RSS

Category Archives: Μαρία Ρασσιά

Μαρία Ρασσιά, Ραμμένα χείλη

 

James Guenter

Η μητέρα του, που έβαζε λιγότερο φαγητό στο πιάτο της, για να φάει εκείνος. Η αυταρέσκειά της ότι δεν έχει ανάγκη την τροφή, ενώ εκείνος είναι ημιτελής, κι ότι πάντα θα είναι· από τη φύση του. Ανώφελο ήταν να κρύβεται από εκείνη όταν δάκρυα του έρχονταν στα μάτια· εκείνη, ναι, μόνο εκείνη ήξερε καλά να παραμερίζει τις δικές της αδυναμίες. Όχι από θυσία. Από ικανοποίηση ότι ήταν επαρκέστερη. Φοβόταν κι εκείνη το σκοτάδι. Το παραδεχόταν. Του έλεγε ότι, ανάμεσα σε δύο που φοβούνται, ο ένας είναι πιο δυνατός. Και πάντα νικούσε εκείνη· κι έσωζε κι εκείνον. Τον κλόουν που είχε φέρει σε κάποια γενέθλιά του και όλη τη νύχτα δεν μπορούσε να κοιμηθεί ακόμη και τώρα τον θυμάται. Δεν έχει πάψει να αναρωτιέται αν και η μητέρα του φοβόταν τους κλόουν. Έτρεμε απ’ το φόβο του, και αυτός ο πολύχρωμος ύποπτος δεν έφευγε απ’ τη σκέψη του. Η σκιά του τον πάγωνε, τον ξενυχτούσε σαν παιχνίδι που θέλει να πάρει εκδίκηση.

Η κυρία Ζωή – η δασκάλα του – του είχε πει ότι και αυτή φοβάται τους κλόουν και, όταν ήταν μικρή, ήταν πεπεισμένη ότι πληρώνονται από γονείς για να φοβίζουν τα παιδιά τους για τα κακά πράγματα που κάνουν. Και πηγαίνουν τα βράδια στα παράθυρα των παιδιών και βγάζουν κραυγές αλλόκοτες και βάζουν φακό στα πρόσωπά τους και κάνουν «τζα» και ξυπνάνε τα παιδιά. Του είχε πει την ιστορία με τον κλόουν. James GuenterΤην πήγαινε ο πατέρας της στο τσίρκο, κι εκείνη έσφιγγε τα μάτια της από φόβο και αυτά πρήζονταν κι έβγαζε τσίμπλες στα τσίνορα και κριθαράκι και ο πατέρας της το πίεζε για να σκάσει και να βγει το πύον· κουβαλούσε την πιπίλα της στην τσέπη στα κρυφά και έτριβε τη θηλή με τα δάχτυλά της μέχρι που την τσάκωσε ο πατέρας της και στο τέλος μιας παράστασης  την πήγε σ’ αυτόν· και την πρόδωσε· και ο κλόουν έβγαλε ψαλίδι απ’ την τσέπη του κι έκοψε τη λαστιχένια θηλή.

Το δείπνο τελείωσε. Εκείνη δε μιλάει, η ανάσα της πνίγεται στο νερό της βρύσης που τρέχει και ξεπλένει με μανία τα πιάτα μέχρι να ακουστεί το τρίξιμο των δαχτύλων της στην άσπρη πορσελάνη. Εκείνος είναι ήδη στο μπάνιο, ξέρει, υπολογίζει την ώρα, και τότε θα βγει, θα χασμουρηθεί και θα της πει «καληνύχτα». Θα σκεφτεί ότι αύριο, ναι, αύριο θα της το πει. Εκείνη θα βάλει πάλι στο πιάτο της λιγότερο φαγητό από το δικό του και θα χορτάσει. Θα έχει ύφος ότι αρκείται στις μικρές ποσότητες· σαν τη μητέρα του. Ενώ εκείνος θα φανεί και απ’ το ικανοποιημένο βλέμμα, όταν αδειάσει το πιάτο του, ότι οι ανάγκες του χρειάζονται μεγαλύτερες ποσότητες απ’ τις δικές της. Ακόμη και για τις χημικές αντιδράσεις του εγκεφάλου. Οι δικές της αντιδράσεις μπορούν να στερηθούν για πολύ καιρό τροφή. Είναι σίγουρο ότι, σε αγώνες πείνας, εκείνη θα επιδείκνυε κάτι παραπάνω από το αναμενόμενο.

Μαρία Ρασσιά, Ραμμένα χείλη, από τη συλλογή διηγημάτων  Η απόλαυση της σκιάς, σελ. 60-62, Κέδρος 2016

Artwork: James Guenter

 

Μαρία Ρασσιά, Επιδόρπιο


Στον κήπο καθόταν η οικογένεια, το τραπέζι στρωμένο γιορτινά, ανάμεσα στις κλαίουσες και στις μηλιές. Ο πατέρας χαμογελούσε ικανοποιημένος. Ο αμνός στήθηκε και ψήθηκε καθώς έπρεπε. Ο καπνός ανέβαινε σαν λόγχη στον ουρανό και μαύρα πουλιά γυρόφερναν και χαλούσαν την σκιά του. Μετά, ο σκελετός του αμνού κείτονταν στην πιατέλα, αποσυναρμολογημένος και σκοτεινός, η μητέρα τότε, έπλυνε τα μήλα, τα σκούπισε και πρόσφερε ένα σε κάθε έναν· συνοδεία με το κρασί. Εκείνη αλλεργική σε κάθε καρπό με κόκκινη φλοίδα. Ο πατέρας εκθείαζε τον αμνό, τρυφερός και μοσχομυριστός έλεγε, από το χορτάρι που τράφηκε στη μικρή ζωή του· και έτριβε την κοιλιά του κι έδειχνε ευχαριστημένος. Την ώρα που η μητέρα ετοίμαζε το επιδόρπιο, φωνές και λυγμοί ακούστηκαν. Έτρεξε στον κήπο. Ο Κάιν κρεμόταν στην κλαίουσα, εκεί στον κήπο, που τον χειμώνα είναι όλα άσπρα από το χιόνι και οι καρποί πεθαίνουν.

Artwork: Marcelo Monreal

.

 

Tags: