RSS

Category Archives: Αλεσσάντρο Μπαρίκο

Αλεσσάντρο Μπαρίκο, Χιλιαεννιακόσια

Τον είχε βρει ένας απ’ τους ναύτες που τον έλεγαν Ντάννυ Μπούντμαν. Τον βρήκε, ένα πρωί που είχαν κατέβει όλοι στη Βοστόνη, μέσα σε μια χαρτονένια κούτα. Θα ήταν δεν θα ήταν δέκα ημερών, όχι παραπάνω. Ούτε που έκλαιγε καν, καθόταν ήσυχος, με τα μάτια ορθάνοιχτα, μέσα σ’ εκείνη την κούτα. Τον είχαν παρατήσει στην αίθουσα χορού της πρώτης θέσης. Πάνω στο πιάνο. (…) Ας είναι. Ο γερο-Μπούτμαν τον βρήκε εκεί, έψαξε για κανένα σημείωμα που να γράφει τίνος ήταν, μα το μόνο που είδε ήταν μια μπλε στάμπα πάνω στο χαρτόνι της κούτας που έλεγε: Tι. Ντι. Λέμονς. Είχε μάλιστα κι ένα σχεδιάκι στο πλάι, ένα λεμόνι. Μπλε κι αυτό. Ο Ντάννυ ήταν ένας μαύρος από τη Φιλαδέλφεια, θεόρατος σαν γίγαντας. Παίρνει το μωρό στην αγκαλιά του και του λέει: «Hello Lemon!» Κι ένιωσε κάτι να σκιρτάει μέσα του, ένα συναίσθημα σαν να είχε γίνει πατέρας. Σε όλη τη ζωή του από κει κι έπειτα δεν έπαψε να υποστηρίζει ότι εκείνο το Τι Ντι σήμαινε προφανώς Thanks Danny. Ευχαριστώ Ντάννυ.

Ήταν παράλογο, όμως αυτός το πίστευε στ’ αλήθεια. Το προόριζαν για κείνον αυτό το παιδί. Ήταν απόλυτα σίγουρος… Τι Ντι, Thanks Danny. Μια μέρα του έφεραν να δει κάποια διαφήμιση σε μια εφημερίδα, έναν άντρα με μια χαζόφατσα κι ένα μουστακάκι σαν ποντικουρά, σε στυλ Λατίνου εραστή. Δίπλα του ήταν ζωγραφισμένο ένα τεράστιο λεμόνι και λίγο πιο κει μια λεζάντα που έγραφε: Τάνο Νταμάτο, ο βασιλιάς των λεμονιών, βασιλικά λεμόνια και δεν ξέρω τι άλλες περγαμηνές και βραβεία ακόμα… Τάνο Νταμάτο… Ο γέρο-Μπούτμαν έμεινε ατάραχος. «Ποιος είν’ αυτός ο φλώρος;» ρώτησε. Και ζήτησε πάλι την εφημερίδα, γιατί πλάι στη διαφήμιση είχε τα αποτελέσματα του ιπποδρόμου. Όχι ότι έπαιζε ιππόδρομο : του αρέσανε τα ονόματα των αλόγων, αυτό ήταν όλο, είχε πραγματικό πάθος. Σου έλεγε κάθε λίγο και λιγάκι: «Άκου κει, αυτό που έτρεξε χθες στο Κλήβελαντ το βγάλανε Καπετάν Φασαρία, μα το πιάνεις; αν είναι δυνατόν! Kι αυτό εδώ, κοίτα, Κάλλιο Αργά… ε, είναι να πεθαίνεις στα γέλια!»

Τέλος πάντων, του αρέσανε τα ονόματα των αλόγων, είχε μεγάλη λόξα. Στ’ αρχίδια του ποιο θα κέρδιζε. Εκείνο που του άρεσε ήταν τα ονόματα. Το μωρό, λοιπόν, άρχισε να το φωνάζει με το δικό του όνομα: Nτάννυ Μπούντμαν. Η μόνη ματαιοδοξία που επέτρεψε ποτέ στον εαυτό του. Μετά πρόσθεσε δίπλα και το Τι Ντι Λέμον, ακριβώς όπως η σφραγίδα σ’ εκείνο το χαρτόκουτο, γιατί έλεγε πως ήταν πολύ αριστοκρατικό να έχεις αρχικά στη μέση του ονόματός σου : «Όλοι οι δικηγόροι έχουν», συμφώνησε κι ο Μπάρτυ Μπαμ, ένας μηχανουργός που είχε καταλήξει στη φυλακή χάρη σ’ έναν δικηγόρο που τον έλεγαν Τζων Πι Τι Κέιτ Γουώντερ. «Αν γίνει δικηγόρος, θα τον σκοτώσω», έλεγε κατηγορηματικά ο γερο-Μπούτμαν, αλλά εκείνα τα δύο αρχικά τα άφησε στο όνομα, κι έτσι βγήκε το Ντάνυ Μπούντμαν Τι Ντι Λέμον. Ωραίο όνομα ήταν. Το μελετήσανε λιγάκι, το είπαν μερικές φορές ψιθυριστά, ο γερο-Ντάννυ και οι άλλοι, κάτω στο αμπάρι, με τις μηχανές σβηστές, έξω απ’ το λιμάνι της Βοστόνης. «Ωραίο όνομα», είπε στο τέλος ο γέρο-Mπούντμαν, «αλλά κάτι σαν να του λείπει. Του λείπει ένα μεγάλο φινάλε». Ήταν αλήθεια. Του έλειπε ένα μεγάλο φινάλε. «Ας προσθέσουμε Τέταρτος», είπε ο Σαμ Στουλ, που δούλευε καμαριέρης. «Τετάρτη τον βρήκες, ας τον πούμε Τέταρτο». O Nτάννυ σκέφτηκε λιγάκι. Μετά χαμογέλασε.

«Είναι καλή ιδέα, Σαμ. Αλλά τον βρήκα και τον πρώτο χρόνο αυτού του καινούργιου, κωλογαμημένου αιώνα, έτσι δεν είναι; To 1900. Θα τον βαφτίσω λοιπόν Χίλιαεννιακόσια». «Μα αυτό είναι νούμερο!» «Ήταν νούμερο: τώρα είναι όνομα». Nτάννυ Μπούντμαν Τι Ντι Λέμον Χιλιαεννιακόσια. Τέλειο. Ωραιότατο. Βαρυσήμαντο όνομα – Χριστέ μου!– , στ’ αλήθεια βαρυσήμαντο. Μ’ ένα τέτοιο όνομα σίγουρα θα πάει πολύ μπροστά. Γείρανε πάνω από την κούτα. Ο Nτάννυ Μπούντμαν Τι Ντι Λέμον Χιλιαεννιακόσια τους κοίταζε χαμογελαστός: έμειναν αποσβολωμένοι: κανείς τους δεν περίμενε ότι από ένα τόσο δα μωρό θα έβγαινε ποτέ μια τόσο μεγάλη κουράδα. Ο Ντάννυ Μπούντμαν συνέχισε να δουλεύει ναύτης για οχτώ χρόνια, δύο μήνες και έντεκα μέρες ακόμα.

Κι έπειτα, στη διάρκεια μιας τρικυμίας, στ’ ανοιχτά του Ωκεανού, έφαγε μια βαριά τροχαλία στην πλάτη. Τρεις μέρες έκανε να πεθάνει. Όλα είχαν σπάσει μέσα του, δεν υπήρχε περίπτωση να τον ξανακολλήσουν. Ο Χιλιαεννιακόσια ήταν παιδάκι ακόμα. Έκατσε πλάι στο κρεβάτι του Ντάννυ και δεν κούνησε ρούπι από κει. Πήρε μια στοίβα παλιές εφημερίδες και επί τρεις μέρες, με απίστευτο κόπο, διάβαζε στον γερο-Ντάννυ, που τίναζε τα πέταλα, όλα τα αποτελέσματα του ιπποδρόμου που έβρισκε εκεί μέσα. Ταίριαζε τα γράμματα, όπως του είχε μάθει ο Ντάννυ, με το δάχτυλο κολλημένο στο χαρτί της εφημερίδας και τα μάτια γουρλωμένα. Έτσι, ο γερο-Nτάννυ πέθανε πάνω στην έκτη κούρσα του Σικάγου, που την είχε κερδίσει το Πόσιμο Νερό, με δυο πόντους διαφορά από τη Σούπα και πέντε από το Μπλε Μακιγιάζ. Η αλήθεια είναι πως δεν κατάφερε να μη γελάσει μ’ εκείνα τα ονόματα, και γελώντας τα τίναξε. Τον τύλιξαν μ’ έναν μουσαμά και τον παρέδωσαν στον Ωκεανό. Πάνω στο μουσαμά, με μπογιά κόκκινη, ο καπετάνιος έγραψε: Thanks Danny.

 

(…)

Θα μπορούσες να τον πεις τρελό. Δεν ήταν όμως έτσι απλά τα πράγματα. Όταν κάποιος σου περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια τη μυρωδιά της Μπέρτχαμ Στρητ τα καλοκαίρια, μετά τη βροχή, δεν μπορείς να σκεφτείς ότι είναι τρελός για έναν και μοναδικό ανόητο λόγο, ότι εκείνος στην Μπέρτχαμ Στρητ δεν είχε πάει ποτέ. Σε κάποιο βλέμμα, στα λόγια κάποιου άλλου, αυτό τον αέρα εκείνος τον είχε μυρίσει στ’ αλήθεια. Με τον τρόπο του: αλλά στ’ αλήθεια. Μπορεί τον κόσμο να μην τον είχε δει ποτέ του. Όμως, εικοσιεπτά χρόνια ο κόσμος πηγαινοερχόταν πάνω σ’ εκείνο το καράβι, τον κατασκόπευε. Και του έκλεβε την ψυχή. Σ’ αυτό ήταν μεγαλοφυΐα, δεν χωράει συζήτηση. Ήξερε ν’ ακούει. Και ήξερε να διαβάζει. Όχι τα βιβλία, αυτά καλά και άγια είναι, αλλά ήξερε να διαβάζει τους ανθρώπους. Τα σημάδια που οι άνθρωποι κουβαλούν μέσα τους: τόπους, φήμες, μυρωδιές, την πατρίδα τους, την ιστορία τους… Ολόκληρη, γραμμένη πάνω τους, κατάσαρκα. Αυτός διάβαζε, και μάλιστα με άπειρη φροντίδα, κατέγραφε, οργάνωνε, ταχτοποιούσε… Κάθε μέρα πρόσθετε κι ένα μικρό κομματάκι σ’ εκείνο τον απέραντο χάρτη του κόσμου απ’ άκρη σ’ άκρη, θεόρατες πόλεις και γωνιές με μπαρ, μεγάλα ποτάμια, λασποτόπια, αεροπλάνα, λιοντάρια, ένας χάρτης καταπληκτικός. Κι εκεί πάνω ταξίδευε μετά σαν θεός, καθώς τα χέρια του γλιστρούσαν στα πλήκτρα, χαιδεύοντας τις καμπύλες κάποιου ράγκταϊμ.

Αlessandro Baricco, Χιλιαεννιακόσια, σελ.18-23 (αποσπασματικά) και σελ. 37-38 (αποσπασματικά), μτφρ.: Σταύρος Παπασταύρου, Εκδόσεις Άγρα, 2002