http://www.staxtes.com/2013/05/to.html
Χ
θες το απόγευμα έλαβα στο σπίτι ένα γράμμα. Ήταν η ώρα που σκοτείνιαζε, κι έλεγα στον πατέρα «όπου να ’ναι θά ’ρθει», κι ανάβαμε το τζάκι με τα καυσόξυλα που άρον άρον είχα μεταφέρει από την αποθήκη στην ποδιά μου. Η αποθήκη βρωμάει σαν νεκρός, δεν έχουμε παράθυρα, κι έχει και νεογέννητα ποντίκια που τσιρίζουν. Εγώ έχω εφεύρει να πηγαίνω πάντα γρήγορα την ώρα που όλοι ανάβουμε τα τζάκια και η ομίχλη βρίσκει χώρο να καθίσει στην κοιλάδα — μυρίζει τότε καμένο ξύλο στην αυλή, και είναι όλα θολά κι ονειρεμένα, κι εγώ ρουφάω μιαν ανάσα. Χθες κατέβασα δυο ανάσες, κατ’ εξαίρεση, και ύστερα χτύπησε και η πόρτα δύο φορές.Σημάδι.Μία, δειλά.Μια δεύτερη λίγο.……………….______________________________