RSS

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Μικρό μνημόσυνο ερωδιών στις λέξεις

.

Σ’ αγαπώ όπως αγάπησα

Το εκκρεμές κάτω απ’ τη φωλιά των γυπαετών στα ορεινά σου βλέφαρα, όπου λέξεις λικνίζουν σήματα αλλήθωρα, πάνω στον τριγμό τους

Τη γλυκόπιοτη έχιδνα του σάλιου π’ άφηνες στα μήλα του προσώπου μου, όταν ανθίζαν μυγδαλιές στο πεζοδρόμιο από το κλάμα ενός σαλιγκαριού που πήγαινε σχολείο

Τη νωχέλεια της καραμέλας μέντας που ’κανε τσουλήθρα απ’ τα χείλη σου, ένα αργοπορημένο σούρουπο δίχως κάλτσες κι ευχέλαιο στο φως του

Το κοφτερό ασήμι στη ρωγμή του λαρυγγιού σου, όταν ναυαγός σε μία καταιγίδα από ρούμι ούρλιαζες πως θα γυάλιζες τη νύχτα τρίβοντας το γιλέκο σου σε πίσσες

.

Σ’ αγαπώ όπως αγάπησα

Τα θλιβερά κρέπια των μισόλογων του Άγγελου, όταν πούλαγε καυτό ψωμί μ’ εκείνα τα ίδια χοντροδάχτυλα που απόδιωχναν σαν σφήκα την παράνοια απ’ τα μάτια, κάθε που άφηνε στην παλάμη μας τα ρέστα

Το ξεκούμπωμα του αχινού στο πορτοκαλί του μεσοφόρι, λιγωμένο κάτω απ’ τ’ αλάτια της Μελίνας με την τρύπια σαγιονάρα και το τατουάζ του ήλιου στο κομμένο στήθος

Τις φούστες με τη ροδαλή ίωση της ρίγας και του φραμπαλά στα πρώτα ραντεβού μας, όταν ατρόμητα ξεφλούδιζε η σάρκα που νόμιζε ότι ο έρωτας θα ξαναβγάλει δέρμα

.

.

Σ’ αγαπώ όπως αγάπησα

Τη σπασμωδική ανάταση της κάμπιας που αυτοκτόνησε μες στο κρυστάλλινο ποτήρι της σαμπάνιας, στην παρθενική της σύσπαση χορεύοντας

Τα μούρα, τα πορτοκάλια, τα σταφύλια και τ’ αχλάδια σε στόμιο πυροβόλου όταν αποχαιρετούν τους εραστές των μεικτών χυμών, της χλαίνης, του ακαδημαϊσμού, της πολυγαμίας, της τάξεως και της ινσουλίνης

Το ίχνος της βεντούζας, στο κομοδίνο της παιδικής μου ηλικίας, το οινόπνευμα και τ’ άρωμα ρόδου σε πλαστικό μπουκάλι που ’παιρνε αγκαλιά έκθετα βράδια και μικρά παιδιά υπό το φως μιας λάμπας με αράχνες στο ξύλινο ταβάνι

.

.

Σ’ αγαπώ όπως αγάπησα

Τις απόκρημνες θηλές και τους πυκνόφυλλους ιδρώτες, τα χρεμετίσματα ερωτόλογων, τα χάδια με τα πικρά πουά, όταν έκλεινε η πόρτα αφήνοντας κνησμούς και ανοιχτά παράθυρα για τη μελέτη των κορμιών μας

Το ες αεί φύλλωμα της ανταρσίας του φέουδου ανάμεσα στα σκέλια κατά την υποστολή των αμοιβαίων που μας έδεναν, με αφρόλουτρο λεβάντας και κλωστές, σε μαύρα μεταξωτά σεντόνια

Σ’ αγαπώ όπως αγάπησα κυρίως

Τη φευγαλέα μύγα γύρω απ’ το κυριακάτικο επιδόρπιο της ακοής σου, παγιδευμένη στα παράσιτα ενός γαλάζιου ραδιοφώνου της δεκαετίας του ’60, γι’ αυτό και δεν με άκουσες να φεύγω

.

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Τα πόδια (από τον συλλογικό τόμο “Η φωνή της”)

.

Πενήντα τρεις γυναίκες συγγραφείς της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας ενώνουν τις φωνές τους σε μία Φωνή, θέλοντας να μιλήσουν για την πραγματικότητα της έμφυλης βίας, ορατής και αόρατης, για τις δομές της έμφυλης κυριαρχίας στην πολυπλοκότητά τους, για τα βιώματα της καταπίεσης αλλά και του αγώνα για ενδυνάμωση, χειραφέτηση, αληθινή συντροφικότητα και αλληλεγγύη. Τα διηγήματά τους συγκλονίζουν, καθώς αφηγούνται ιστορίες βίας και αντίστασης ταξιδεύοντας από τα πιο απόμακρα χωριά ως τις μεγαλουπόλεις, από την Ευρώπη ως τα βάθη της Αφρικής και τη Λατινική Αμερική.

Με τον νου πάντοτε στις πρωτοπόρες Ελληνίδες συγγραφείς που ξεχάστηκαν από την επίσημη Ιστορία, οι συγγραφείς του βιβλίου, ζώντας κι αυτές την πραγματικότητα της έμφυλης βίας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στο ένα ή στο άλλο πεδίο της καθημερινής ζωής, θέλησαν να δυναμώσουν τη φωνή των γυναικών και να ακουστεί η αλήθεια τους.Οι συγγραφείς του τόμου είναι μέλη του Δικτύου γυναικών συγγραφέων κατά της έμφυλης βίας και των γυναικοκτονιών «η φωνή της». Τα έσοδα από τα δικαιώματα του βιβλίου θα δοθούν στο Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας.

(Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

.

.

Από τότε που ανακάλυψε το γράμμα Λ στο σχολείο, παρατηρούσε ολοένα και πιο αμήχανα τα πόδια της, έχοντας κάποτε την αίσθηση μιας μικρής αστάθειας ή μιας επιπόλαιης ζαλάδας, ικανής να τη σωριάσει εξαπίνης και αβοήθητη στο έδαφος. Τα παπούτσια της, πολυφορεμένα –το μοναδικό μαύρο ζευγάρι με τις στρογγυλές μύτες και την μπαρέτα με το σκουριασμένο κούμπωμα–, έμοιαζαν να είναι έτοιμα για αιώρηση σε κάθε μικρό αεράκι, καθώς λεπτές φλούδες ξεφτισμένου δέρματος κρέμονταν ολόγυρα. Αυτή η φευγαλέα αίσθηση της ερμείας απογείωσης, όσο και να την κολάκευε ενδόμυχα, σκεφτόμενη πως οι άγγελοι είναι αγαπητοί σ’ όλες τις φωτογραφίες και στις σχολικές γιορτές, στην πραγματικότητα έδινε στο βάδισμά της μιαν ιδέα καλπασμού, που για κάποιον λόγο επιτάθηκε από εκείνη την ημέρα. Η δασκάλα με ύφος αυστηρής αδιαφορίας, ίσως και αγγαρείας, είχε σχεδιάσει σταθερά στον πίνακα δύο γραμμές που τέμνονταν στην κορυφή, και είχε προφέρει βασανιστικά αργά, σχεδόν σέρνοντας τη γλώσσα της στον ουρανίσκο και στα δόντια, τη λέξη «λάμδα». Η μικρή Ελπίδα, σαν να γαντζώθηκε στο στόμα της κυρίας Αλίκης, κι ένιωσε το σώμα της ν’ ανοίγει σιγά σιγά, παίρνοντας το σχήμα του γράμματος στον πίνακα. Είμαι ένα λάμδα, σκέφτηκε αυθόρμητα, κι ένα φτερούγισμα αισιοδοξίας ώθησε το στέρνο προς τα μπρος, ενώ τα χέρια της έπλαθαν την πλαστελίνη σε μικρά σβολάκια που κουτρουβαλούσαν έξω απ’ το θρανίο. Ύστερα ήρθαν κι άλλες λέξεις στο μυαλό της, όπως «λάμα», «λαβίδα» «λουκέτο», «λιοντάρι», «λάθος», είμαι ένα λάθος, σκέφτηκε, αλλά αμέσως ξανασκέφτηκε «λουκούμι» και «λουλούδι». Τριαντάφυλλο! Πώς θα ήθελε να είχε τώρα ένα λουκούμι τριαντάφυλλο, ένα μεγάλο τετράγωνο λουκούμι τριαντάφυλλο μ’ ένα καβουρδισμένο και βουτυρωμένο αμύγδαλο στη μέση, ναι, εκείνο το γλυκό τρισδιάστατο σπιτάκι με την μπόλικη ζάχαρη σαν ταλκ, και να κυλιόταν, λέει, με κλειστά τα μάτια στην απαλή του ζύμη… αχ πόσο πονούσε η πλάτη της, αλήθεια! «Λάμδα… πέντε φορές θα πούμε τη λέξη “λάμδα”», ακούστηκε η δασκάλα. Η κυρία Αλίκη, άραγε, δεν αγαπάει το γράμμα Λ; Το βλέμμα της δασκάλας, σκοτεινό, κατευθυνόταν μια προς τη θαλασσογραφία σε χρώμα κυανό και σμαραγδί, δίπλα σ’ ένα λερωμένο χαρτόνι με ζωγραφισμένη την προπαίδεια, και μια προς τον πράσινο τοίχο της αίθουσας με ανάγλυφα μπαλώματα απ’ τη σκασμένη λαδομπογιά, που έδινε μιαν απόκοσμη εικόνα εγκατάλειψης στον χώρο. Ο τρόπος της, σκέφτηκε βουρκωμένο το κορίτσι, δεν δείχνει καμιά συμπάθεια για το συγκεκριμένο γράμμα, και η Ελπίδα ασυναίσθητα κοίταξε τα πόδια της, παρατηρώντας πως τα κίτρινα σοσόνια της είχαν μικρές μαύρες πιτσιλιές σαν από κοσκινισμένη λάσπη. Πώς της είχε συμβεί, αλήθεια, κάτι τέτοιο; […]

.

 

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Της μιας δραχμής

.

i.

Λεγεώνες ανάπηρων σπερμάτων γυρνούν σημειωτόν την πλάτη σε άρρενος ελλείψεις

Ελαφρά τη καρδία αυτές, μ’ αεράκι νυχτός, στοιχήματα στοιχίζουν λυρικά υπό τους ήχους κιθάρας, μπουζουκιού, ακορντεόν

Αφού για όλα τα παράταιρα ευθύνες επιρρίπτονται στην έκλειψη σελήνης, κι άστρα χτυπάνε στην κούνια παλαμάκια

Κροκάλες-οδαλίσκες στολίζουν τους χωρίς κόμη συνειρμούς των αγοριών

Ενώ ιμάτια παρθένων (μπορεί και φαντασμάτων) αδράχνουν την άπνοια της νύχτας σ’ ένα καλάθι με βατράχια και κουλούρια

Βότσαλα, αραχνούλες, αχινοί αναρριχώνται στα παράθυρα, με σκαλωσιές ονείρου θερινού κι ένα σκισμένο φανελάκι

Οι εφιάλτες ρίχνουν το εσώρουχο στην κλίνη, ορμούν οργίλοι ν’ αγκαλιάσουν κορμιά μισά ή μοναχά

Ο Ιουλιέτος ροχαλίζει μ’ ένα μικρό μπισκότο στα χεράκια

Πηδάει γενναία η Ρωμαία στο κενό με κίτρινες μποτούλες κι ένα σιθρού με κερασάκια κι ανανάδες

Εκείνος αρπάζει πυρσούς, ποτήρια, ξυράφια, βυζαίνει με άγριους λυγμούς  βεντούζα στη λευκή της την πλατούλα

Φυσά ψυχή, την ανασταίνει πυρωμένη πριγκηπέσα απ’ τα ρημάγματα τσ’ αγάπης κι απ’ τα κατάγματα της γης

Μες στο παράφορό τους σμίξιμο σπορά στον ελαιώνα μ’ αίμα, φωτιές, κραυγές σε χρώματα οργίλα του μαβιού

Κατ’ αυστηρή παράδοσιν, έτσι λαμβάνει χώρα το πανηγύρι του Πολιούχου του Φωτός

Σε θέρη πνιγηρής στοργής κι απάτης τρυφερής

ii.

Γύρω από εξέδρες, στην πλατεία, με γλυκερά σουξέ παράφωνοι ερωτιδείς μες στα κουρέλια τους συρρέουν

Ψάλλουν, σε μια τυχαία σειρά παραλλαγών, λόγια απλά και με πυγμή –  που άλλοτε οι πρώην εραστές θα είχαν μάλλον παρακούσει

Ο Κοντορεβυθούλης με βρόμικα νύχια, σε βαρκάκι, ξαίνει ανέμελος μαλλάκι της γριάς, κι ας έχασε τον δρόμο

Η Κοκκινοσκουφίτσα ζώνεται τα ρούχα της νεκρής Σαλώμης, τρίβει του λύκου τα μπράτσα, την κοιλιά, τους μυς, τα τατουάζ και τα λυτά χρυσά μαλλιά του

Μυριάδες δάχτυλα υμνούν και ικετεύουν τη σελήνη να ρίξει φως στις νάρκες που κουβαλάνε οι πατούσες της αγάπης

Μια μαύρη γάτα ξεκαρδίζεται στα γέλια που είναι η μόνη εφτάψυχη εκεί, και τραγουδάει «τα κολοκυθάκια και τ’ αγά-αγαπουλάκια»

Νυφίτσες αγκαλιάζουν λαμέ ποντίκια φτερωτά, χορεύουν βαλς σ’ έναν λοφίσκο ροζ με πούπουλα και ουροβόρα φίδια μυθικά

Σαμάνοι πετροβολούν τη νύχτα, λίτρα σαμπάνιας κατεβάζουν και ταβόρ

Τον χρόνο στη θάλασσα πετούν, για να ψαρέψουν στις αβύσσους τον δικό τους

Όταν απ’ την ορχήστρα με ρομφαία βαράει το ρεφρέν σ’ ενός κατάμαυρου αγγέλου τη γυάλινη φωνή:

Άοσμη πόλη

τη νύχτα μου μαραίνουν

φρέσκα γιασεμιά

Γεια και χαρά, αγάπες, γεια του θανατά! [ρεφρέν]

Από τη συλλογή «Μικρό μνημόσυνο ερωδιών στις λέξεις»

Πίνακες: Γιώργος Ρόρρης

.

 
Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το ραβαγιό του Αργίρι

[…]

ΙΩΑΝΝΗΣ: Άγιε Βασίλη, έγινε κατασκοπευτικό έργο με ταινία για να πάρουμε τα παπλώματα. Οι γονείς μας έκαναν πράγματα αστυνομικά για τα παπλώματα. Απαγορεύεται να βγαίνουμε έξω. Ούτε σχολείο πάμε. Για να μην πεθάνουμε, λέει, από τον covid. Είμαστε μέσα σε καραμπίνα. Μάλλον γι’ αυτό έκαναν αστυνομικό για τα παπλώματα. Όλα γίνανε κρυφά. Με σχέδια και μυστικά τηλέφωνα.

ΑΡΙΑΔΝΗ: Άγιε Βασίλη, οι νονές μας δεν μπορούσαν να έρθουν στο σπίτι για τα παπλώματα. Τη δική μου τη νονά τη βρήκαμε έξω από το φαρμακείο. Στο τηλέφωνο η μαμά είπε στη νονά πως θα κάνουμε τάχα ότι θέλουμε πράγματα στο φαρμακείο. Τίποτε δεν θέλαμε. Εκεί επιτρέπεται να πας. Αλλά μια και θα το λέγαμε, θα παίρναμε ιώδιο. Βγήκε ο μπαμπάς από το αυτοκίνητο. Εγώ ήμουν κρυμμένη στο αυτοκίνητο για να μη φαίνομαι. Ήθελα να δω τη νονά μου, κι έκλαιγα στο σπίτι. Απαγορεύεται, μου είπαν, αλλά έκλαιγα. Κι έφαγα και δυο στον πισινό. Και δεν σταμάτησα. Και βαρέθηκαν. Μου έριξαν και μια κουβέρτα από πάνω. Να με κρύψουν. Στον δρόμο έπαιρναν συνέχεια τηλέφωνο ο μπαμπάς και η νονά, για να δουν πού ακριβώς είναι. Είμαι στο φανάρι πριν από το βενζινάδικο, μόλις πέρασα την εκκλησία, πίσω απ’ το μανάβικο με την μπλε τέντα είμαι τώρα, είμαι στα διακόσια μέτρα, τέτοια πράματα. Άμα μας σταματούσαν για έλεγχο θα λέγαμε «φαρμακείο». Φτάσαμε στο φαρμακείο με το αυτοκίνητο. Μην κουνιέσαι! μου είπε ο μπαμπάς. Αλλά εγώ σηκώθηκα, αν και απαγορεύεται αυτό. Και είδα τη νονά να κάθεται δίπλα στο φαρμακείο με μια σακούλα φαρμακείου και μετά να τρέχουν μαζί χέρι χέρι με τον μπαμπά να κρυφτούν κάπου. Τους έχασα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Φοβήθηκα ότι θα τους σκοτώσουν με την καραμπίνα. Άρχισα να ουρλιάζω δυνατά το όνομά μου, για να μη φοβάμαι. Και μετά έτρεχε ο μπαμπάς στο αυτοκίνητο με το πάπλωμα και άνοιξε γρήγορα το πορτμπαγκάζ, και το έβαλε μέσα. Μην κουνιέσαι! μου είπε. Και βούλωσέ το επιτέλους! Τι έπαθες, και ακούγεσαι σε όλο το τετράγωνο; Ήταν κατακόκκινος ο μπαμπάς. Μετά πλησίασε δίπλα στο αυτοκίνητό μας η νονά με το τζιπ. Σήκω τώρα! μου είπε ο μπαμπάς, πες γεια και ξανακρύψου! Είδα τη νονά να με χαιρετάει και μετά να μαρσάρει και να χάνεται στη στροφή. Τα νύχια της ήταν χρυσαφένια και τα μαλλιά της είχαν μια λευκή γραμμή στη μέση. Και σκάβανε στη γωνία, και σηκώθηκε σκόνη σαν αυτή του κουραμπιέ, όπως στα γουέστερν.

Απόσπασμα από το διήγημα «Τα παπλώματα της καραμπίνας»

.

.

 
Image

Iφιγένεια Σιαφάκα, Το ραβαγιό του Αργίρι

.

Γράμματα στον Άγιο Βασίλη και στον Σεν Νικολά με… άλλες ιστορίες

Ο Παναγιώτης, η Ρηνούλα, η Νικολίτσα, ο Αργύρης, τα δίδυμα Ιωάννης και Αριάδνη, ο Μποντουάν, η Μονίκ και ένα ακόμη παιδί που αρνείται να πει το όνομά του και ζει στο Βέλγιο είναι οι ήρωες των επιστολών-ιστοριών προς τον Άγιο Βασίλη και τον Σεν Νικολά (Άγιο Νικόλαο), που –εκτός από τον κλασικό ρόλο της μεταφοράς των δώρων στα παιδιά– γίνονται τώρα και αποδέκτες των θεμάτων που απασχολούν, θλίβουν βαθιά, θυμώνουν ή τρομάζουν τους μικρούς μας φίλους.  

Μέσα σε ένα διαπολιτισμικό πλαίσιο αναφοράς (Ελλάδα και εξωτερικό), ξεδιπλώνονται ιστορίες που αφορούν και σχολιάζουν την οικογένεια και τη δομή της, τις διαφορετικές κοινωνικές αντιλήψεις και προσανατολισμούς, τις μαθησιακές δυσκολίες και τις δυσκολίες ένταξης, την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, την ομογένεια (παλαιούς οικονομικούς μετανάστες και προσφάτως εκπατρισθέντες), τους εγκλεισμούς λόγω των τζιχαντιστικών επιθέσεων του 2015 στη Γαλλία και λόγω του covid στη συνέχεια.

O λόγος δίδεται στα παιδιά, που –ανεξαρτήτως εθνικότητας ή/ και κοινωνικής προέλευσης– έχουν ως κύριο αίτημα την αγάπη και μιλούν με καθηλωτική αμεσότητα, χωρίς τα φίλτρα, τους φόβους, τις υπεκφυγές, τις προκαταλήψεις και τα στερεοτυπικά προσκόμματα των ενηλίκων – η γιαγιά της Ρηνούλας (σε πρώτο πρόσωπο) αλλά και οι κηδεμόνες των παιδιών (στις αφηγήσεις τους) βρίσκονται εδώ για να μας το υπενθυμίσουν.

Και για τον λόγο αυτό, το βιβλίο απευθύνεται σε μικρούς και μεγάλους

ΥΠΟΨΗΦΙΟ ΓΙΑ ΤΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΙΒΒΥ 2023

 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Άντρας σε ρόδινο στέκι»

Το ρακί, η μιλόνγκα, τα θηλυκά, ε, μια φιλική βρισιά από το στόμα του Ροσέντο, μια φάπα που έδινε έτσι στο σωρό και που εγώ την έπαιρνα για χάδι, ε, άλλο δεν ήθελα για να ’μαι ευτυχισμένος. Είχα πέσει σε μια ντάμα που ακολουθούσε μια χαρά τα βήματά μου, σαν να τα μάντευε, που λένε, από τα πριν. Το τάνγκο μας έκανε ό,τι ήθελε: μας έσπρωχνε, μας χώριζε, μας σκόρπιζε, μας ξανάσμιγε. Έτσι γλεντούσαν οι άντρες, σαν μέσα σε όνειρο, όταν ξαφνικά μου φάνηκε πως η μουσική είχε δυναμώσει  – κι αυτό, γιατί είχε μπλεχτεί με τους κιθαριστές της άμαξας που τους ακούγαμε όλο και πιο κοντά. Ύστερα, γύρισε ο αέρας που τους έφερνε, κι εγώ αφοσιώθηκα ξανά στο σώμα μου και στο σώμα της ντάμας μου και στις περιελίξεις του τάνγκο. Και τότε ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα, μια γερή γροθιά και μια φωνή. Αμέσως, γενική σιωπή, ένα σπρώξιμο της πόρτας με τον ώμο, κι ο άντρας μπήκε μέσα. Ο άντρας έμοιαζε με τη φωνή του. […] Στη γωνιά του δρόμου ήταν σταματημένη η άμαξα, με τις δυο κιθάρες όρθιες στο κάθισμα, σαν άνθρωποι. Με πίκρανε που τις είχαν παρατήσει έτσι και κανείς δεν τις φύλαγε, λες και δεν μας είχαν άξιους να βουτήξουμε δυο παλιοκιθάρες. Μου την έδωσε όταν ένιωσα πως δεν αξίζαμε τίποτα. Είχα ένα γαρίφαλο στ’ αυτί· το ’πιασα και το πέταξα σε μια λακκούβα με νερό κι έμεινα λίγο εκεί να το κοιτάζω, σαν να μην ήθελα να σκεφτώ τίποτ’ άλλο. Και τι δε θα ’δινα να ’ταν κιόλας αύριο, να ’χα βγει απ’ αυτήν τη νύχτα.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Άντρας σε ρόδινο στέκι» σελ. 83 και 87, Άπαντα τα πεζά, Ι, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

.

 

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Ο χορηγός των ανομιών Μόνκ Ήστμαν»

.

Στα δεκαεννιά του, γύρω στα 1892, άνοιξε ένα πτηνοπωλείο με τη βοήθεια του πατέρα του. Η μελέτη της ζωής των ζώων και η παρατήρηση των μικρών αποφάσεων και της ανεξιχνίαστης αθωότητάς τους ήταν ένα πάθος που το κράτησε ως το τέλος της ζωής του. Στις δοξασμένες εποχές που έμελλε ν’ ακολουθήσουν, όταν αρνιόταν με περιφρόνηση τα πούρα που του πρόσφεραν φακιδιάρηδες σέιτσεμ του Τάμμανυ Χωλ, ή πήγαινε στα καλύτερα πορνεία με μια πρόωρη λιμουζίνα που έμοιαζε με φυσική κόρη γόνδολας, άνοιξε ένα δεύτερο ψευτομάγαζο με καμιά εκατοστή γατιά ράτσας και πάνω από τετρακόσια περιστέρια, που όμως δεν τα πουλούσε σε κανέναν. Τ’ αγαπούσε ένα ένα ξεχωριστά, και συχνά έκοβε βόλτες στη γειτονιά του μ’ έναν πανευτυχή γάτο στην αγκαλιά, ενώ οι άλλοι ακολουθούσαν όλο ζήλια.

Ήταν ένας άντρας ολέθριος και θηριώδης· με κοντό σβέρκο, όπως του ταύρου, στέρνο στιβαρό, μπράτσα μακριά και φιλόνικα, σπασμένη μύτη, ένα πρόσωπο –παρά τις ουλές– λιγότερο σημαντικό από το σώμα, πόδια στραβά σαν του τζόκεϊ ή του ναυτικού. Μπορούσε να βγει χωρίς πουκάμισο, ακόμα και χωρίς σακάκι, αλλά ποτέ χωρίς ένα μικρό, κολοβό καπέλο πάνω στο κυκλώπειο κεφάλι του. Η ανάμνησή του είναι ολοζώντανη. Σωματικά, ο τυπικός γκάνγκστερ των ταινιών είναι δική του καρικατούρα και όχι του πλαδαρού και αστάθμητου Καπόνε. Λένε πως ο Ουόλχαϊμ προσλήφθηκε στο Χόλλυγουντ, γιατί τα χαρακτηριστικά του παρέπεμπαν απευθείας σ’ αυτά του πολύκλαυστου Μονκ Ήστμαν, ο οποίος αρεσκόταν να περιπολεί στην αχρεία επικράτειά του με μια γαλάζια περιστέρα στον ώμο, σαν ταύρος μ’ έναν πύρρουλα στη ράχη.

Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Παγκόσμια ιστορία της ατιμίας, «Ο χορηγός των ανομιών Μόνκ Ήστμαν», σελ. 56,  Άπαντα τα πεζά, Ι, μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Πατάκη, 2014.

Photo: Vivian Maier

 

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, «Το ρεαλιστικό διήγημα»

.

To πέρασμα από το φανταστικό στο ρεαλισμό δεν είναι τόσο εύκολο όσο φαίνεται, από τη στιγμή που κανείς δεν ξέρει τι ακριβώς είναι η πραγματικότητα. Όλοι μας, φυσικά, έχουμε μια πραγματιστική ιδέα για την πραγματικότητα· απ’ την άλλη, όμως, η φιλοσοφία εξακολουθεί να ασχολείται με το πρόβλημα της πραγματικότητας. Ακόμα κι αυτή τη στιγμή που μιλάμε, φιλόσοφοι εξακολουθούν να ασχολούνται με αυτό το πρόβλημα, γιατί είτε δεν υπάρχουν λύσεις, είτε όσες υπάρχουν είναι αφελείς. Δεχόμαστε αυτό που μας δείχνουν οι αισθήσεις μας, παρά το γεγονός ότι ακόμη και ένα στοιχειώδες τεστ μπορεί να μας αποδείξει ότι οι αισθήσεις μας σφάλλουν πολύ εύκολα. Όλοι μπορούν να κάνουν πενήντα πολύ απλά τρικ για ν’ αποδείξουν πως η όσφρηση, η όραση και ό,τι άλλο μας επιτρέπει να επικοινωνήσουμε με τον έξω κόσμο, σφάλλουν με μεγάλη ευκολία· εντούτοις, με δεδομένο το ότι πρέπει να ζήσουμε και το ότι δεν μπορούμε να παραμείνουμε σε μια θεωρητική προβληματική, καταλήγουμε να δεχόμαστε την πραγματικότητα όπως μας δίδεται. Ωστόσο, η έννοια της πραγματικότητας είναι εξαιρετικά διαπερατή, αναλόγως των περιστάσεων και της οπτικής που υιοθετούμε. Επομένως, δεν είναι και τόσο εύκολο να περάσω απευθείας απ’ το φανταστικό σ’ αυτό που αποκαλείται ρεαλιστικό· υπάρχουν πολλές ενδιάμεσες ζώνες, που δεν μπορώ να τις αποσιωπήσω. Σε λίγο θα μιλήσω για αμιγώς ρεαλιστικά διηγήματα, αλλά όπως το «Αποκάλυψη του Σολεντινάμε» είναι ένα διήγημα το οποίο κινείται μεταξύ των δύο κόσμων που μπορούμε να τους αποκαλέσουμε ρεαλιστικό και φανταστικό, έτσι και στη λογοτεχνία υπάρχουν και άλλες μορφές ρεαλισμού: γίνεται λόγος για τον μαγικό ρεαλισμό, απαράμιλλος μετρ του οποίου για τη Λατινική Αμερική είναι ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες· επίσης έχει γίνει λόγος και για θαυμαστό ρεαλισμό, ως παραλλαγή του μαγικού.

Όσο αναλογιζόμουν αυτά τα προβλήματα, σκέφτηκα πως θα μπορούσε κανείς να μιλήσει και για συμβολικό ρεαλισμό στη λογοτεχνία. Ως κείμενο συμβολικού ρεαλισμού εννοώ ένα διήγημα –μπορεί να είναι και μυθιστόρημα–, το θέμα και την πλοκή του οποίου οι αναγνώστες μπορεί να δεχτούν ως απολύτως ρεαλιστικά, εφόσον δεν συνειδητοποιούν πως κάτω απ’ αυτή την αυστηρά ρεαλιστική επιφάνεια κάτι άλλο βρίσκεται κρυμμένο, κάτι που επίσης είναι πραγματικότητα, ακόμα πιο πολύ πραγματικότητα, μια πραγματικότητα πολύ πιο βαθιά και πολύ πιο δύσκολο να τη συλλάβουμε. Η λογοτεχνία έχει την ικανότητα να δημιουργεί κείμενα που να μας προσφέρουν μια τελείως ρεαλιστική πρώτη ανάγνωση, και μετά μια δεύτερη ανάγνωση, όπου θα διαφανεί ότι αυτός ο ρεαλισμός κρύβει στο βάθος του κάτι άλλο. Το καλύτερο που μπορώ να κάνω εν προκειμένω είναι να δώσω αμέσως ένα παράδειγμα, να προσπεράσω την καθαρή θεωρία. Για μένα ο αδιαμφισβήτητος μετρ, στον αιώνα μας, αυτού του είδους που το ονομάζω συμβολικό ρεαλισμό είναι ο Φραντς Κάφκα. […] Υποθέτω ότι όλοι έχετε διαβάσει τη Δίκη […] Συμβαίνει αρκετά συχνά στη ζωή, στη διάρκεια μιας αστυνομικής έρευνα για φόνους ή οποιουδήποτε είδους εγκληματική βία, κάποιοι ύποπτοι, ψυχολογικά ευάλωτοι, να περνάνε τραυματικές καταστάσεις όπου δεν τους χτυπάνε, δεν υπάρχει βία, αλλά απλώς τους οδηγούν βήμα βήμα  μέχρι να ομολογήσουν το έγκλημα για το οποίο τους υποπτεύονται, αλλά δεν έχουν αποδείξεις […] Μιλάμε για τους αθώους που εξαιτίας της ψυχολογικής πίεσης η οποία τους ασκήθηκε στη διάρκεια ατέλειωτων ανακρίσεων και της αργής συγκέντρωσης στοιχείων, καταλήγουν να παραδεχτούν πως έκαναν κάτι για το οποίο αρχικά δήλωναν αθώοι. Αυτό είναι κατά βάθος το θέμα του μυθιστορήματος του Κάφκα και δεν έχει τίποτα εξωφρενικό.

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας, «Το ρεαλιστικό διήγημα», σελ 143-146 (αποσπασματικά), μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Όπερα, 2021

Artwork: Agnes Buloche

 

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Ποιήματα μιας ανάσας

.

ΧΑΪΚΟΥ ΤΟΥ ΛΕΥΚΟΥ ΓΕΡΑΝΟΥ

.
Οι φτερούγες μου:
τα δεδομένα χέρια
των ερώτων μου.

.

ΑΜΑΖΟΝΕΣ

.
Αγριόχηνες,
γενναίες αμαζόνες
στο ταξίδι τους.

.

ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΟΛΗ

.
Ούτ’ έναν στίχο
οι αχάριστες πόλεις
δεν αξίζουνε.

.

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, Ποιήματα μιας ανάσας, Εκδόσεις Κουκκίδα, 2021

.

Φωτό: Brassai

 

Francis Picabia, Ιησούς Χριστός Ραστακουέρος, «Πόσο χρονών είσαι;»

.

Κάτω από ένα κλινοσκέπασμα, μέσα σε κάποιο δωμάτιο, σήμερα, όπου να ’ναι, κάνω έρωτα με τα χέρια ανοιχτά

Οι παχιές μαργαρίτες,

Σαν ισάριθμοι ήλιοι,

Κατακλύζουν το μυαλό μου

Το περιφραγμένο με αγκάθια

Η ευτυχία οσφραίνεται τα συντρίμμια του ίσκιου μας. Η ζωή θα έπρεπε να ήταν σαν λουτρό για να τεντώνουμε τα μέλη μας· όμως οι πράσινοι χλοοτάπητες κοκκινίζουν υπό τις φλόγες των χαδιών, όπως οι κορασίδες που δείχνουν την ήβη τους. Οι φουρνοί πηδάνε μες στο στόμα σας και μικρές κίτρινες τολύπες καπνού μπαίνουν μες στ’ αυτιά σας. Μουλιάστε τα χέρια σας μες στο ασήμι και το χρυσάφι το αρωματισμένο με βάλσαμο και βαστώντας ο ένας το μπράτσο του άλλου, με την ψυχή στα πόδια, ελάτε να με ψάξετε στον ορίζοντα.

Francis Picabia, Ιησούς Χριστός Ραστακουέρος, «Πόσο χρονών είσαι;», μτφρ.: Ευγενία Γραμματικοπούλου, εκδόσεις Οκτάνα, 2019

Artwork: Agnes Bulloche