RSS

Category Archives: Παύλος Μάτεσις

Παύλος Μάτεσις, GRAFFITO

.

Kαι συνέβη διάφοροι φίλοι και εταίροι των όσων χάθηκαν χτισμένοι μέσα στην Εθνική Βουλή να οργανώσουν ένα ομαδικό barbecue–μνημόσυνο στην πλατεία του χτηρίου. Οι, προς ώρας, επιζήσαντες πραγματοποίησαν επί τόπου ένα κοσμικό και πολιτικό και κοινωνικό συλλαλητήριο, αν και δεν ήξεραν εναντίον τίνος. Πάντως έψαλαν το «Επέσατε θύματα αδέρφια εσείς», χόρεψαν το τανγκό «Στη στεριά δεν ζει το ψάρι», επίσης τον θούριο-μαρς «Δεν θα την πάρουνε ποτέ τη γη των αυτοχθόνων», συνοδευόμενα με κραυγούλες του είδους oh! baby, baby. Είχαν προσέλθει και άτομα γαλαζωπού αίματος, μοντέλα, μοντελίστ, είδωλα του Τύπου, όλοι εξωσθέντες από τα ορεινά προάστια (το γκρουπόσκυλο Φωτούλα φαίνεται κάπου ολιγώρισε) και εκραύγαζαν, Εσείς τους εψηφίσατε, όχι ο Θεός!  Ο Θεός δεν είναι οβελιστής ούτε σουβλατζής! Yποψιάστηκαν επίσης τις γειτόνισσες χώρες και κυβερνήσεις, πως ίσως είχαν χώσει δάχτυλο χοντρό και μακρύ, υποδαυλιζόμενες από άλλες χώρες αλλοδαπότερες. Κι επειδή φοβήθηκαν μήπως η αντίστασή τους συναντήσει αντί-αντίσταση, αλλά και προέκταση του αστικού λοιμού, αποφάσισαν να μετακομίσουν τον θρήνο τους όλοι μαζύ στην υπεραστική Νήσο Μέδουσα, επειδή, είπαν, ποιες δυνάμεις γήινες ή άλλου επιπέδου θα αποτολμήσουν τέτοια υπερκοσμική νήσο! Θα δημιουργηθεί διεθνές τουριστικό επεισόδιο. Και, επιπλέον, μήνες τώρα είχαν να πλεύσουν προς Μέδουσα, που ενδεχομένως θα τους παρεξηγούσε. Και με αυτήν τη φιλοσοφία έπλευσαν.

 

Η νήσος Μέδουσα –το επώνυμό της ήταν αυτό– έφερε το βαπτιστικό όνομα Γοργόνα, στη δε ταυτότητά της δηλωνόταν ως κόρη της Μυρτάλης (η μετέπειτα Ολυμπιάς) και νόμιμη αδελφή του Μεγαλέξανδρου, το πιστοποιούσαν και όλα τα λαϊκά ποιήματα και παραμύθια. Γι’ αυτό έκανε τσεκάπ στις διερχόμενες φρεγάδες, να εξακριβώσει εάν ζει και πού ο αδερφός της και γενικώς παρενοχλούσε τα πλεούμενα. Στη νεανική ηλικία της την είχε καθαρίσει κάποιος Περσέας και, αντί ψυχικής οδύνης, οι συγγενείς τη μεταμόρφωσαν σε Νήσο Μέδουσα, που ανήλθε κοινωνικώς και απάνω της παραθέριζαν χειμώνα-καλοκαίρι και πραγματοποιούσαν τα πηδήγματά τους οι πλέον φιρμάτοι κώλοι της υδρογείου. Και έτσι τα λείψανα διασημοτήτων της πρωτεύουσας κατέστησαν τη Μέδουσα νήσο αριστοκρατική. Επιστράτευσαν πλοία εξαώροφα και πλοιοκτήτες με πείρα προπολεμική, αεροπλάνα κοσμικών συγκοινωνιών, ορισμένοι ανυπόμονοι και αερόστατα, καθώς και επαγγελματίες βαστάζοντας κολυμβητες, για να μεταφέρονται ιππαστί κατά τους κολυμβητικούς αγώνες. Και συνάχτηκαν εκεί γενικώς οι ανωτέρας κοινωνίας, όσοι διέθεταν οικόσημο και οικογενειακό δενδρύλλιο. […] Στην ουσία, η Νήσος Μέδουσα ήταν ένα νησί χωρίς βάθος, σε σχήμα πιατέλας για μουσταλευριά. Γι’ αυτό, και με τα υπέβαρα ονόματα στην πλάτη, εμπατάρισε και όλα της τα κατοικίδια, σερβιτόροι, μοντέλα και παρεμφερή, τα άδειασε πλαγιαστά στο πέλαγος. Η Νήσος τελικά προγραμμάτισε να μείνει μόνο τρία χρόνια στα βάθη. Όσο για τους καλεσμένους της, είχαν το ελεύθερο να εκβρασθούν όποτε θα τους έκανε κέφι.

Παύλος Μάτεσις, GRAFFITO, από το κεφάλαιο Νήσος ναυαγεί και βουλιάζει,  σελ. 95 κ.ε., Καστανιώτης 2009

 

 

Παύλος Μάτεσις, GRAFFITO

Και ενώ οι περαστικοί μπούχτισαν το θέαμα –μερικοί είχαν βγάλει τα γάντια, η ζέστη τώρα ήταν έντονη–, συνέβη να ακουστούν, από το υπερώο της Βουλής, να ακουστούν κακαρίσματα, και ακολούθως παρουσιάστηκαν κότες. Η παρουσία και σίτιση κοτών στο ίδρυμα της Βουλής αποτελούσε αναφαίρετο προνόμιο των βουλευτών, είχε ανάγκη τα αυγά τους, είτε να τα ρουφάνε ωμά για την εναρκτήρια δημηγορία τους ή για διαπληκτισμούς σε debate. Και όταν έπαιρνε σύνταξη, κάθε βουλευτής αποσυρόταν με το προσωπικό του αυτοκίνητο, τον προσωπικό του χωροφύλακα, την προσωπική του σύνταξη και την προσωπική του κότα. Και οι κότες τώρα, όλες τους ασορτί στο χρώμα, μονόχρωμες, αρχίζουν να φτερακάνε αποφασισμένες, θιγμένες κυρίως. Πλην ορισμένες δεν είχαν το απαιτούμενο πτητικό ταλέντο και έπεσαν, ανάσκελα μάλιστα, με τα νύχια πεταγμένα έξω και συνωστίζονταν ανάμεσα στους πυρακτωμένους αλλά εξαερωμένους γνωστούς και «φίλους του κόμματος», μπουναμάδες και τέτοια, με τρόπο γενικά άγαρμπο, μερικές μάλιστα και ξεπουπουλιασμένες. Οι υπόλοιποι όμως, που είχαν ειδικευτεί σε πτήσεις, πετυχαίνουν να ξεφύγουν προς τα επουράνια, αποφεύγουν σύγκρουση με τα ουράνια σώματα (αυτό από καλή τους τύχη μόνο, δεν κατείχαν από αστροφυσική και βαρυτικές έλξεις) και προσγειώνονται τελικά στη στρατόσφαιρα, όπου και κούρνιασαν, αφού πρώτα δοκίμασαν να τους επιβάλουν έξωση κάποια άλλου είδους ιπτάμενα όντα, με άλλου είδους φτερά, έγχρωμα και ίσως λουστραρισμένα με λακ από κομμωτήριο. Τελικά όμως και τα δύο μέρη αποδέχτηκαν να συναγελάζονται. Προσωρινά, υπογράμμισαν τα  άλλου είδους όντα. Οι κότες κοίταξαν κάτω, πλην μόνο ουράνια σώματα έβλεπαν. Πότε θα έρθει η παλινόρθωση να ξαναπάρουμε τη θέση που εκ του συντάγματος μάς ανήκει στη Βουλή, έλεγαν, και κατά βάθος εζήλευαν τα πολύ λουσάτα φτερά των συγκατοίκων τους.

Παύλος Μάτεσις, GRAFFITO, από το κεφάλαιο Και οι κότες  σελ. 25-26, Καστανιώτης 2009

Artwork: Hollie Chastain

 
Image

Παύλος Μάτεσις, Η μητέρα του σκύλου

ron kostoff 91

.

Στην αμμουδιά, στρώσαμε κουβέρτα, πολύ κοντά στο κύμα ήθελε η Αφροδίτη. Την απιθώσαμε, είχε κρυάκι και φρεσκαδούρα, και όλες μας ανατριχιασμένες. Το κύμα επιτσίλιζε την Αφροδίτη, όμως αυτηνής το δέρμα δεν ανταποκρινόταν, δεν σήκωνε ανατριχίλα. Ήταν σαν αδέσποτη ιδιοκτησία, μία αποσκευή που την κουβάλησαν για να την παραλάβει το πρωινό πλοίο της γραμμής και δεν την επήρε. Και απ’ αυτό εγώ κατάλαβα πως η Αφροδίτη πεθαίνει, που δεν την ανατρίχιαζε. Αδίκως τινάζονταν καταπάνω της οι πιτσιλιές και η αρμύρα του κύματος, καμία ανταπόκριση από την Αφροδίτη. Μόνο χαμογελούσε ξεθωριασμένα. Εστρώσαμε εμείς και φάγαμε σταφίδα και δύο κυδώνια ψημένα με πετιμέζι∙ η Αφροδίτη δεν πεινούσε καθόλου, κράταγε δυο σπυριά σταφίδα στη χούφτα της, δεν πεινάει εδώ κι ένα μήνα είπε η μάνα της. Το μόνο καλό από τη συχνή γεύση του αίματος στο στόμα της: που της έφυγε κάθε πείνα. Εμείς οι άλλες εφάγαμε. Η Αφροδίτη μόνο κοίταζε τη θάλασσα και κρατούσε τα δύο σπυριά σταφίδα και λιαζόταν και κοίταζε τη θάλασσα και εκάλυψε με την κουβέρτα τα πόδια της που είχαν γίνει παιδικά, και τ’ απομεσήμερο εφώναξε ξαφνικά ζήτω, μία φορά. Και μετά εσιώπησε.

Παύλος Μάτεσις, Η μητέρα του σκύλου, σελ. 54-55, 46η έκδοση, Εκδόσεις Καστανιώτη, 2001

Πίνακας: Ron Kostoff

.

.

.

 

Tags: