RSS

Category Archives: Ζαν-Πιερ Μιλοβάνοφ

Ζαν-Πιερ Μιλοβάνοφ, Η λάμψη της Αντωνίας

catherine-alexandre-11.jpgΜισή ώρα αργότερα το κάρο σταματούσε μπροστά στο κεφαλόσκαλο του σανατορίου, και ο γιατρός Φλος, αυτοπροσώπως, υποδεχόταν τη νεαρή ασθενή. Αποδεικνύοντας ότι η αλλαγή κλίματος και η συνάντησή της είχαν κάνει καλό, η Αντωνία δεν παραληρούσε πλέον, αλλά χαμογελούσε με επιείκεια παρακολουθώντας το τυπικό που συνοδεύει την εισαγωγή σε κάθε είδους καθαρτήριο. Δέχτηκε καλόβολα το μικρό μεσημβρινό δωμάτιο που της παραχώρησαν και δεν έφερε καμιά αντίρρηση να φορέσει το ζουρλομανδύα από υπόλευκο λινό ύφασμα, που την ενθρόνιζε στη νέα κοινότητα και αποτελούσε μαζί με τα κρύα ντους και τα αφεψήματα το κύριο μέρος της θεραπείας. Έχοντας εισαχθεί δύο φορές σε παρόμοιο ίδρυμα, και καθώς δεν αποκλείεται να επιστρέψω εκεί μετά την ολοκλήρωση αυτής της ιστορίας, δεν σκοπεύω να περιγράψω μέρα με την ημέρα, ώρα με την ώρα και αίσθηση με την αίσθηση, τις μεταμορφώσεις ενός πνεύματος που, σε μια πρώτη φάση, έπαψε να περικλείει χρώματα και κινήσεις, σκέψεις και ιδέες, πάθη και συγκινήσεις, και κάποια στιγμή υπέστη ενδόρηξη όπως τ’ αστέρια που πεθαίνουν.

Για να δώσω μια ιδέα του παραλογισμού της Αντωνίας, θα αρκεστώ σε ένα μόνο παράδειγμα: ένα απόγευμα που η νεαρή γυναίκα, τυλιγμένη σε ένα πανωφόρι φοδραρισμένο με αρνίσια προβιά που έκρυβε το ζουρλομανδύα, απολάμβανε τις ακτίνες του ήλιου στον κήπο, ένας σκίουρος πλησίασε την πολυθρόνα της. Η Αντωνία του μίλησε στη γλώσσα των σκίουρων, που αποτελείται από μασουλίσματα, τρομαγμένες φωνούλες και τριψίματα της γούνας. Και η συνάντηση ξετυλίχτηκε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Συζήτηση σε βάθος πάνω στα προβλήματα της ημέρας, ανταλλαγή διευθύνσεων, υπόσχεση να ξαναϊδωθούν, κτλ. Δυστυχώς για την υγεία της προγιαγιάς μου, αυτό το είδος σκίουρου ζει στο βουνό, σε υψόμετρο πάνω από χίλια πεντακόσια μέτρα και, όπως γνωρίζουμε όλοι, δεν συναντάται στις θαμνώδεις περιοχές των λόφων. Αυτό το επεισόδιο, στο οποίο ο μονολιθικός γιατρός Φλος απέδωσε υπερβολική σημασία, υπήρξε το τελευταίο πριν από την ίαση της ασθενούς. Διότι το ανέλπιστο συνέβη σε πείσμα όλων των προγνώσεων.

Η Αντωνία δεν αφέθηκε να καταστραφεί από την τρέλα. Η Αντωνία γλίτωσε τον εγκλεισμό σε ψυχιατρείο. Η Αντωνία ξαναβρήκε την ελευθερία και την επαφή με τον κόσμο, ναι, το λέω άλλη μια φορά για να το χωνέψω, η Αντωνία γιατρεύτηκε, η Αντωνία έγινε Αντωνία. Το πώς συνέβη αυτό είναι μία άλλη ιστορία. Ως προς την απροσδόκητη θεραπεία βρίσκομαι στην ίδια θέση με το βοτανολόγο που, έχοντας ανακαλύψει ανάμεσα στις σελίδες ενός παλιού λευκώματος ένα άγνωστο λουλούδι, θα πρέπει, ξεκινώντας από το χρώμα, το μέγεθος, τη μυρωδιά και τα γενετικά χαρακτηριστικά του, να αναπαραστήσει μιαν άνοιξη, μια χώρα, μιαν εποχή και ανθρώπους που κάνουν περίπατο. Η μόνη δικαιολογία και η μοναδική βοήθεια στο εγχείρημά μου αυτό (απ’ ό,τι γνωρίζω) είναι η ίδια η πραγματικότητα, όσο αναληθής και αν φαίνεται. Η πραγματικότητα είναι, λοιπόν, η εξής: H Αντωνία, σχεδόν από τη μια μέρα στην άλλη, έπαψε να παραληρεί σαν να είχε τινάξει το χιόνι από τα μαλλιά της. Πιστεύω ότι, για να πραγματοποιήσει αυτήν τη θεραπευτική κίνηση, την ως τώρα απαγορευμένη σε μένα, για να μπορέσει να σώσει το σώμα και το πνεύμα της, δέχτηκε τη βοήθεια κάποιου για τον οποίο δεν γνωρίζω τίποτα, αλλά που διαισθάνομαι την ύπαρξή του παρ’ όλη τη χρονική απόσταση, και που ορκίζομαι να τον ανακαλύψω για να τον δικαιώσω.

Πρέπει να υποθέσουμε ότι ανάμεσα στο προσωπικό της κλινικής υπήρχε ένα πλάσμα από εκείνα που εκ πρώτης όψεως τα θεωρούμε χωρίς ιδιαίτερες αρετές ή αξία, διότι τα αυστηρά τους πρόσωπα και τα καφετιά τους φορέματα συγχέονται με την υγρασία των τοίχων. Τέτοια πλάσματα, που είναι πάντα στην υπηρεσία των άλλων, δεν αναρωτιόμαστε από πού έρχονται ούτε τι προσδοκούν από μια ζωή που το χρώμα της έχει καθοριστεί μια για πάντα. Τους αρκεί να είναι εκεί, αυτό είναι όλο, όπως είναι εκεί η υγρασία μόλις μπει ο Νοέμβριος, η δίψα και η σκόνη το καλοκαίρι. Το άτομο που διακρίνω, μια γυναίκα προφανώς, πρέπει να αντιπροσωπεύει για το φύλο της κάτι ανάλογο με αυτό που αντιπροσωπεύω εγώ για το δικό μου: ένα βλαστάρι λίγο στραβό που δεν κλαδεύτηκε ποτέ, το οποίο στερήθηκε άλλοτε τη βροχή και άλλοτε το φως, αλλά διατηρεί στους κόμπους και στα μπουμπούκια του τέτοια αποθέματα που κανένας κηπουρός δεν υποψιάστηκε ποτέ. Αυτή η γυναίκα –μόλις τώρα μου το επιβεβαίωσε η Παυλίνα– υπήρξε πραγματικά.

Ονομάζεται Εσθήρ. Πέθανε το 1920. Την εποχή που με ενδιαφέρει, είναι τριάντα πέντε, σχεδόν τριάντα έξι ετών, θεωρείται δηλαδή ήδη γεροντοκόρη, ένα άτομο περιθωριοποιημένο, που η μοναξιά του δεν γεννάει καλοπροαίρετα αισθήματα στους άλλους. Κακοντυμένη και καχεκτική, τη φαντάζομαι μετρίου αναστήματος, με απότομες αλλά ακριβείς κινήσεις, με εμφάνιση καλόγριας, με το σοβαρό και στεγνό πρόσωπο των υπηρετριών που έμαθαν πολύ νωρίς να μην κλαίνε μπροστά σ’ εκείνους που θα μπορούσαν να περιγελάσουν τη θλίψη τους. Δεν είχε ποτέ αρραβωνιαστικό ούτε κανένα συγγενή. Η οικογένειά της, έλεγαν, ήταν θαμμένη σε τρία διαφορετικά νεκροταφεία της Λοζέρ. (…)

Όταν ένα άτομο, που ανήκει στην τελευταία βαθμίδα της κοινωνίας, πιστεύει ότι η μοίρα δεν του έταξε να εκπληρώσει κανένα σκοπό και ότι το πέρασμά του πάνω στη γη δεν θα είναι σαν του ανέμου ή της βροχής που χαρίζουν τη ζωή, αλλά σαν το πέρασμα του ξερού κλαδιού που θρυμματίζεται μέσα σ’ ένα χαντάκι, τότε αυτό το άτομο, σε αντιστάθμισμα των φορτίων που κουβαλάει, συμβαίνει να είναι προικισμένο με μιαν ελαφρότητα τόσο σπάνια όσο και απροσδόκητη.

Η σοβαρότητα αρμόζει στους κυρίαρχους του χρόνου που έχουν καθήκον να παρουσιαστούν μπροστά στην ιστορία με συνοφρυωμένο και ανάλογο των περιστάσεων πρόσωπο. Είδε ποτέ κανείς έναν υπουργό με γαρίφαλο στο αυτί ή με ψεύτικη ελιά ζωγραφισμένη στη μύτη; Όμως στο στάβλο, στο πλυσταριό, στην κουζίνα ή δίπλα στο ντουλάπι με τις σκούπες, ξέρουμε ότι οι χοντροκομμένες φάρσες αποτελούν την κινητήρια δύναμη του κόσμου, ότι τα αφεντικά είναι τα καλύτερα θέματα για χωρατά, ότι τα σπαθιά, οι επίσημες στολές, οι κορδέλες, οι ομιλίες, οι αγιασμοί είναι τα φτερά ενός μεγάλου ανεμόμυλου που αλέθει τα όνειρα και τις αυταπάτες των ανίκανων. Έτσι ήταν, έτσι είναι και έτσι θα είναι πάντα.

Ζαν-Πιερ Μιλοβάνοφ, Η λάμψη της Αντωνίας, σελ. 46-51 αποσπασματικά, μτφρ.: Kατερίνα Κολλέτ, Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2000

Πίνακες: Catherine Alexandre

.

.