.
Ένα δίχτυ λαχτάρας
υφάνθηκε μέσα της στάσιμο,
σα φτερό που επιπλέει.
.
Αυτή, που τα δόντια έτριζε στον ύπνο της,
μαλλιά απλωμένα στο ζεστό αεράκι,
δεμένη σ’ ένα φόρεμα εκρού, ποπλίνα,
–για λόγους πανικού–
είπε να τελειώνει.
.
Χαμήλωσε λίγο, καθώς έτριζε το κάγκελο,
κι αργά διαλύθηκε σε μια λευκή πούδρα
κάθε κόκκος της, όπως σκόρπιζε, σκεφτόταν:
.