.
Τα κυπαρίσσια στέκουν στην Αργολίδα
θεόρατες χτένες πλάι στους αγρούς
να ξεψειριάζουν τον άνεμο, λέει,
με τα ματωμένα γένια του Αγαμέμνονα –
τον άνεμο, με τις φονικές αστραπές
στους βοστρύχους της Κλυταιμνήστρας.
Γιατί μετά το θάνατο δεν υπάρχουν πια
καλοί ή κακοί, παρά μονάχα πράξεις∙
και οι πράξεις είν’ εφτάψυχες, ακόμα
κι αν αποκεφαλίστηκαν με δωρικό τσεκούρι.
Καβάλα στο μελένιο ελάφι της Αρτέμιδας
βγαίνει στον κάμπο η Ιφιγένεια, πάντα,
το δειλινό που ο ήλιος αυτοσφάζεται
ψηλά στα κυκλώπεια τείχη. Ποια είσαι;
τη ρωτούν οι περαστικοί∙ κι εκείνη λέει
πως είναι κόρη του μυλωνά απ’ το Μπερμπάτι
και πως πάει να βοσκήσει τη γιδούλα της
χορτάρι από χρυσάφι και χαλκό στα λιβάδια.
Απόψε θα ’χουμε ξαστεριά, ψιθυρίζει,
θα χαμηλώσουν τα πνεύματα
ο κάμπος θα γεμίσει άφωνες προσωπίδες.
Το ποτάμι που κατέβαινε απ’ τις Μυκήνες
με όλο το ασήμι και τη λάμψη του
ήταν πουκάμισο φιδιού πάνω στα βράχια.
Κωστής Παπακόγκος, Ιφιγένεια, από τη συλλογή Χιονισμένος λύχνος, Μανδραγόρας, Τα ποιήματα του 2012, Κοινωνία των (δε)κάτων
.