RSS

Category Archives: Εύα Μαθιουδάκη

Eύα Μαθιουδάκη, Η αναπηρική

  Εἶχε κατεβασμένες τὶς τέντες γιὰ νὰ μὴ βλέπει, εἶχε γεμίσει τὶς ζαρντινιέρες πέρα ὣς πέρα γιὰ νὰ μὴ βλέπει. Καὶ πολλὲς φορὲς κατάφερνε νὰ ξεχνιέται καὶ νὰ μὴ βλέπει. Ἄκουγε ὅμως, αὐτὸ δὲν μποροῦσε νὰ τὸ περιορίσει. Καὶ τὸ σούρσιμο τῆς ἀναπηρικῆς καρέκλας καὶ τὰ βογκητὰ ἢ καὶ ἐκείνη τὴν ἀπόλυτη ἡσυχία τοῦ κενοῦ τοῦ κολασμένου, τοῦ κενοῦ τῆς ἀπόγνωσης, τοῦ κενοῦ, τοῦ κενοῦ τοῦ γείτονά τους ποὺ καθηλώθηκε μετὰ τὸ ἐγκεφαλικὸ στὴν ἀναπηρική, δυὸ χρόνια πᾶνε τώρα. Κάποτε τὸ μπαλκόνι της τὴν παρηγοροῦσε. Ἔβγαινε καὶ ἀπομονωνόταν λὲς καὶ ἔβγαζε τὸν κόσμο ἔξω ἀπὸ τὸ σπίτι της, λὲς καὶ ἔκλεινε τὰ προβλήματα μέσα ἀπὸ τὴν μπαλκονόπορτα. Μέσα τὰ προβλήματα ἀλλὰ αὐτὴ ἦταν ἔξω. Ἔξω ἔτσι κι ἀλλιῶς, ὅλο ἔξω ἦταν, δὲν τὴν ἀφῆναν οἱ δουλειές. Καὶ ὁ ἄντρας της δυὸ χρόνια ἄνεργος. Ἀρχικὰ ἔλεγε ψιθυριστὰ τὴν κουβέντα «Ἄς ἔχουμε τὴν ὑγειά μας», «Τὰ ὑπόλοιπα θὰ τὰ καταφέρουμε», «Τὴν ὑγειά μας», «Μόνο τὴν ὑγειά μας». Ἀνάπηρη παρηγοριά, ἀπαρηγόρητη.

Τὴν εἶχε φάει τὴ ζωὴ μὲ τὴν κουτάλα, τὴν ἤξερε μέσα κι ἔξω τὴν ἀνεργία σὰν τὸ ποτὸ ἕνα πράγμα, σὰν τὴν κακιὰ συνήθεια ποὺ σὲ τραβάει ὅλο κάτω καὶ τὸ ἕνα πρωὶ ξυπνᾶς καὶ λὲς θὰ τὸν πιάσω τὸν ταῦρο ἀπὸ τὰ κέρατα καὶ τὴν ἑπομένη βούλιαζες στοῦ καναπὲ τὶς ἀράχνες. Ὄχι γιὰ τὴν ὑγεία τους βέβαια, ὑγεία δὲν ἦταν. Πότισε τὸ βασιλικό. Ὁ βασιλικὸς εἶναι ἕνα φυτὸ ποὺ ἀπαιτεῖ καθημερινὸ πότισμα, ἕνα φυτὸ ποὺ δὲ συνιστᾶται γιὰ τάφους καὶ ταφόπλακες ἐκτὸς ἂν εἶσαι φρεσκοχήρα καὶ ἀνεβοκατεβαίνεις μὲ τὰ ποτιστήρια στὰ κοιμητήρια. Ἀλλὰ αὐτὴ χήρα δὲν ἦταν. Οὔτε ὁ ἄνεργος σύζυγος μέσα στὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ χρόνου τοῦ ἄχρηστου ἔβρισκε χρόνο νὰ κάνει κάτι χρήσιμο. Πῆρε τὸ φλιτζανάκι τὸν καφέ, ἀραίωσε τὸ κατακάθι μὲ τὸ λίγο νερὸ ποὺ εἶχε μείνει στὸ ποτήρι, πότισε τὴ γαρδένια. Ἔστριψε τὸ κεφάλι. Ἡ θλίψη της τὸν τελευταῖο καιρὸ τῆς ἔδινε κάτι μαχαιριὲς ἄλλοτε στὸ στομάχι, ἄλλοτε στὰ πλευρά. Μετουσιωνόταν ἕνα πράγμα ποὺ θὰ τῆς ἐξηγοῦσε κάποιος ψυχολόγος, ἀλλὰ σὲ ψυχολόγο δὲν πήγαινε. Σήκωσε τὴν τέντα, ἄνοιξε τὴν πόρτα τῆς μπαλκονόπορτας καὶ φωνάζοντας δυνατὰ γιὰ νὰ τὴν ἀκούσουν καὶ οἱ δύο ἀνάπηροί της. «Γιά σηκωθεῖτε, ἀδέλφια, γιά σηκωθεῖτε καὶ νὰ κάτσω ἐγὼ γιὰ πάντα.» «Σηκωθεῖτε!» εἶπε πάλι σιγανὰ καὶ κάθισε ἀποκαμωμένη.

Εύα Μαθιουδάκη, Η αναπηρική, από τη συλλογή διηγημάτων, Μικρά Πείσματα, Το Ροδακιό, 2017

Πίνακας: Jules Pascin

 

Εύα Μαθιουδάκη, Στο φτερό

Και αν ήταν ζάχαρη άχνη κι αν ήταν ρόδο μαραμένο, αυτήν ποσώς δεν την ένοιαζε. Εξάλλου ο ρομαντισμός δεν απορρίπτει τον ορθολογισμό, αμφισβητεί την μονομερή του διάσταση, είχε πει πριν από λίγο στους φοιτητές της. Κι αυτό βέβαια όχι γιατί το πίστευε, αλλά τόσες νιφάδες, τόσες πεταλούδες γύρω γύρω όλο και κάποιος θα ζήλευε την αιώνια ελευθερία του κενού. Του αισθητικού κενού: never mind the gap των συρμών και των συνειρμών. Κουραμπιέδες δεν θα έκανε, μια εικόνα του θα αρκούσε. Μια εικόνα του δίπλα σε πορσελάνινο πιατάκι με το ποτήρι το νερό. Αυτό να το πιεί ο Άγιος Βασίλης φεύγοντας.

 Πίνακας: Holly Coulis

 

Tags: