RSS

Category Archives: Κωνσταντίνος Λουκόπουλος

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Ένα τέρμα  

.

Ένα δίχτυ λαχτάρας

υφάνθηκε μέσα της στάσιμο,

σα φτερό που επιπλέει.

.

Αυτή, που τα δόντια έτριζε στον ύπνο της,

μαλλιά απλωμένα στο ζεστό αεράκι,

δεμένη σ’ ένα φόρεμα εκρού, ποπλίνα,

–για λόγους πανικού–

είπε να τελειώνει.

.

Χαμήλωσε λίγο, καθώς έτριζε το κάγκελο,

κι αργά διαλύθηκε σε μια λευκή πούδρα

κάθε κόκκος της, όπως σκόρπιζε, σκεφτόταν: 

.

ένα τέρμα  είναι πάντα ένα τέρμα.

Πίνακας: Sylvia Melland

 

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Τα κορίτσια

.

Ε ρε σας λέω
αφήστε με
έτσι διάφανο
κι ας μοιάζω
στο σαμιαμίδι του σπιτιού
τοιχόσαυρα
που από τη ζήλια της
κελάηδησε
– να οι φλέβες που ψάχνατε γιατροί –
να το κορμί
που ο Λεονάρντο
ηράσθη
εδώ καπνίζουν
όσα κορίτσια μ’ ερωτεύτηκαν
που στον κόλπο τους με κλείδωσαν
με τα μάτια
ή με τα δόντια
ένα φαγιούμ από αμύγδαλο και στάχτη
κι αυτό το ποίημα
– όσο τα μέτρα του
υπολείπονται –
θα γίνεται
φωλιά
της σφήκας
μα αιώνια θα αποτυγχάνει
να αντιληφθεί
το βούισμα
πριν την επίθεση
ενόσω εκείνες θα τεντώνονται
έτοιμες να φτερουγίσουν
απ’ του κορμιού τους
το νεκύδαλλο._

 Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Τα κορίτσια, από τη συλλογή Ενύπνια τα μεθεόρτια, εκδόσεις Έναστρον, 2020

Artwork: Nikoletta Ceccoli

 

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Ενύπνια προς το τέλος

.

Βαθύ θέρος
το ζωντανό διάζωμα
που ξεχώριζε
τα ζώα στα παχνιά τους
αχνίζει.
Άλλα χρόνια τότε,
φέρναμε νερό στα χέρια
μεγαλώναμε κάτω από τις ελιές
βαραίναμε μπροστά
όχι στα καπούλια
και λέγαμε
του χρόνου του ορφανού
αδέρφι του είναι ο θάνατος.
Κι όσοι ακόμα βασανίζονταν
έδερναν έπειτα την κυρά τους
από αγάπη
λες κι ήταν αμαρτία το φύλο
κι όχι η σκατοψυχιά
δεν ημπορεί να σκληρύνει κι άλλο η ποίηση
για να τους χωρέσει
καθένας με το τομάρι του
να έρχεται να μεταλαβαίνει
και συγχώρεση
– αν είναι να λάβει –
να λαβαίνει από τα αποθαμένα του.

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Ενύπνια προς το τέλος από τη συλλογή Ενύπνια τα μεθεόρτια, Εκδόσεις Έναστρον, 2020

Πίνακας: Jeffrey Ripple

 

Tags:

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, Οι βέβαιοι άνθρωποι

.

Κι ήρθε η βουβή μπουρού
που τη νομίζαμε βραχνιασμένη

και μας έκλεινε
με τη σιωπή της
στο αιώνιο περίβλημα

από το χέρι με έπαιρνες
όπως όταν
ταΐζαμε τα πουλιά
στις γούρνες τους
με τον ζεστό θάνατο
και σημαδεύαμε στο χώμα
τους δροσερούς Αντήνορες
και τη λευκαύγεια του δάσους
μες στο χιόνι

δύο λέξεις ακούγονταν
μα ήταν πια
της άλαλης διαλέκτου

έξω παρασιτούσαν οι λαμνοκόποι
των συνεστιάσεων
λες και ξυράφιζαν τους βράχους
και στο πρόσωπό τους
μια χαλασμένη λάμπα
τρεμόσβηνε
σαν μια σκιά που έζησε
όσο έζησε
φορώντας φως

δεν με άκουγα να
απελπίζομαι
καθώς
οι βέβαιοι άνθρωποι
περνούσαν ένας ένας
κι έφτυναν

εμείς και με τα σάλια τους
θα πορευόμαστε

έχουμε υπάρξει και ταπεινοί
και σαλιγκάρια.

Κωνσταντίνος Λουκόπουλος,  Οι βέβαιοι άνθρωποι από την ποιητική συλλογή  Ενύπνια τα μεθεόρτια, Εκδόσεις Έναστρον, 202

Φωτό: Jamie Heiden