RSS

Category Archives: Avgi Meleti

Αυγή Μελέτη, Αυτόχειρ

Εκατό λέξεις, της είπε. Αυστηρά. Ούτε μία παραπάνω. Αναστέναξε. Μισώ τις εκατό λέξεις, σκέφτηκε. Τις μισώ! Ρουθούνισε με νευρικότητα και άνοιξε το word. Δίπλα της ένας κουραμπιές σε ένα πιατάκι. Ίσως να μπορέσω να τα καταφέρω, σκέφτηκε, αν για κάθε δέκα λέξεις τρώω κι έναν κουραμπιέ. Στην πεντηκοστή λέξη πηχτή άχνη είχε κολλήσει στα χείλη της. Στις εβδομήντα λέξεις έσπρωχνε τον όγδοο κουραμπιέ με τα δυο χέρια μέσα στο στόμα, για να μπορέσει να καταπιεί, με πνιχτά βογγητά. Στις εκατό λέξεις έπεσε ξερή στο πληκτρολόγιο.  «Αυτοκτονία με κουραμπιέδες», είπε ο ιατροδικαστής. «Οι βαριά διαβητικοί μπορούν να πεθάνουν γλυκά γλυκά. Τυχεροί».

 

Tags:

Αυγή Μελέτη, Μπεε, Θεοτοκά!

Ο Θεοτοκάς ήταν ένας δύσκολος άνθρωπος. Είχε μεγαλώσει με την αυταρχική γιαγιά του, η οποία είχε αναλάβει την προστασία του από τότε που και οι δύο γονείς του κάηκαν στη μεγαλύτερη πυρκαγιά που είχε δει ποτέ η Κορθία. Κορθία ήταν και το όνομα της γιαγιάς του, βαφτισμένης με το όνομα της πόλης. Ο πατέρας της ήταν ο δήμαρχος και τι καλύτερο για να πείσει τους ψηφοφόρους του για τον ενθουσιασμό του, από το να δώσει στη μοναδική του κόρη το όνομα της πόλης; Η γιαγιά κατέστρεψε τον Θεοτοκά. Αυτό ήταν ένα κοινό μυστικό. Ήταν τόσο ιδιότροπη και τόσο αλαζονική που επόμενο ήταν ο Θεοτοκάς να πάρει τα χούγια της. Ξυπνούσε το πρωί και ήθελε έτοιμους τους ζελέδες του. Σε συγκεκριμένη σειρά. Πρώτα το ζελέ βερύκοκο, μετά κάστανο και στο τέλος μούρο, για να μπορέσει ο ουρανίσκος του να το απολαύσει όσο περισσότερο γινόταν δίχως να το αναμίξει μετά με άλλα φρούτα. Τη φρυγανιά του μισοκαμένη αλλά όχι πολύ τραγανή, γιατί αλλιώς θα την πετούσε στο κεφάλι της Κορθίας, παίρνοντας εκδίκηση για όσα είχε περάσει μικρός. Το βούτυρό του, Lurpac αλατισμένο και τετραγωνισμένο, γιατί οι Δανοί γνωρίζουν να φτιάχνουν βούτυρο περιωπής, όχι όπως οι ντόπιοι αγριάνθρωποι που φορούσαν μάλλινες κάλτσες χειμώνα καλοκαίρι. Κάθε ημέρα, μετά το πρωινό, ο Θεοτοκάς κλεινόταν στο παλιό γραφείο του παππού του και δεχόταν τους πελάτες του, οι οποίοι κατέφθαναν από όλες τις γειτονικές πόλεις αλλά και νομούς.

Ο Θεοτοκάς ήταν ξακουστό μέντιουμ με πολλά ψυχικά χαρίσματα. Αρκούσε να κλείσει για λίγο τα μάτια του, για να δει τι είχε κάνει κάποιος ως τώρα στη ζωή του ή τι θα κάνει στο μέλλον. Ή και τα δυο, αν βρισκόταν σε καλή ημέρα. «Θεοτοκά, σου αρέσει να κοροϊδεύεις τον κόσμο», τον επέπληττε η Κορθία, η οποία μπορεί να ήταν ιδιότροπη, αλλά οι απατεωνιές δεν ήταν της αρεσκείας της. Όμως ο Θεοτοκάς καθόλου δεν κορόιδευε τον κόσμο. Η αλήθεια ήταν πως, όταν καθόταν σε μια καρέκλα και έκλεινε τα μάτια του, πάθαινε κάτι που δεν μπορούσε να το εξηγήσει σε κανέναν. Πράσινες και μωβ σκιές διαχέονταν ξαφνικά μέσα στα βλεφαρά του και ανακατεύονταν η μια με την άλλη με τόσο έντονο τρόπο, ώστε η μίξη τους γεννούσε περίεργες εικόνες. Μικρές και ακαθόριστες στην αρχή, μεγαλύτερες και διαυγείς στη συνέχεια. Κάθε εικόνα διαρκούσε για λίγα δευτερόλεπτα και αυτά τα δευτερόλεπτα αρκούσαν για να του δείξουν όσα ήθελε. Η επιτυχία του ήταν εκπληκτική. Προέβλεπε με ακρίβεια τι θα συμβεί και γνώριζε με λεπτομέρειες τι είχε ήδη συμβεί. Οι ικανότητές του αυτές δημιουργούσαν αισθήματα λατρείας και φόβου στην πελατεία του, που τον έβλεπε σαν Θεό. Κάθε επίσκεψη κοστολογούνταν 300 ευρώ. «Είσαι απατεώνας», επέμενε η Κορθία «Αλλά καλύτερος από τον παππού σου. Τουλάχιστον πληρώνεις τους λογαριασμούς σου».

Ήταν ένα ανήσυχο βροχερό πρωινό με πολύ αέρα όταν ο Θεοτοκάς έκλεισε τα μάτια του, υποδεχόμενος τον τέταρτο πελάτη του, τον γιατρό Κλειδώνη, που ανησυχούσε για τους έρωτες της κόρης του και την αφοσίωση της γυναίκας του. «Τι βλέπετε;» έκανε ανήσυχος, καθώς ο Θεοτοκάς αρχίζοντας να χαλαρώνει στην ψάθινη πολυθρόνα, έδειχνε σαν να κοιμάται. Σιγά σιγά βυθίστηκε σε μια κατάμαυρη άβυσσο, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή την έκρηξη των φωτεινών σκιών. Κούνησε απαγορευτικά το δάχτυλό του, για να σιωπήσει τον γιατρό και επιβράδυνε ακόμη περισσότερο την ανάσα του. Όλες οι λειτουργίες του σώματός του ήταν αργές, ακριβώς όπως έπρεπε, και μόνο κάτω από τα κλειστά βλέφαρα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ένα ελαφρύ παίξιμο των ματιών.

Σε εκείνη την επίσκεψη ήταν η πρώτη φορά που οι σκιές τον εγκατέλειψαν. Δεν μπορούσε να δει τίποτα. Φύσηξε δυνατά και προσπάθησε να ξαναχαλαρώσει. Σκοτάδι παντού. Καμία μπλε ή πράσινη ή μωβ σκιά. Τίποτα. Το απόλυτο τίποτα. «Δεν μπορεί», συλλογίστηκε «Δεν είναι δυνατόν. Ας περιμένω». Και περίμενε. Πήρε ξανά βαθιές αργές ανάσες και άφησε τα μέλη του σωματός του να γίνουν βαριά. Δεν ήθελε να δείξει στο γιατρό ότι κάτι συνέβαινε και δεν ήθελε και ο ίδιος να το παραδεχθεί. Το σκοτάδι επέμενε. Βαθύ και άγνωστο, σαν μια μαύρη στοά, ήταν η πρώτη φορά που τον επισκέπτονταν. Οι πολύχρωμες σκιές δεν υπήρχαν πουθενά. Η καρδιά του χτυπούσε μανιασμένα. Ώσπου μέσα από τη στοά μπόρεσε να δει να ξεπροβάλλει κάτι που τον εξέπληξε τόσο ώστε τον έκανε να αναπηδήσει φωνάζοντας.
Άνοιξε τα μάτια του και τρέμοντας έδειξε την πόρτα στο γιατρό. «Περάστε αύριο, σας παρακαλώ. Δεν αισθάνομαι καλά.»

Όμως και οι επόμενες ημέρες ήταν ίδιες. Κάθε φορά που ο Θεοτοκάς έκλεινε τα βλέφαρά του ένα άσπρο, αδύνατο αρνί εμφανίζονταν μπροστά του. Το αρνί τον κοιτούσε κατάματα για αρκετή ώρα, βέλαζε δυο φορές και εξαφανίζονταν. Η ταραχή του ήταν μεγάλη. Δεν καταλάβαινε τι συνέβαινε. Τι ήταν αυτό το αρνί; Πού πήγαν οι σκιές και οι εικόνες του; Γιατί δεν μπορούσε πια να δει τίποτα; Ποιος του έστελνε αυτό το αρνί να τον βασανίσει ακόμη και στον ύπνο του; Γιατί τον κοιτούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο; Όταν το έβλεπε να ξεπροβάλλει ξαφνικά από το σκοτάδι, κοιτάζοντας τον επίμονα, του ερχόταν να τρελλαθεί. «Έχεις ήδη τρελλαθεί», άρχιζε η Κορθία, «πάνε οι πελάτες σου, πάνε οι εισπράξεις σου, όλα έγιναν φτερά.» Ο Θεοτοκάς κραύγαζε και δεν της πετούσε ούτε καν τις φρυγανιές του τώρα, καθώς αδυνατούσε να σηκώσει έστω και το χέρι του πια.

Το αρνί τον ακολούθησε για μήνες. Έγινε αχώριστος βασανιστής του. Ένας δεσμοφύλακας που δεν τον άφηνε να πάρει αναπνοή. Απέφευγε να κλείσει τα μάτια, απέφευγε να κοιμηθεί μήπως και εμφανιστεί μπροστά του το αρνί με εκείνο το ηλίθιο βέλασμα και τα ακόμη πιο ηλίθια μάτια του. «Μπεε, Θεοτοκά!» έκανε κάθε φορά που τον κάρφωνε με το αρνίσιο βλέμμα του. «Μπεε!» άρχισε να κάνει και ο Θεοτοκάς τα πρωινά όταν ξυριζόταν, τα μεσημέρια όταν έβγαινε για καφέ, τα βράδυα όταν διάβαζε ως αργά, αποφεύγοντας να κοιμηθεί. «Μπεε, μπεε, μπεε!» αυτές ήταν πια οι μοναδικές του κουβέντες. Ο Θεοτοκάς βέλαζε όλη μέρα και όλη νύχτα. Μέχρι που η Κορθία αποφάσισε να τον πνίξει με ένα μαξιλάρι. Αρκετά πια, μουρμούρισε καθώς και ο Θεοτοκάς άφηνε το τελευταίο του βέλασμα. Ήταν Πάσχα του 2017.

Αrtwork: Kelly Stevens-McLaughlan

.

 

Tags:

Αυγή Μελέτη, Ο ξαπλωμένος λογοτέχνης

Αποφάσισα να εισέλθω στους κόλπους της Εταιρείας Λογοτεχνών. Δεν ξέρω πότε πήρα αυτήν την απόφαση και κυρίως γιατί την πήρα, μα γεγονός είναι πως μου αρέσει να δοκιμάζω ακραία πράγματα – όταν ήμουν 8 χρονών ρούφηξα τους αδελφούς Καραμαζώφ σε 3 μέρες, κουβαλώντας τον ασήκωτο τόμο ακόμη και μέσα στην τουαλέτα αλλά και στον πάγκο της κουζίνας δίπλα από το μπρίκι με το κακάο, καθώς είχα πειστεί ότι δεν μπορούσα να ζήσω δευτερόλεπτο δίχως τον Αλιόσα και την τυραννική του πίστη . Σταθερά και υποσυνείδητα ετοίμαζα το έδαφος για τη λάγνα θρησκευτικότητα του Ντιντερό.
Επιπλέον η λέξη «Εταιρεία» έκανε τις τριχούλες στο σβέρκο μου να ορθώνονται ανατριχιάζοντας. Φόρεσα λοιπόν τα καλύτερα ρούχα και πήρα τα χειρόγραφά μου ανά χείρας, έτοιμος να ταράξω μέχρι εσχάτων τις πολύτιμες γνώσεις τους σε ό,τι ξεκινούσε με «λ», λογοτεχνία, λογοτέχνης, λογοτεχνικός, λογοτεχνίζων. Αρωματισμένο πουκάμισο, εκλεπτυσμένη καρφίτσα, διακριτικά ακριβό σπορ παντελόνι. Έπρεπε να τους πείσω με την πρώτη ματιά ότι είχαν να κάνουν με έναν αριστοκράτη του πνεύματος αλλά και του τουίντ. Επρόκειτο για χειρόγραφα γεμάτα με ό,τι είχε κατέβει στο κεφάλι μου τους τελευταίους μήνες. Ο γραφικός χαρακτήρας ήταν επίτηδες κακός.

Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό και βγήκαν απαξάπαντες και απαξάπασες στην αίθουσα στην οποία συγκεντρώνονταν για τις συνελεύσεις τους. Η οδός στην οποία βρισκόταν η αίθουσα είχε το όνομα ενός πολύ σπουδαίου φιλόσοφου, ενώ η ίδια η αίθουσα έφερε το όνομα μιας αρχαίας ελληνίδας θεάς που αρεσκόταν στο κυνήγι, στα τόξα και στους σκορπιούς. Ο συμβολισμός με ενθουσίασε κρυφά, κάνοντας την καρδιά μου να φτερουγίσει ύπουλα. Μπήκα μέσα στητός και σοβαρός. Τα καστανόξανθα μαλλιά μου πετούσαν φύτρες φύτρες πάνω στο κεφάλι μου. Τα μάγουλά μου είχαν τη χαρακτηριστική χλωμάδα των ευγενών ανθρώπων και ο γιακάς από το πουκάμισο κατέληγε σε μια τέλεια, υπέροχη αιχμηρή λόγχη. Ήμουν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακός. Ήλπιζα πως θα με ερωτεύονταν.

Αυγή Μελέτη, Ο ξαπλωμένος λογοτέχνης, 2010 (απόσπασμα, ανέκδοτο)

Artwork: Šarolte Ban

.

.

 

Avgi Meleti, Lydius

Ο ψυχίατρος κατέληξε πως υπήρχε άμεση ανάγκη ενός προσωρινού έστω εγκλεισμού του σε ένα ψυχιατρείο, αλλά κατά τα άλλα δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. «Καταλαβαίνετε βέβαια πως αυτό θα είναι κάτι προσωρινό κατά πάσα πιθανότητα, κρίνω όμως πως δε χρειάζεται ανησυχία. Με λίγα ηρεμιστικά, όλα θα μπουν στο σωστό δρόμο και θα σταματήσει κάθε παρενέργεια».
«Παρενέργεια ποιου πράγματος, γιατρέ;»
«Ο θείος σας πάσχει από μια πολύ σπάνια μορφή άγχους που του προκαλεί αυτές τις παραισθήσεις με τους άγνωστους επισκέπτες. Λέγεται Σύνδρομο του Επισκέπτη από τον Κήπο και φοβάμαι πως ίσως είναι από τα λίγα σύνδρομα που μπορεί να είναι κολλητικά».
Καθάρισε το λαιμό του με υπερβολικά σοβαρό τόνο και τα μάτια του χαμογέλασαν στα δικά μου, όχι δίχως κάποια επαγγελματική αμηχανία.
«Τον πλησιάσατε πολύ, όσο βρισκόταν σε αυτό το παραλήρημα; Τον αγγίξατε;»
Ξαφνικά εκπροσωπούσα την ενσάρκωση των φόβων μιας αμφιταλαντευόμενης επιστήμης, που στο πρόσωπο του θείου Λύδιου έβλεπε τον σπάνιο φορέα και σε εμένα τον καημένο, ανίδεο για την προδιαγεγραμμένη μοίρα του, ξενιστή. Πάνω από το κεφάλι μου υπήρχε το φωτοστέφανο εκείνου που θα αρρωστήσει, γιατί έτσι του το επέβαλε ένα κακό γονίδιο. Η αρρώστια ήδη κρυβόταν στις μελαγχολικές κόρες των ματιών μου και το σφιγμένο σαγόνι μου δεν μπορούσε παρά να είναι ένδειξη του μελλοντικού φόβου που θα ένιωθα όταν το σύνδρομο θα με κύκλωνε ασφυκτικά.
«Τον άγγιξα».
Τα μάτια του γιατρού έλαμψαν από μια ευχαρίστηση που δεν μπορούσε να κρύψει. (…)

******


Όμως δεν τηλεφώνησα στη μητέρα μου. Αν και του είπα ψέματα πως το έκανα και πως γρήγορα θα ερχόταν εκεί η ίδια να κανονίσει τα της εξόδου μας. Δεν μπορούσα να παραβλέψω το έντονα γνώριμο συναίσθημα οικειότητας που ένιωσα εκεί μέσα από την αρχή. Με το που έκλεισαν οι πόρτες πίσω μου και σφράγισα τα μάτια μου στο χαμηλό φως του σκοτεινού μεσημεριού, ξαπλώνοντας ανάσκελα πάνω στο μονό κρεβάτι, ήξερα πως ήμουν στο μέρος όπου πάντα έπρεπε να βρίσκομαι. Οι σκιές του δωματίου χαμήλωσαν και έγλειψαν μία μία τα κλειστά μου βλέφαρα. Μόνο όταν αισθάνθηκα το βάρος και της τελευταίας σκιάς που κρυβόταν πάνω στο ταβάνι και πίσω από τις κουρτίνες, μόνο τότε σηκώθηκα και άρχισα να τακτοποιώ τα ρούχα μου σφυρίζοντας και πειράζοντας το θείο Λύδιο, κάτι που μέχρι τότε δεν είχα ποτέ μου τολμήσει να κάνω. Ήταν η πιο ευτυχισμένη περίοδος της ζωής μου και νομίζω θα ήταν και του θείου Λύδιου αν δεν ταλανιζόταν από την απουσία της Αντιόχειας. Όμως ως εκεί! Δεν είχα σκοπό να τον αφήσω να μου χαλάσει τις ημέρες μου σε εκείνον τον θεσπέσιο κήπο με τους υπέροχους συνασθενείς.

Άρχισα να τον αποφεύγω όπως ο διάβολος το λιβάνι. Κρυβόμουν για να μη με ανακαλύψει, κατάπινα αμάσητο το φαγητό για να προλάβω να τρέξω έξω με τους καινούργιους φίλους μου, έριχνα με τρόπο μισά υπνωτικά χάπια στο νερό του και έδινα κρυφά λεφτά στις νοσοκόμες για να τον κρατούν απασχολημένο. Μα πώς τόσα χρόνια είχα χάσει τον πραγματικό σκοπό της ζωής μου, που δεν ήταν άλλος από το μην έχω κανέναν σκοπό παρά να κόβω βόλτες μέσα στο καταπράσινο προαύλιο ενός ιδιωτικού ψυχιατρείου; Οι πιο υπέροχοι άνθρωποι κρύβονται μέσα σε τέτοια μέρη. Κι εγώ το ανακάλυψα πολύ γρήγορα πιάνοντας φιλία με όλους ανεξαιρέτως. Γρήγορα έγινα πολύ δημοφιλής και, αν τα πράγματα ήταν αλλιώς, δεν θα προλάβαινα να δέχομαι προσκλήσεις για πάρτι. Όλοι ήθελαν να κάνουν παρέα μαζί μου και να περπατήσουμε δίπλα δίπλα το οφιοειδές μονοπάτι του ψυχιατρείου που οδηγούσε σε ένα ψηλό λοφίσκο με θέα ως τα φανάρια της εθνικής οδού. Κι εγώ δεν άφηνα ανικανοποίητο κανέναν. Έκοβα περιπάτους με όλους τους ασθενείς, γευμάτιζα μαζί με τους περισσότερους και τα απογεύματα τα λέγαμε σαν καλοί φίλοι στη μεγάλη σάλα εκδηλώσεων.Ο θείος Λύδιος όμως απαιτούσε να μην τον πλησιάζει κανείς. Μιλούσε μόνο στους γιατρούς και στο νοσηλευτικό προσωπικό και απέφευγε τους υπόλοιπους ασθενείς θεωρώντας πως δεν έχει καμία σχέση μαζί τους.


Μία από τις ασθενείς, η Σκάλα, προσκολλήθηκε σα βδέλλα επάνω του, δυσκολεύοντας σε αφόρητο βαθμό τις ήδη περιορισμένες εκεί μέσα κινήσεις του. Τον περίμενε τα πρωινά με θρησκευτική λατρεία έξω από την πόρτα του, καθισμένη οκλαδόν, με τα φουντωτά μαλλιά της να πλαισιώνουν το γελαστό της πρόσωπο σαν οργισμένο φωτοστέφανο. Μόλις ο θείος Λύδιος ξεπρόβαλλε ντυμένος με τα μαλακά παντελόνια του, κοιτώντας ευθεία μπροστά , σήκωνε επιδεικτικά το πόδι του, σαν άλογο που προσπαθεί να περάσει ένα εμπόδιο και πηδούσε από πάνω της. Η Σκάλα τότε σηκωνόταν, τακτοποιούσε το παιδικό καροτσάκι που έσερνε μαζί της παντού και συνέχιζε να ακολουθεί αμίλητη τον θείο Λύδιο. Χαμογελούσε ελαφρά, σαν άνθρωπος που έχει βρει ξαφνικά το θείο σκοπό της ζωής του. Στην αρχή εκείνος προσπαθούσε να τη διώξει. «Ξου, ξου», της έκανε με τα χέρια του λες και επρόκειτο για κάποιο αδέσποτο σκυλί. Βλέποντας πως η Σκάλα δεν καταλάβαινε τίποτα, έπαψε να ασχολείται και δεν γύριζε καν να την κοιτάξει όσο εκείνη βάδιζε σαν φάντασμα πίσω του, με τα μακριά της ρούχα να δένονται σαν κινέζικο κιμονό γύρω από την μέση της. Βάδιζε λες και ήταν τυλιγμένη σε έναν τεράστιο επίδεσμο. Μικρά κοφτά βήματα και ξαφνικά σπασίματα της μέσης. Πού και πού η μαλακή φωνή της ακούγονταν να μουρμουρίζει κάτι ακαταλαβίστικο. Μια μέρα την ακολούθησα κι εγώ επίτηδες, με μόνο σκοπό να ακούσω τι επιτέλους μουρμουρίζει. Θα πρέπει να παρουσιάζαμε πολύ αστείο θέαμα. Μια πομπή τρελών μέσα στον μεσημεριανό ήλιο να κόβει βόλτες γύρω από το σιντριβάνι.(…)

******

 The psychiatrist concluded that there was immediate need of at least temporary commitment to a sanitarium, but overall there was no reason in particular to be concerned. You understand, of course, that this, in all likelihood, is going to be a temporary thing, I judge there is no reason to be concerned. With a few tranquilizers, everything will go the right way and every side effect will go away.
“Side-effect of what, doctor?”
“Your uncle is suffering from a very rare form of anxiety, which causes him these hallucinations with the unknown visitors. It’s called Visitor from the Garden Syndrome and I am afraid it is one of the few syndromes that can be contagious.”
He cleared his throat with an overwhelmingly serious tone and his eyes smiled at my own, not without a degree of professional awkwardness.
“Did you approach him while he was being this delirious? Did you touch him?”
Suddenly, I personified the incarnation of an oscillating scientist’s fears, which, in uncle Lydius’ face, saw the rare carrier, and in me, the poor fellow, ignorant of his predestinated fate, the host.
Over my head existed the halo of the one who was going to get sick for a bad gene dictated to me I should. The sickness was already lurking in the melancholic pupils of my eyes and that tight jaw of mine that could be nothing but an indication of the future fear, that I would feel when the syndrome encirclement of me became asphyxiating.
“I touched him.”
The doctor’s eyes gleamed from a delight that he could not contain

******

I did not call my mother, though I lied to him that I had. I told him that she would soon come to arrange all that was required for our departure. I could not overlook the intense feeling of familiarity that I had felt in that place from the start. The moment those doors closed behind me, I lay on the single bed and closed my eyes to the low light of the dark noon. I knew I was in the place I had always been supposed to be. The room’s shadows lowered and licked my closed eyebrows one by one,. It was only when I felt the weight of the last shadow lurking on the ceiling and behind the curtains that I got up and started unpacking my clothes, whistling and teasing uncle Lydius, something that up to that moment I had never dared to do.It was the happiest period of my life and I think it would have been uncle Lydius’ as well, if he had not been bedeviled by Antioch’s absence. But I had had enough! I had no intention of letting him ruin my days in that gorgeous garden with the wonderful co-patients.

 I began avoiding him, as the devil avoids incense. I was hiding so he would not find me out. I swallowed my food without chewing in order to have more time with my friends. I would carefully dip half a sleeping pill in his water and would bribe the nurses so that they would keep him busy. All these years! How could I have eluded my life’s true purpose, which was none other than not having a purpose, but to stroll around the lush green forecourt of a private sanitarium? The most wonderful people are hidden in places like this. I discovered them very quickly, becoming familiar with everyone, without exception. I quickly became very popular and, if things had been different, I would never have stopped accepting party invitations. Everyone wanted to hang out with me and walk side-by-side on the sanitarium’s snakelike path leading to a high hillock with a view reaching down the national road’s traffic. And I would not leave anyone unsatisfied. I took walks with all the patients, dined with most of them and, during the afternoon, we chatted as good friends in the great celebration lounge. Uncle Lydius demanded that everyone stay away from him. He spoke only to the doctors and the nursing personnel and avoided the rest of the patients, believing he had nothing in common with them.

One of the patients, Scala, latched on him like a leech, making his – by default – limited moves more difficult, to an unbearable degree. In the mornings, she waited for him outside his door, with religious devotion, seated with her legs crossed, her bouffant hair framing her smiling face as a furious halo. The moment uncle Lydius appeared, dressed in his soft pants, looking straight ahead, he lifted his foot with a flourish, like a horse trying to overcome an obstacle and he leaped over her. Scala would then get up, arrange the toy perambulator that she dragged with her everywhere and continue to follow uncle Lydius, speechless. Her smiles were soft like someone who had suddenly discovered their life’s divine purpose. At first, he tried to send her away. “Shoo, shoo” he waved with his hand, as if he were addressing some stray dog. After seeing that Scala didn’t – or wouldn’t – get it. He stopped bothering and refused to look at her while she paced behind him like a ghost, with her long clothes tied as a Chinese kimono around her waist. She walked as if she had been wrapped in a gigantic bandage. Once in a while, her soft voice would be heard murmuring something unintelligible. One day I followed her on purpose, my sole aim to finally hear what on earth she was murmuring about. We must have been quite the funny spectacle, a parade of nutcases basking in the midday sun, strolling around the fountain.(…)

Avgi Meleti, Lydius, translation from greek into english: Ilias Sellountos, Publisher: Legume Man Books, 2014

Φωτό:Tomasz Wisne

Καλά υπερατλαντικά ταξίδια Αυγή (Ρεγγίνα Μπου) και Ηλία!