RSS

Category Archives: Μιχαήλ Λέρμοντοφ

Μιχαήλ Λέρμοντοφ, Ένας ήρωας του καιρού μας

Αναρωτιέμαι συχνά γιατί με τέτοια επιμονή προσπαθώ να κερδίσω την αγάπη μιας μικρής κοπέλας, την οποία δεν θέλω να κατακτήσω και ποτέ δεν πρόκειται να την παντρευτώ. Ποιος ο λόγος αυτής της γυναικείας κοκεταρίας; Η Βέρα μ’ αγαπάει περισσότερο απ’ όσο  η πριγκιπέσα Μαίρη θα μπορέσει ποτέ ν’ αγαπήσει κανέναν… Αν τουλάχιστον μού φάνταζε σαν μια αήττητη καλλονή, θα με έθελγε η δυστυχία του εγχειρήματος (…)

Φαίνεται υπάρχει μια απέραντη ηδονή στο να έχεις στην κατοχή σου μια νεαρή ψυχή που μόλις ανοίγει! Eίναι σαν ένα λουλούδι το πιο θεσπέσιο άρωμά του, όταν πάει να συναντήσει την πρώτη αχτίδα του ήλιου. Εκείνη τη στιγμή πρέπει να το κόψεις, κι αφού το ανασάνεις ολόκληρο μέχρι να το χορτάσεις, πέτα το στο δρόμο. Κάποιος μπορεί να το σηκώσει.

Μέσα μου αισθάνομαι αυτή την ακόρεστη πείνα που καταβροχθίζει ό,τι βρίσκεται στο δρόμο μου. Βλέπω τον πόνο και τη χαρά των άλλων μόνο σε σχέση με τον εαυτό μου∙ είναι τροφή που συντηρεί τις ψυχικές μου δυνάμεις. Εγώ πια δεν είμαι ικανός να κάνω τρέλες κάτω από την επήρεια του πάθους. Τη φιλοδοξία μου συνέτριψαν οι περιστάσεις, αλλά αυτή εκδηλώνεται με άλλη μορφή, γιατί φιλοδοξία δεν είναι τίποτε άλλο από τη λαχτάρα της εξουσίας. Έτσι η μεγαλύτερή μου ικανοποίηση είναι να επιβάλω τη θέλησή μου σ’ οτιδήποτε με περιστοιχίζει∙ να εμπνεύσω το αίσθημα του έρωτα, της υποταγής, του τρόμου… Υπάρχει άραγε μεγαλύτερη και ισχυρότερη απόδειξη εξουσίας; Το να είσαι για κάποιον η πηγή του πόνου και της χαράς του χωρίς να ’χεις για τούτο κανένα αντικειμενικό δικαίωμα, δεν είναι η πιο γλυκιά τροφή της περηφάνιας μας; Kαι τι είναι ευτυχία; Iκανοποιημένη περηφάνια. Εάν θεωρούσα τον εαυτό μου τον καλύτερο και τον πιο δυνατό άνθρωπο του κόσμου, θα ήμουν ευτυχισμένος. Εάν όλοι με αγαπούσαν, θα έβρισκα μέσα μου ατέλειωτες πηγές αγάπης.

Το κακό γεννάει το κακό. Η πρώτη φορά που υποφέρουμε, μας κάνει να καταλάβουμε τη χαρά τού να βασανίζεις τον άλλο. Η ιδέα του κακού δεν μπορεί να ’ρθει στο κεφάλι του ανθρώπου χωρίς να θελήσει να την εφαρμόσει στην πραγματικότητα. Οι ιδέες είναι δημιουργήματα του οργανισμού, είπε κάποιος. Η γέννησή τους τους δίνει ήδη μορφή, κι αυτή η μορφή είναι η πράξη. Σ’ αυτόν που στο κεφάλι του γεννιούνται περισσότερες ιδέες, αυτός ενεργεί περισσότερο από τους άλλους. Γι’ αυτό μια μεγαλοφυΐα που είναι καρφωμένη στο τραπέζι του δημόσιου υπάλληλου ή θα πεθάνει ή θα τρελαθεί, όπως ακριβώς ένας άντρας με τεράστιες σωματικές δυνάμεις που ζει μια καθιστική, ταπεινή ζωή, θα πεθάνει από αποπληξία.

Τα πάθη δεν είναι τίποτε άλλο από ιδέες στην πρώτη τους άνθηση: είναι η περιουσία της νιότης της καρδιάς και είναι ηλίθιος αυτός που νομίζει ότι ολόκληρη τη ζωή του θα τον συγκινούν. Πολλά ήσυχα ποτάμια ξεκινάνε σαν θορυβώδεις καταρράχτες, αλλά όμως ούτε ένα δεν κατρακυλά αφρισμένο ως τη θάλασσα. Όμως αυτή η ηρεμία περιέχει συχνά μεγάλη, αν και κρυφή, δύναμη. Η πληρότητα και το βάθος των συναισθημάτων δεν επιτρέπει παθιασμένες εκρήξεις∙ η ψυχή όταν υποφέρει και όταν αγάλλεται, δίνει ακριβή λογαριασμό για τον εαυτό της και ξέρει με βεβαιότητα τι χρειάζεται. Ξέρει πως χωρίς μπόρα, η αδιάκοπη κάψα του ήλιου θα την ξεράνει∙ τη διαπερνάει η δική της προσωπική ζωή, φροντίζει και φέρεται στον εαυτό της σαν σε αγαπημένο παιδάκι. Μόνο απ’ αυτή την υψηλή θέση της αυτογνωσίας μπορεί ο άνθρωπος να εκτιμήσει τη θεία δικαιοσύνη. ( … )

To βράδυ πολλά μέλη της μικρής αυτής κοινωνίας ξεκίνησαν πεζή για το λάκκο. Σύμφωνα με τους επιστήμονες εδώ, αυτός ο λάκκος δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας σβησμένος κρατήρας ηφαιστείου. Βρίσκεται στην πλαγιά του Μασούκ, περίπου ένα βέρτσι από την πόλη. Σ’ αυτόν οδηγεί ένα στενό μονοπάτι ανάμεσα στους θάμνους και τους βράχους. Στην ανηφοριά έδωσα το χέρι μου στην πριγκιπέσα κι εκείνη δεν το άφησε όλο το διάστημα του περιπάτου. H κουβέντα μας άρχισε με κακίες. Εγώ ταξινομούσα τους γνωστούς μας, παρόντες και απόντες, αναδεικνύοντας πρώτα τις αστείες κι ύστερα τις βλακώδεις πλευρές τους. Το φαρμάκι μου όλο ανέβαινε∙ είχα αρχίσει στ’ αστεία και στο τέλος ήμουν πραγματικά κακεντρεχής. Στην αρχή αυτό τη διασκέδαζε, μετά τρόμαξε.

– Είστε επικίνδυνος άνθρωπος, μου λέει. Προτιμώ να πέσω στο δάσος κάτω από μαχαίρι φονιά, παρά στη γλωσσούλα σας. Σας παρακαλώ, σοβαρά τώρα, όταν θα θελήσετε να μιλήσετε για μένα άσχημα, πάρτε ένα μαχαίρι και σφάξτε με καλύτερα. Δεν νομίζω πως θα δυσκολευτείτε.

– Γιατί, μοιάζω μήπως με φονιά;

– Είστε χειρότερος…

Σκέφτηκα μια στιγμή κι έπειτα είπα παίρνοντας μια βαθιά πληγωμένη έκφραση:

– Nαι, αυτή ήταν η μοίρα μου, από τα παιδικά μου χρόνια ακόμα! Όλοι διάβαζαν στο πρόσωπό μου σημάδια από ιδιότητες κακές που δεν υπήρχαν∙ όμως τις φαντάστηκαν κι έτσι αυτές γεννήθηκαν. Ήμουν σεμνός και με είπαν πανούργο. Είχα μια βαθιά αίσθηση του καλού και του κακού, κανείς δεν με χάιδεψε, όλοι ήθελαν να με προσβάλλουν∙ έγινα μνησίκακος. Ήμουν βλοσυρός εκεί που τ’ άλλα παιδιά ήταν χαρούμενα και φλύαρα. Αισθανόμουν ανώτερος, με τοποθετούσαν χαμηλότερα∙ έγινα φθονερός. Ήμουν έτοιμος ν’ αγαπήσω όλο τον κόσμο∙ κανείς δεν με καταλάβαινε και τότε έμαθα να μισώ. Η νιότη μου, που δεν άνθησε ποτέ, κύλησε με μάχες ενάντια στον εαυτό μου κι ενάντια στον κόσμο. Τα πιο ωραία αισθήματά μου, επειδή φοβόμουν μην τα περιγελάσουν, τα έθαβα στο βάθος της καρδιάς μου: εκεί και πέθαναν. Έλεγα την αλήθεια∙ δεν με πίστευαν κι άρχισα να λέω ψέματα. Γνωρίζοντας καλά τον κόσμο και τα κίνητρα της κοινωνίας των ανθρώπων, έγινα γνώστης της τέχνης της ζωής και είδα πως οι άλλοι, χωρίς καμιά γνώση, ήταν ευτυχισμένοι, απολαμβάνοντας χωρίς να πληρώσουν τα οφέλη εκείνα που εγώ τόσο είχα μοχθήσει να αποκτήσω. Και τότε στο στήθος μου γεννήθηκε η απελπισία: όχι εκείνη η απελπισία που έχει σαν μόνη γιατρειά μια πιστολιά, αλλά μια άλλη, ψυχρή, ανίσχυρη απελπισία, που κρύβεται πίσω απ’ την αβροφροσύνη κι ένα καλοκάγαθο χαμόγελο. Έτσι έγινα ηθικά ανάπηρος: η μισή ψυχή μου δεν υπήρχε, μαράθηκε, εξατμίστηκε, πέθανε, την απόκοψα και την πέταξα∙ η άλλη μισή κινιόταν, ζούσε, ήταν στην υπηρεσία του καθενός. Αυτό όμως κανείς δεν το πρόσεξε, γιατί κανείς δεν ήξερε την ύπαρξη του πεθαμένου της μισού. Αλλά εσείς τώρα μου ξυπνήσατε την ανάμνησή της κι εγώ μόλις σας διάβασα τον επικήδειο θρήνο της. Πολλοί θεωρούν τους επικήδειους γελοίους, εγώ όχι, ιδιαίτερα όταν θυμηθώ τι ενταφιάζεται εκεί. Πάντως δεν σας ζητώ να συμμεριστείτε τη γνώμη μου, και αν τούτα μου τα καμώματα σας φαίνονται αστεία, παρακαλώ, γελάστε ελεύθερα. Σας διαβεβαιώ ότι διόλου δεν θα με πειράξει.

Τη στιγμή εκείνη συνάντησα τα μάτια της∙ έτρεχαν δάκρυα. Το χέρι της που στηριζόταν στο δικό μου έτρεμε∙ τα μάτια της είχαν ανάψει. Με είχε λυπηθεί! H συμπόνια–αίσθημα που σ’ αυτό τόσο εύκολα υποκύπτουν όλες οι γυναίκες–είχε μπήξει τα νύχια της στην άπειρη καρδιά της. Σ’ όλη τη διάρκεια του περιπάτου ήταν αφηρημένη, με κανέναν δεν φλερτάρισε, κι αυτό είναι τρανή απόδειξη!

Φτάσαμε στον κρατήρα∙ οι κυρίες άφησαν τους καβαλιέρους τους, αλλά εκείνη δεν άφησε το χέρι μου. Τα ευφυολογήματα των ντόπιων λιμοκοντόρων δεν την έκαναν να γελάσει. Ο φοβερός γκρεμός μπροστά της δεν την τρόμαζε, ενώ οι άλλες κυρίες σκληρίζανε και κλείνανε τα μάτια. Στο δρόμο της επιστροφής δεν ξανάρχισα τη θλιβερή μας συζήτηση, αλλά στις ανούσιες ερωτήσεις μου και στα σαχλά αστεία, εκείνη απαντούσε μονολεκτικά και αφηρημένα.

– Έχετε ποτέ σας αγαπήσει; τη ρώτησα στο τέλος.

Με κοίταξε επίμονα, κούνησε το κεφάλι κι έμεινε πάλι σκεφτική. Ήταν φανερό ότι κάτι ήθελε να πει, αλλά δεν ήξερε πώς ν’ αρχίσει∙ το στήθος της ανεβοκατέβαινε… Τι να γίνει; Η μουσελίνα του μανικιού της ήταν μια πολύ φτωχή προστασία και η ηλεκτρική σπίθα πέρασε από το χέρι μου στο χέρι της. Όλα σχεδόν τα πάθη έτσι αρχίζουν κι εμείς συχνά γελιόμαστε όταν νομίζουμε πως μια γυναίκα μάς αγαπάει για τα φυσικά ή ψυχικά προσόντα μας∙ είναι βέβαιο πως αυτά την προετοιμάζουν, προδιαθέτουν την καρδιά της να δεχτεί την ιερή φλόγα, αλλά το πρώτο άγγιγμα είναι εκείνο που έχει την αποφασιστική σημασία.

 – Συμπαθητικά δεν σου φέρθηκα σήμερα; Με ρώτησε μ’ ένα βεβιασμένο χαμόγελο, καθώς επιστρέφαμε από τον περίπατο. Και είπαμε αντίο. Δεν είναι ευχαριστημένη από τον εαυτό της∙ αυτοκατηγορείται για ψυχρότητα… Α! αυτή είναι η πρώτη σημαντική νίκη. Αύριο θα θελήσει να με αποζημιώσει. Τα ξέρω όλ’ αυτά απέξω. Αυτό είναι που με κάνει να πλήττω! (…)

Μιχαήλ Λέρμοντοφ, Ένας ήρωας του καιρού μας, σελ.145-147 και 148-151 (αποσπασματικά), Η πριγκίπισσα Μαίρη, μτφρ.: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, Εκδόσεις Καστανιώτη, 1998

..

.

Του Άρη Μαραγκόπουλου, Το Βήμα, 16.08.1998

http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=102230

Το κύκνειο άσμα του εξομολογητικού ρομαντισμού, η αρχή του ρωσικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος και ο Μιχαήλ Λέρμοντοφ, που έχασε τη ζωή του σε μονομαχία στα 27 του χρόνια.

Ο τελευταίος βυρωνικός

Το Ένας Ήρωας του Καιρού μας (1839-1840) βρίσκεται στο τέλος μιας ρομαντικής διαδρομής που έχει την αφετηρία της στον Βέρθερο (1774) και στα Χρόνια Μαθητείας του Βίλχελμ Μάιστερ (1776-1796) του Γκαίτε όπως και στις Εξομολογήσεις του Ρουσσώ (1781)• διαδρομής που διακλαδίζεται ύστερα στο Atala (1801) και στο Rene (1805) του Σατωβριάνδου για να κορυφωθεί στο Πρελούδιο (1805) του Γουέρντσγουορθ και στο Προσκύνημα του Childe Harold (1812-1817) του Βύρωνα, ώστε να καταλήξει στον Δον Ζουάν (1819-1824) του ίδιου, στις Εξομολογήσεις ενός Αγγλου Οπιομανούς του Ντε Κουίνσυ (1821), στον Ευγένιο Ονιέγιν (1823-31) του Πούσκιν και, τέλος, στις Εξομολογήσεις ενός Νέου του Αιώνα μας (1836) του Μυσσέ.

Ανήκει δηλαδή σε εκείνη την τάση του ρομαντισμού που στην αφήγησή της λανθάνει περισσότερο ή λιγότερο εμφανώς η αυτοβιογραφία. Το ενδιαφέρον όμως σ’ αυτό το έργο του Λέρμοντοφ είναι ότι το μάθημα του ρομαντισμού και πιο συγκεκριμένα του βυρωνισμού διευρύνεται σε όρια που το καθιστούν αναμφισβήτητα το πρώτο ψυχολογικό μυθιστόρημα της Ρωσίας και ένα από τα αριστουργήματα του είδους.

Ο ποιητής Μιχαήλ Λέρμοντοφ γεννήθηκε στα 1814 στη Μόσχα και πέθανε μόλις 27 ετών, στα 1841, χτυπημένος σε μονομαχία. Εισήλθε 16 ετών στο Πανεπιστήμιο και γρήγορα με το θεατρικό του έργο Παράξενος Ανθρωπος που στρεφόταν εναντίον του φεουδαλισμού έγινε ανεπιθύμητος στο κρατικό ίδρυμα. Εγκατέλειψε τις σπουδές του και κατετάγη στο Ιππικό. Ως νεαρός αξιωματικός γνώρισε τόσο τη σκληρή ζωή του στρατού όσο και την κοσμική ζωή της Πετρούπολης. Στα 1837 ο μέντοράς του Πούσκιν (1799-1837) σκοτώνεται σε ηλικία 38 ετών κατόπιν μονομαχίας. Το ποίημα Ο Θάνατος του Ποιητή, που γράφει με την ευκαιρία ο μόλις 23 ετών Λέρμοντοφ, τον καθιστά αυτομάτως γνωστό σε όλη τη χώρα. Ταυτοχρόνως όμως, λόγω των υπαινιγμών του εναντίον της τσαρικής αυλής, το ποίημα τον καταδικάζει σε ένα είδος εξορίας: από την Πετρούπολη ο Λέρμοντοφ μετατίθεται στο Νιζγκόρσκ της Γεωργίας, στον Καύκασο. Επιστρέφει τον άλλο χρόνο στην Πετρούπολη αλλά σε δύο χρόνια εξορίζεται πάλι στο ίδιο μέρος, εξαιτίας μιας αναίμακτης μονομαχίας με τον γιο του γάλλου πρέσβη. Στον δρόμο για τον Καύκασο σταθμεύει για λίγο στα Ιαματικά Λουτρά του Πιατιγκόρσκ όπου συναντά έναν παλιό συμμαθητή του με τον οποίο μονομαχεί και σκοτώνεται κατά τον ίδιο τρόπο που τέσσερα χρόνια πριν είχε εκπνεύσει ο Πούσκιν.

Η ζωή του Λέρμοντοφ, που αδρά σκιαγραφήθηκε εδώ, θυμίζει βεβαίως την αντίστοιχη του βυρωνικού ποιητή. Κατά τον ίδιο τρόπο που η δημοσίευση των δύο πρώτων Cantos του Childe Harold’s Pilgrimage έκαναν εν μια νυκτί διάσημο τον 24 ετών Βύρωνα τον Μάρτιο του 1812, η δημοσίευση του ποιήματος για το θάνατο του Πούσκιν έκανε τον Λέρμοντοφ διάσημο σε όλη τη Ρωσία. Εξάλλου τόσο στην περίπτωση του Childe Harold όσο και σε εκείνη του Ηρωα του Καιρού μας η πρόσληψη του έργου από τους συγχρόνους ήταν περισσότερο από φανερό ότι στον ήρωα του αντίστοιχου έργου «αναγνώριζε» ένα πορτρέτο του ρομαντικού καλλιτέχνη σε νεαρή ηλικία.

Εκτός από αυτές και άλλες εξωλογοτεχνικές «συμπτώσεις» που αφορούν τη σύντομη αλλά πολυτάραχη ζωή και των δύο (π.χ. η αριστοκρατική καταγωγή, τα συνεχή ταξίδια, η εριστικότητα, η επαναστατικότητα, οι παθιασμένοι έρωτες ¬ ακόμη και η ανατομική δυσμορφία στο ένα πόδι!) παρασύρουν στην πιστοποίηση μιας εκλεκτικής συγγένειας ανάμεσα στον άγγλο ρομαντικό και στον κατά 26 χρόνια νεαρότερο ρώσο μαθητή του.

Η σοβαρότερη όμως συγγένεια μοιάζει να υπάρχει στη στενή συνάφεια ζωής και έργου που διακρίνει και τους δύο. Στο Ένας Ήρωας του Καιρού μας η πλοκή σε μεγάλο βαθμό παρακολουθεί την ίδια την περιπετειώδη ζωή του νεαρού συγγραφέα κατά τον τρόπο που αυτό γίνεται και στον Childe Harold του Βύρωνα. ‘Οπως μάλιστα ο βυρωνικός ήρωας «προσχεδιάζει» τον θάνατό του (Canto IV, 9) σε ξένη γη, που πράγματι θα επέλθει έξι χρόνια μετά για τον συγγραφέα του στο Μεσολόγγι, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο ο ήρωας του Λέρμοντοφ «προσχεδιάζει» έναν θάνατο που θα επέλθει για τον ίδιο τον συγγραφέα μόλις ένα χρόνο μετά την έκδοση του βιβλίου του και στις ίδιες ακριβώς συνθήκες με αυτές του ήρωά του!

Στο σημείο αυτό θα πρέπει ίσως να αφηγηθούμε αυτό το παράξενο βιβλίο. Παράξενο επειδή ως μυθιστόρημα έχει ιδιότροπη δομή. Αποτελείται από πέντε αυτοτελείς νουβέλες ¬ μάλιστα οι τρεις από αυτές (Μπέλα, Ταμάν, Μοιρολάτρης) είχαν ήδη δημοσιευθεί αυτοτελώς πριν από την έκδοση του βιβλίου σε κάποιο περιοδικό.

Η αλήθεια είναι πως η κάθε μία μπορεί να διαβαστεί ανεξάρτητα από τις άλλες. Ο αναγνώστης που θέλει να πάρει μια γεύση της μαγείας του βιβλίου και της στιβαρής μετάφρασης (από το ρωσικό) που του επεφύλαξε η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ μπορεί να ξεκινήσει άφοβα με το Ταμάν ή τον Μοιρολάτρη ¬ δύο νουβέλες που αποτελούν εξάλλου και το κλειδί για την ανάγνωση όλου του μυθιστορήματος.

Η «κανονική» όμως διήγηση ξεκινάει με τη νουβέλα Μπέλα: ο συγγραφέας σε ένα ταξίδι του στον Καύκασο γνωρίζει τον λοχαγό Μαξίμ Μαξίμιτς που του διηγείται την ιστορία της αρπαγής μιας Τσερκέζας από έναν αξιωματικό, κάποιον Πετσόριν.

Η διήγηση, με έντονο καυκασιανό χρώμα, φθάνει στο τέλος της με τον πικρό θάνατο της κοπέλας και την ανάγνωση να διακόπτεται πεζά λες και αυτός ο θάνατος ελάχιστα ενδιαφέρει τον συγγραφέα. Στην επόμενη νουβέλα (Μαξίμ Μαξίμιτς) έχουμε μια σύντομη συνάντηση ανάμεσα στον συγγραφέα-αφηγητή, τον αφηγητή της Μπέλα, Μαξίμ Μαξίμιτς και τον ήρωα της ιστορίας της Μπέλα, Πετσόριν! Στο τέλος της ο συγγραφέας-αφηγητής βρίσκεται με ένα ημερολόγιο στα χέρια ¬ εκείνο του Πετσόριν. Οι επόμενες τρεις νουβέλες είναι αποσπάσματα αυτού του Ημερολογίου. Κορυφώνονται στη μεσαία εκτενέστερη διήγηση, στην Πριγκίπισσα Μαίρη, όπου ο Πετσόριν σαγηνεύει δύο γυναίκες με απώτερο στόχο να τις εγκαταλείψει, ενώ παράλληλα προσχεδιάζει (και πετυχαίνει) τον θάνατο σε μονομαχία ενός παλιού του γνώριμου.

Ο αναγνώστης συνειδητοποιεί πλέον ότι όλες οι ιστορίες και όλα τα πρόσωπα που εμπλέκονται σ’ αυτές ουσιαστικά έχουν σχεδιαστεί για να σκιαγραφήσουν αποκλειστικά τον Ηρωα του Καιρού μας.

Ο Πετσόριν είναι το γενεσιουργό κύτταρο μιας ολόκληρης κοινωνίας που ενδοσκοπείται από τον συγγραφέα. Πιο σωστά: ο συγγραφέας διά της αυτοβιογραφικής του persona Πετσόριν αναδημιουργεί τις συνθήκες που θεωρεί ότι τον εξέθρεψαν ως Ηρωα του Καιρού του. «Αναδημιουργεί» με την έννοια της αριστοτελικής μιμήσεως. Πράγματι ο Λέρμοντοφ διά του ήρωά του δεν απομιμείται νατουραλιστικά τις όποιες εμπειρίες του προσωπικού του βίου• αντιθέτως ελέγχει την αντοχή τους, ελέγχει τη δυνατότητά τους να οδηγήσουν εις πράξιν σπουδαίαν και τελείαν.

Ο αδυσώπητος Πετσόριν, πότε ενοχικός, πότε αληθινά ένοχος, πότε αθώος, κατά κανόνα σατανικός παίκτης που ανατρέπει μεθοδικά τους κανόνες της τεκμηριωμένης ηθικής, αντλεί, όπως και το βυρωνικό πρότυπό του, κάτι από τον Μιλτόνειο Σατανά (στο πιο γνωστό ποίημα του Λέρμοντοφ, το Δαίμων, ένας άγγελος εξόριστος από τον Παράδεισο απολαμβάνει να σπέρνει το κακό στη Γη). Η φυγή, το pilgrimage του βυρωνικού ήρωα, αποτελούν επίσης και δικά του χαρακτηριστικά: ο Καύκασος γίνεται ο κατ’ εξοχήν εξωτικός τόπος της αποδημίας, κατά τον τρόπο που οι μεσογειακές χώρες αναγνωρίζονται ως εξωτικοί τόποι στα έκθαμβα μάτια του Childe Harold.

Ωστόσο η «μίμησις» του Λέρμοντοφ ανάγει την κοινωνική τύρβη σε ποίηση με ασφαλέστερο τρόπο απ’ ό,τι συμβαίνει στο έργο του προγόνου του. Με εμφατικά λιγότερες λυρικές εξάρσεις και με ισχυρότερα ποσοστά αυτογνωσίας, ο ήρωας του Λέρμοντοφ γνωρίζει ότι συχνά έχει «παίξει το ρόλο του πέλεκυ, στα χέρια της μοίρας! Σαν όργανο τιμωρίας επί της κεφαλής των καταδικασμένων θυμάτων, συχνά χωρίς μοχθηρία, πάντα χωρίς οίκτο…» βρίσκεται εν τέλει πιο κοντά στην (μη ποιητική) πραγματικότητα.

Αν ο επίσης βυρωνικός Πούσκιν αναρωτιέται με περισσή ειλικρίνεια μήπως ο Ευγένιος Ονιέγιν του «… είναι ένα κακόμοιρο φάντασμα, ένας επιπόλαιος μοσκοβίτης ντυμένος Childe Harold, η εικόνα των φαντασιώσεων ενός άλλου…», ο Λέρμοντοφ δεν χρειάζεται να αναρωτηθεί για τον Πετσόριν του. Παρ’ όλο που το βιβλίο βρίθει σε βυρωνικές αναφορές και μοτίβα, ο ήρωας του Λέρμοντοφ είναι κατά τούτο αυθεντικός σε σχέση με τους δύο φημισμένους προγόνους του: εκείνοι είναι εν πολλοίς φιλεύσπλαγχνοι ίσως, πλην απαθείς θεατές της ζωής και της ιστορίας• ο Πετσόριν αντιθέτως δρα ενσυνειδήτως ¬ παρ’ όλη των εγνωσμένη ματαιότητα του εγχειρήματός του. Δρα και, πράγμα που είναι ακόμη σπουδαιότερο για να τον διακρίνουμε από τους προγόνους του, κρίνει τις ίδιες του τις πράξεις.

Ο περίφημος κριτικός Βησσαρίων Μπιελίνσκι (1811-1848) που πρώτος επεσήμανε αυτή τη συγκεκριμένη διαφορά κατέληγε χαρακτηριστικά στη σχετική κριτική του: [Ο Πετσόριν του Λέρμοντοφ] «είναι ο Ονιέγιν της εποχής μας, ο ήρωας του καιρού μας».

Για να το πούμε διαφορετικά: το κλασικό αυτό έργο του Λέρμοντοφ ενώ εμπεριέχει όλα τα στοιχεία του βυρωνικού ρομαντισμού στο πρόσωπο του ήρωά του, και του εξομολογητικού ρομαντισμού στο ύφος, καταφέρνει και υψώνεται σε έναν αριστοτεχνικό ρεαλισμό, του επιπέδου που θα αναπτύξει η μεταγενέστερη γενεά των μεγάλων ρώσων ρεαλιστών.

Η ανοιχτή δομή του έργου του ¬ με διαδοχικές πρωτοπρόσωπες διηγήσεις που διαχέονται σχεδόν ακατάστατα η μία μέσα στην άλλη ¬ και τα διάσπαρτα στοιχεία της μυθοπλασίας ¬ που δεν συνδέονται ρητώς μεταξύ τους ¬ βρίσκουν εκπληκτικά τον ειρμό τους με το τέλος της ανάγνωσης.

Με αυτή τη συγκεκριμένη έννοια το Ένας Ήρωας του Καιρού μας είναι αφενός το κύκνειο άσμα του εξομολογητικού ρομαντισμού και αφετέρου η αρχή του ρωσικού ρεαλιστικού μυθιστορήματος. Αυτό το πετυχημένο αμάλγαμα ρομαντισμού και ρεαλισμού προσθέτει περισσή γοητεία στη σημερινή ανάγνωση του βιβλίου• η πρωτότυπη δομή, η αυθεντικότητα και η ποιητικότητά του το καθιστούν εξαιρετικά «μοντέρνο» αν όχι «σύγχρονο» δείγμα γραφής ¬ και εξαιρετικά διδακτικό για πεζογράφους (και αναγνώστες) που συγχέουν ακόμη τον ρεαλισμό με τη μηρυκαστική αναπαραγωγή της καθημερινότητας.

Artwork: Luis Gabriel Pacheco