RSS

Category Archives: Ίταλο Καλβίνο

Ίταλο Καλβίνο, Η περιπέτεια ενός αναγνώστη

 

Δεν ήταν όμως ένας τυπικά πειναλέος, βιαστικός αναγνώστης. Είχε φτάσει πια σ’ εκείνη την ηλικία όπου η δεύτερη ή τρίτη και τέταρτη ανάγνωση ενός βιβλίου προσφέρει μεγαλύτερη ευχαρίστηση απ’ όσο η πρώτη. Κι όμως είχε ακόμα κάμποσες άγνωστες ηπείρους να γνωρίσει. Κάθε καλοκαίρι, πριν ξεκινήσει για τη θάλασσα, ετοίμαζε με ιδιαίτερη φροντίδα τη βαλίτσα του, που τη γέμιζε βιβλία. Ακολουθώντας τον οίστρο και τη λογική της ζωής στην πόλη, ο Αμεντέο διάλεγε κάθε χρόνο μερικά περίφημα βιβλία για να τα ξαναδιαβάσει, και μερικούς συγγραφείς που θ’ αντιμετώπιζε για πρώτη φορά. Κι όλα αυτά τα βιβλία τα ξεκοκάλιζε εκεί, πάνω στο βράχο, σταματώντας συχνά σε κάποια φράση και σηκώνοντας τα μάτια του από τη σελίδα για να σκεφτεί και να τακτοποιήσει τις ιδέες του. Έτσι και τώρα, σηκώνοντας για μια στιγμή το βλέμμα του, είδε ότι στην παραλία με το χαλικάκι, στην άκρη του όρμου, είχε έρθει και είχε ξαπλώσει μια γυναίκα. Ήταν μια αδύνατη γυναίκα, μαυρισμένη αρκετά από τον ήλιο, όχι πολύ νέα, ούτε ιδιαίτερα όμορφη∙ η γύμνια της πήγαινε – φορούσε ένα μικρό μπικίνι, μαζεμένο προσεκτικά στις άκρες για να τη βλέπει όσο το δυνατό περισσότερο ο ήλιος– και το μάτι του Αμεντέο καρφώθηκε πάνω της. Ο ίδιος το συνειδητοποίησε γρήγορα: ενώ συνέχιζε να διαβάζει, σήκωνε όλο και πιο συχνά τα μάτια του από το βιβλίο και τα άφηνε να κοιτάζουν το κενό∙ και το κενό ήταν αυτό που υπήρχε ανάμεσα σ’ εκείνη τη γυναίκα και σ’ αυτόν.

IΉταν ξαπλωμένη στην ελαφρά κατηφορική παραλία, πάνω σε ένα λαστιχιένιο στρώμα, και ο Αμεντέο σε κάθε παιγνίδισμα της κόρης του ματιού του έβλεπε τις όχι ιδιαίτερα πλούσιες αλλά αρμονικές γάμπες της, την όμορφη μαλακή κοιλιά της, το όχι δυσάρεστα μικρό αλλά λίγο μαραμένο στήθος της, τη αρκετά κοκκαλιάρικη πλάτη της, το λαιμό, τα χέρια της, το κρυμμένο πίσω από τα μαύρα γυαλιά και το μεγάλο ψάθινο καπέλο πρόσωπό της, ένα πρόσωπο ελαφρά σημαδεμένο από το χρόνο, με ζωντανό, υπεύθυνο και ελαφρά ειρωνικό ύφος. Ο Αμεντέο δεν άργησε να την ταξινομήσει: ήταν ο τύπος της ανεξάρτητης γυναίκας, που πηγαίνει μόνη της διακοπές, που προτιμά τα έρημα βραχάκια από τις πολυσύχναστες οργανωμένες πλαζ, που της αρέσει να κάθεται ώρες ολόκληρες κάτω από τον ήλιο και να γίνεται μαύρη σαν κάρβουνο∙ με έναν τεμπέλικο αισθησιασμό και μια μόνιμη αίσθηση ανικανοποίητου. Υπολόγισε στα γρήγορα πόσες πιθανότητες του προσφέρονταν για μια σύντομη περιπέτεια, τις μέτρησε με την προοπτική μιας συμβατικής συζήτησης, μιας βραδινής εξόδου, κάποιων ενδεχόμενων προβλημάτων, της αναγκαίας προσοχής που θα έπρεπε να επιδείξει και που πάντα απαιτείται σε κάθε –ακόμα και την πιο επιφανειακή– γνωριμία με ένα άτομο, και συνέχισε να διαβάζει, με την πεποίθηση ότι εκείνη η γυναίκα δεν τον ενδιέφερε καθόλου. Ίσως επειδή είχε μείνει καθισμένος σ’ εκείνο το βράχο πολλή ώρα, ίσως επειδή εκείνες οι σύντομες σκέψεις τού είχαν αφήσει κάποια ίχνη ανησυχίας, γεγονός πάντως ήταν ότι αισθανόταν μουδιασμένος∙ (…)

IΞάπλωσε γυρισμένος στο ένα πλευρό, κρατώντας το βιβλίο του ψηλά, έτσι ώστε να μην τη βλέπει∙ γρήγορα όμως κουράστηκε να έχει το χέρι του σε τέτοιο ύψος, κι έτσι το χαμήλωσε. Τώρα τα μάτια του, που έτρεχαν πάνω στις γραμμές του βιβλίου συναντούσαν, κάθε φορά που άρχιζε μια καινούργια σελίδα, λίγο πιο πάνω από το περιθώριο, τις γάμπες της μοναχικής γυναίκας. Κι εκείνη, με τη σειρά της, είχε αλλάξει στάση, προσπαθώντας να βρει μια πιο αναπαυτική θέση, και το γεγονός ότι είχε ανασηκώσει τα γόνατά της σταυρώνοντας τα πόδια της προς την κατεύθυνσή του, επέτρεπε στον Αμεντέο να παρατηρήσει καλύτερα μερικές, καθόλου δυσάρεστες, αναλογίες της. Με άλλα λόγια, ο Αμεντέο (αν και η άκρη μιας μεγάλης πέτρας του έκρυβε έναν από τους γοφούς της) δεν θα μπορούσε να βρει καλύτερη θέση: η ευχαρίστηση που ένιωθε από τη θέα της μαυρισμένης από τον ήλιο κυρίας – μια εντελώς περιθωριακή ευχαρίστηση, σχεδόν μια πολυτέλεια που θα μπορούσε ν’ απολαύσει χωρίς καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια – δεν έβλαφτε καθόλου τη χαρά της ανάγνωσης του βιβλίου, αλλά εντασσόταν στα πλαίσιά της, γιατί τώρα πια ήταν σίγουρος ότι μπορούσε να συνεχίσει να διαβάζει, χωρίς να αναγκάζεται να αποσπά κάθε τόσο το βλέμμα του. (…)

Έκλεισε το βιβλίο σημειώνοντας τη σελίδα που διάβαζε και σηκώθηκε. Η απόφασή του αυτή δεν θα μπορούσε να είναι πιο έγκαιρη: εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η κυρία εγκατέλειπε την παρέα των παιδιών για να επιστρέψει στο στρώμα της. Ο Αμεντέο το αντιλήφθηκε ενώ ήδη πλησίαζε, και ένιωσε αμέσως την ανάγκη να πει μεγαλόφωνα μια φράση.I

– Προσοχή! Μπορεί να είναι επικίνδυνη! Τα παιδιά μαζεμένα γύρω από το ζώο, δεν γύρισαν καν το κεφάλι τους: συνέχισαν, με τα καλάμια στα χέρια, να προσπαθούν να ανασηκώσουν και να αναποδογυρίσουν τη μέδουσα∙ η κυρία όμως έκανε αμέσως μεταβολή και πλησίασε με ένα ύφος λίγο τρομαγμένο και λίγο απορημένο:

– Λέτε να τσιμπάει;

– Kαίει το δέρμα αν την αγγίξει κανείς, εξήγησε εκείνος συνειδητοποιώντας ότι κατευθυνόταν όχι προς τη μέδουσα αλλά προς την κυρία, που, ποιος ξέρει γιατί, έκρυβε το στήθος της με τα χέρια της και έριχνε κλεφτές ματιές άλλοτε στο ζώο και άλλοτε στον Αμεντέο. (…)

Από την άλλη πλευρά της πετσέτας, η κυρία είχε βγάλει το σουτιέν χωρίς να νοιάζεται αν αυτός την κοίταζε ή όχι. Ο Αμεντέο δεν ήξερε αν έπρεπε να συνεχίζει να την κοιτάζει κάνοντας δήθεν πως διαβάζει ή αν έπρεπε να συνεχίζει να διαβάζει κάνοντας δήθεν πως την κοιτάζει. Τον ενδιέφεραν και η μία και η άλλη περίπτωση και φοβόταν ότι, αν την κοίταζε, θα φαινόταν πολύ αδιάκριτος, ενώ αν συνέχιζε να διαβάζει πολύ αδιάφορος. Η κυρία δεν συνήθιζε το γνωστό σύστημα που χρησιμοποιούν συνήθως οι γυναίκες που γδύνονται και ντύνονται μπροστά σε κόσμο, να φορέσει δηλαδή πρώτα τα ρούχα της και ύστερα να βγάλει από κάτω το μαγιό της. Όχι. Τώρα που είχε μείνει με γυμνό το στήθος έβγαζε και το σλιπάκι της. Τότε μόνο, για πρώτη φορά, έστρεψε το πρόσωπό της προς το μέρος του: ήταν ένα λυπημένο πρόσωπο, με μια πικρή έκφραση στο στόμα∙ κουνούσε το κεφάλι της και τον κοίταζε.

I«Αφού θα γίνει που θα γίνει, ας γίνει αμέσως!» σκέφτηκε ο Αμεντέο, πέφτοντας πάνω της με το βιβλίο στο χέρι, το ένα του δάκτυλο ανάμεσα στις σελίδες∙ αυτό όμως που διάβασε στο βλέμμα της – επίπληξη, οίκτος, αποθάρρυνση, σαν να ήθελε να του πει: «ανόητε, ας το κάνουμε έτσι, αφού έτσι θέλεις, αλλά δεν καταλαβαίνεις κι εσύ, όπως κι άλλοι, τίποτε…» – δηλαδή αυτό που δεν διάβασε, γιατί δεν ήξερε να διαβάζει στα βλέμματα των ανθρώπων, αλλά μόνο με το ένστικτό του κατάλαβε, του πρόκαλεσε ένα τέτοιο πάθος γι’ αυτήν τη γυναίκα που, αγκαλιάζοντάς την και πέφτοντας μαζί της πάνω στο στρώμα, μόλις και μετά βίας γύρισε το κεφάλι του για να δει μήπως το βιβλίο του είχε καταλήξει στο νερό. Το βιβλίο όμως είχε πέσει κοντά στο λαστιχιένιο στρώμα ανοικτό. Είχαν γυρίσει μονάχα μερικές σελίδες και ο Αμεντέο, παρόλο που εξακολουθούσε να βρίσκεται κάτω από την επήρεια του πάθους του και να αγκαλιάζει τη γυναίκα, προσπαθούσε να ελευθερώσει το ένα του χέρι, για να βάλει το σελιδοδείχτη στη σωστή σελίδα. Δεν υπάρχει τίποτε πιο αντιπαθητικό από το να θέλεις να αρχίσεις αμέσως να διαβάζεις και να μη βρίσκεις σε ποια σελίδα είχες μείνει. Η ερωτική τους συνεννόηση ήταν τέλεια. Μπορούσε, ίσως, να διαρκέσει λίγο περισσότερο∙ όλα, όμως, σε αυτήν τη συνάντηση δεν ήταν τόσο αστραπιαία; Bράδιαζε. Τα βραχάκια σαν να γλιστρούσαν προς το μικρό όρμο. Εκείνη τώρα ήταν εκεί, το μισό κορμί της μέσα στο νερό. – Έλα κι εσύ, ας κάνουμε ένα τελευταίο μπάνιο… Ο Αμεντέο, δαγκώνοντας τα χείλια του, λογάριαζε πόσες σελίδες του έλειπαν ακόμα από το τέλος.

Ίταλο Καλβίνο, Οι δύσκολοι έρωτες, Η περιπέτεια ενός αναγνώστη (αποσπασματικά), μτφρ.: Ανταίος Χρυσοστομίδης, Εκδόσεις Αστάρτη, 1985

.

.