RSS

Category Archives: Σταύρος Ζαφειρίου

Σταύρος Ζαφειρίου, Landvermesser

.

Σχολαστικὰ καταγράφοντας τὰ σημεῖα τ’ ἀδόμητα

χρόνων ἀρχαίων κι ἐποχῶν σημερινῶν,

σκουπιδότοπους, τόπους νεκρῶν

καὶ σκουριασμένου μετάλλου,

μέτρα σπαταλημένα στὴν ἀποσύνθεση,

ἔδαφος στέρεο σὲ τοῦτο τὸ στέρεο σύμπαν·

.

σὰν ἐπαγγελματίας μὲ μόνη του ἔπαρση

τὰ ἐπηρμένα σκέλη τοῦ ἀνθρώπινου λόγου

καὶ τὶς ἀκολουθίες τῶν ἀριθμῶν,

ἐπινοῶ καὶ ἀπαλλοτριώνω,

ζυγίζοντας μέσα στὴ χούφτα μου

τὴ συλλαβὴ καὶ τὴ λέξη, τὸ βραδὺ

τοῦ ἀνάπαιστου καὶ τὸ γοργὸ τοῦ ἰάμβου,

τὴν ἐλεήμονα πράξη τῆς ἀντιπαροχῆς.

.

Μὲ κέρδος ἐργολαβικὸ νὰ ζῶ ἀνάμεσά σας.

.

─ Νὰ χτίσουμε, νὰ χτίσουμε, μίλησε ἡ φωνή.

Ὑπάρχει χῶρος μὲς στὸν χῶρο ποὺ ὑπάρχει·

καὶ ὑπάρχει γνώση γιὰ νὰ ἐπενδυθεῖ

στὰ κοσμικὰ συμφέροντα τὸ λογικὸ καὶ τὸ ἔμψυχο τοῦ νοῦ.

Σχεδιάστε τὶς τομὲς καὶ τὶς κατόψεις,

σκιάστε τὶς ἀκάλυπτες πλευρές·

ὑπάρχουν τρόποι νὰ στεγάσουμε τὸ μάταιο

μέσα σὲ θέσφατα σχημάτων καὶ μορφῶν,

ἄσυλο νὰ προσφέρουμε στὸ μάταιο,

ἠχὼ στὴν ἴδια τὴ φωνή του στοὺς θαλάμους.

.

─ Νὰ χτίσουμε, νὰ χτίσουμε·

ὑπάρχει ἔρημος νὰ χτίζουμε διαρκῶς,

σώζοντας ἀπ’ τὴ σήψη τὰ φαινόμενα,

καὶ ἡ ἔρημος ποὺ ἤδη ἔχει χτιστεῖ

στοὺς πρόποδες καὶ στὰ πρανῆ τῶν πύργων.

.

Ἦταν ἀργὰ βράδυ σὰν ἔφτασε ὁ Κ στὸ χωριὸ ποὺ τὸ σκέπαζε βαθὺ χιόνι… Κι οὔτε ἕνα ἀδύναμο φωτάκι δὲν ἔδειχνε πὼς κάπου ὑπῆρχε ὁ μεγάλος Πύργος.

.

Πάλι λοιπὸν ὁ κύριος χωρομέτρης!

Ἕνας κοινὸς ἀπατεὼν ποὺ τάχα ἔχει κληθεῖ

γιὰ νὰ χωρομετρήσει τὸ ἀπροσμέτρητο,

αὐτὸ ποὺ ὀνομάζουν θεία χάρη

χωρὶς ποτὲ νά ’χει ἀποκαλυφθεῖ

ἡ ἐνοχὴ ποὺ κρύβει τ’ ὄνομά της.

.

Χωρὶς ποτὲ κανένας νὰ μοῦ πεῖ

στ’ ἀλήθεια χωρομέτρης τί σημαίνει.

.

Σταύρος Ζαφειρίου, Landvermesser, από τη συλλογή Χωρικά, εκδόσεις Νεφέλη, 2007

Πίνακας: Jan Sluijters

 

Σταύρος Ζαφειρίου, Ἐπιτέλους τὰ σύνορα

.

.

Καὶ οἱ φυλὲς σκορπίστηκαν κατὰ τὴν τάξη τῶν ἄστρων

καὶ τὴ φιλάνθρωπη ροὴ τῶν ποταμῶν:

τοῦ Φισῶν, ποὺ ἡ λάσπη του γεννᾶ τὸ χρυσάφι,

καὶ τοῦ Εὐφράτη καὶ τοῦ Τίγρη καὶ τοῦ Αἰθίοπα·

κάθε μιὰ ἐκπληρώνοντας τὴ δικιά της εὐθεία,

τὰ δικά της σημεῖα ποὺ ἑρμηνεύουν τ’ ἀγγέλματα·

.

τοὺς καιροὺς τοῦ ἐνιαυτοῦ μὲ τὸ ἀλεύρι τὸ ἄζυμο,

τὸ αἷμα τὸ ἀκοίμητο μετὰ τὴ λατρεία,

τὸ μύρο τοῦ χρίσματος, τὸ μαλλί, τὸ ἀσήμι,

τὸν θερισμὸ καὶ τὴ συγκομιδή.

.

Μέρες παλιές, σπίτια παλιὰ ὅπου γεννήθηκα,

ταβάνια χαμηλὰ ὅλες τὶς ὧρες,

ἁφὴ τοῦ ἄχυρου, ὀσμὴ τοῦ χορταριοῦ,

ἀνάμεσα σὲ ἀθήλαστους μαστοὺς γεύση τοῦ ἱδρώτα.

.

Νύχτες ποὺ ἡ πάχνη ξάφνιαζε τὰ γερασμένα μέλη,

τὰ μάτια ὅμως γύρευαν λίγο ἀκόμη φῶς,

νὰ μὴ λαθεύει πιὰ ἡ εὐλογία

καὶ βιαστικὰ χαρίζει τὴ δροσιὰ τῶν οὐρανῶν

–ἢ τὸ πλῆθος τῆς γῆς σὲ κρασὶ καὶ σὲ λάδι–

στὸ λεῖον τοῦ δόλου ἀντὶ στὸ δασύ.

Μὲ τὶς σκιὲς ἀθόρυβα νὰ λύνουν τὰ μαλλιά τους,

ἀθόρυβα νὰ ξεγλιστροῦν ἀπ’ τὸ ἀσελγὲς τῆς μνήμης

·

πάντα μιὰ πράξη πέρα ἀπ’ τὴν αὐλαία,

πάντα ἕνα βῆμα ἔξω ἀπ’ τὴ σκηνή,

χωρὶς ποτὲ νὰ γίνουν παρουσία,

δίχως τὴ δύναμη ν’ ἀντέξουν τὴ μορφή.

.

Παίζοντας μὲ τὴν πλάτη στὸ κοινό,

ὥστε νὰ μένει χῶρος μεταξύ τους

γιὰ ν’ ἀποφεύγουν τὴ συνενοχή,

τὴν ἀγωνία ἐκείνης τῆς στιγμῆς

.

ποὺ ὁ ρόλος γίνεται ὑπόσταση κι αἰτία·

ποὺ ἀκούγονται οἱ σάλπιγγες καὶ οἱ ἀλαλαγμοὶ

καὶ ἡ βία τῶν γλωσσῶν καὶ οἱ διαθῆκες·

ποὺ φανερώνονται, ὡς ἀπὸ μηχανῆς,

τοῦ ἥλιου τὸ ἄδυτο,

οἱ παρελάσεις τῶν στρατιῶν γύρω ἀπ’ τὰ τείχη,

οἱ ἀνηλεεῖς χειρονομίες τῶν θεῶν.

Ἡ τόση ἔπαρση, ἡ τόση ὑποταγή,

τὰ τόσα σύνορα.

.

Σταύρος Ζαφειρίου, Ἐπιτέλους τὰ σύνορα, από την ποιητική συλλογή Χωρικά, εκδόσεις Νεφέλη, 2007

Πίνακας: Duy-Huynh

 

Σταύρος Ζαφειρίου, De nova insula Utopia

.

Ὅμως κι ὁ Τόμας Μὼρ ταξίδευε μὲ τραῖνο.
Χιμαιρικὰ ταξίδια ἀναψυχῆς
ἀπ’ τὰ παράλια μέχρι τὴν ἐνδοχώρα.
Μὲς στὴ δερμάτινη βαλίτσα του μὲ τάξη
ὅλες του οἱ αὐταπάτες διπλωμένες·
πιὸ κάτω τὰ κοστούμια του
κι ἕνα ζευγάρι μαλακὰ παπούτσια περιπάτου.

Σκύβοντας στὸ παράθυρο μποροῦσε
νὰ δεῖ ὅλα τὰ θαύματα τοῦ τόπου ποὺ δὲν ἦταν·
τοῦ τόπου ποὺ σὲ σχῆμα φεγγαριοῦ μισοῦ
μόνο ἀπὸ τὸ παράθυρο τοῦ τραίνου σου τὸν βλέπεις.

Ἔφτανε στὸν σταθμὸ πρὶν σκοτεινιάσει
–κανεὶς δὲν ἤτανε νὰ τὸν ὑποδεχτεῖ–
μὲ πάντα κάτι ξεχασμένο στὸ κουπέ του:
γάντια, καρφίτσες, ὥρα ἐπιστροφῆς,
καμιὰ φορὰ τὴ μαύρη του κλωστή,
ποὺ εἶχε γιὰ νὰ ράβει τὸν λαιμό του.

Ὥσπου μιὰ μέρα ὁ συρμὸς ξέφυγε ἀπὸ τὶς ράγες·
κύλησαν οἱ τροχοί του στὰ χωράφια,
κύλησαν καὶ συνέχισαν σὰν μακριὰ σκιὰ
μιὰ διαδρομὴ πλάι στὴ διαδρομή τους·
ἀπ’ τὰ παράλια μέχρι τὴν ἐνδοχώρα
χωρὶς νὰ σταματᾶνε πουθενά.

Σκύβοντας στὸ παράθυρο ὁ λόρδος Τόμας Μώρ
(Πρόεδρος τῆς Βουλῆς, Σφραγιδοφύλακας
καὶ Ὑπουργὸς τῶν Θησαυρῶν τοῦ Βασιλείου),
μὲ τὸ κομμένο του κεφάλι στὸν ἀέρα,
μὲ βλέμμα σὰν ὀθόνη ἀπὸ γυαλί,
κοίταζε ὅλα τὰ θαύματα τοῦ νέου ταξιδιοῦ,
ὅλα τὰ πλάσματα τῆς χώρας ποὺ δὲν ἦταν
οὔτε ἀντανάκλαση οὔτε μάταιη δωρεά.

Δὲν τὸν συνάντησα ποτὲ
ἂν καὶ ἤμουν ἐλεγκτὴς στὸ ἴδιο τραῖνο.
Ὁ χρόνος βλέπετε· μὲ μπέρδευε ὁ χρόνος
ποὺ ὁλοένα ξέφευγε ἀπ’ τὶς ράγες,
ἀκολουθώντας τὴ φορὰ τῆς ἁμαξοστοιχίας,
τρέχοντας πίσω ἀπ’ τῆς φενάκης του τὴ σκιά.
Καὶ πῶς νὰ φτάσεις μιὰ σκιὰ
γιὰ ν’ ἀκυρώσεις τὸ εἰσιτήριό της.

Σταύρος Ζαφειρίου,  De nova insula Utopia, από την ποιητική συλλογή Χωρικά,  Εκδόσεις Νεφέλη, 2007

Πίνακας: Alex Colville