και καθώς έφευγα χαιρέτισα τον γιο μου, που ήξερα ότι ήμουν εγώ και τον φοβόμουν. Στον δρόμο όμως πείνασα και είχα αγωνία, γιατί δεν ήξερα αν θα έβρισκα φαγητό. Όταν έφτασα στην κορφή, άνοιξα ένα λάκκο και έβαλα το φέρετρο μέσα, έπειτα σκούπισα τον ιδρώτα που έσταζε από τα ορεινά του μετώπου μου και ξεφύσησα μ’ ανακούφιση: Αυτό ήταν, πέθανα! Κι ο δρόμος συνέχισε μονάχος του, δίχως να νοιάζεται για μένανε που κοίταζα εκστατικός απ’ την κορφή του λόφου.

Πρώτη δημοσίευση στο τεύχος 44 του περιοδικού Μανδραγόρας.

Φωτό: Gilbert Garcin

.

.

 

Αλέξανδρος Κορδάς, Οι Διάπυροι

.

                                                               Μνήμη Θανάση Τζούλη

Αναρριχάται το σώμα σ’ ευλογημένα σπίτια,
όπου παιδιά την ντροπή προσφέρουν μ’ αγάπη
και γυναίκες ζυμώνουν μαζί το ψωμί και τον Έρωτα.


Χρόνο το χρόνο
η μέριμνα αντικατέστησε την πίστη
κι η ευλογία χάθηκε.


Τότε μέσα από απειράριθμες ακτίνες φωτός είδα
ελικοειδείς ανθρώπους να διασπούν τα νεύρα των μυκηθμών τους
σε ορυχεία τερμιτών,


είδα γυναίκες λειχήνες, σε σκοτεινά υφαντουργεία
ν’ αναγεννούν το δέρμα τους και πελώρια μεταλλικά κτήνη,
είδα πελώρια μεταλλικά κτήνη
να διαρρηγνύουν τις μήτρες τους με δόρατα-φαλλούς.


Όμως σε κόσμους που μέλλονται,
Διάπυροι άντρες διασώζουν το μέταλλο και την πίστη
σε πλωτές πολιτείες και ποταμούς λάβας.


Εκεί τα παιδιά ψιθυρίζουν ονόματα σε δάση κωνοφόρων!
Εκεί ο κόρφος της γυναίκας δεν εξαντλείται, δεν διαπραγματεύεται
και δεν είναι ντροπή λιθοξόος να είσαι.


Έτσι αναρριχάται το σώμα σε ευλογημένα σπίτια
κι οι λιθοξόοι, Διάπυροι,
σκαλίζουν τις λέξεις τους!

Φωτό: František Drtikol

Πηγή: Τεφλόν

.

.