RSS

Category Archives: Faulkner

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία

.

Καθότι τόσο ντελικάτες, τόσο μυστηριακές οι γυναίκες, είπε ο Πατέρας. Μια λεπταίσθητη ισορροπία περιοδικού ρύπου ανάμεσα σε δυο φεγγάρια σ’ εκκρεμότητα. Σελήνη. Σελήνες, είπε, φεγγάρια στη γέμιση, κίτρινα όπως η σελήνη του θερισμού και του Αυγούστου οι γοφοί της οι γλουτοί της. Έξω έξω απ’ αυτούς πάντοτε πλην όμως. Κίτρινο. Σαν πατούσες ποδιών απ’ το περπάτημα κάπως. Ύστερα πληροφορείσαι πως όλα αυτά τα μυστηριακά και τα επιβλητικά κάποιον άντρα έκρυβαν. Πως όλα αυτά τα εσώτερα σχημάτιζαν μία εξωτερική τρυφερότητα που προσδοκά ένα άγγιγμα για να. Υδαρής σήψη σαν πνιγμένα αντικείμενα που επιπλέουν, σαν ξεπλυμένο ελαστικό μισογεμισμένο, και αρχίζει να κολλάει μυρωδιά από αγιόκλημα όλα μαζύ ανάκατα.

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, σελ. 153, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002

Artwork: Daria Petrilli

.

Σε αυτό το λινκ η πρόσφατη ταινία

 

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία

—Τι βλέπεις; Eίπε ψιθυριστά η Φρόνυ.

Κοίταξα και τους είδα. Ύστερα κοίταξα και έβλεπα την Κάντυ με άνθη στα μαλλιά και έναν πέπλο μακρύ σαν άνεμο αστραφτερό. Κάντυ Κάντυ

—Σουτ. Είπε ο Τ. Π. Θα σ’ ακούσουνε. Κατέβα κάτω σβέλτα. Και με τραβούσε. Κάντυ. Ο Τ.Π. με τραβούσε. Σουτ. Είπε. Σώπα. Έλα δω αμέσως. Και με τραβούσε. Κάντυ. Πάψε Μπέντζυ. Θέλεις να σ’ ακούσουν; Άντε, στάσου να πιούμε καμιά γουλιά ακόμη και μετά ξαναγυρίζουμε, αν το βουλώσεις. Πάμε καλύτερα να πάρουμε άλλο ένα μπουκάλι, ειδαλλιώς θ’ αρχίσουμε να σκούζουμε  και οι δυο μας. Θα πούμε το ήπιε ο Νταν. Ο Κύριος Κουέντιν πάντα του λέει είναι ξύπνιο σκυλί, εμείς μπορούμε να πούμε ξέρετε είναι μπεκρόσκυλο, πίνει.

Η φεγγαράδα κατέβαινε τα σκαλιά του υπογείου. Ήπιαμε κι άλλο. — Ξέρεις τι θα ήθελα τώρα; Θα ’θελα ξαφνικά να μπουκάρει εδώ στο κατώι μια αρκούδα. Και ξέρεις τι θα ’κανα; Θα πήγαινα ίσα καταπάνω της και θα την έφτυνα τσιφ στο μάτι. Για δώσε την μπουκάλα να ταπώσω το στόμα μου προτού βγάλει φωνή μεγάλη.

Ο Τ.Π. γκρεμίστηκε κατάχαμα. Έβαλε τα γέλια και η φεγγαράδα και η πόρτα του υπογείου άρχισαν να πηδάνε και έφυγαν και κάτι με χτύπησε εμένα. — Σώπαινε. Είπε ο Τ.Π. Και πάλευε να μη γελάσει. Χριστούλη μου, πάει, θα μας ακούσουνε. Σήκω πάνω. Ο Τ. Π. είπε. Σήκω Μπέντζυ, σβέλτα. Κυλιόταν κάτω και γελούσε. Κι εγώ δοκίμαζα να σηκωθώ. Τα σκαλιά του υπογείου ανέβαιναν τον λόφο μέσα σε φεγγαράδα και ο Τ.Π. σωριάστηκε απάνω στον λόφο μέσα στη φεγγαράδα, κι εγώ έτρεξα ίσα στον φράχτη και ο Τ.Π. έτρεχε πίσω μου και όλο έλεγε μην κλαις μην κλαις. Μετά έπεσε μέσα στα λουλούδια και να γελάει κι εγώ έτρεξα κατά το κασσόνι. Όμως όταν έκανα ν’ ανέβω εκείνο πήγε παραπέρα και με χτύπησε στο κεφάλι μου από πίσω και το λαρύγγι μου έβγαζε θορύβους και έκανε ξανά θορύβους κι εγώ δεν προσπαθούσα να σηκωθώ και το λαρύγγι μου έκανε ξανά θορύβους και εγώ άρχισα να κλαίω. Όμως το λαρύγγι μου έβγαλε ήχο ξανά και ο Τ.Π. με τραβούσε. Το λαρύγγι μου έβγαζε ήχους συνέχεια και εγώ δεν μπορούσαν να διακρίνω αν έκλαιγα ή όχι, και ο Τ.Π. σωριάστηκε απάνω μου και γελώντας. Και εκείνος ο ήχος συνεχιζόταν και ο Κουέντυ έδωσε κλωτσιά στον Τ.Π. και η Κάντυ με αγκάλιασε και ο πέπλος της έφεγγε και δεν ευωδίαζαν δέντρα πλέον και άρχισα να κλαίω.  

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, Απριλίου 7η, 1928, σελ. 69-70, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002

Artwork: Yohann Fournier

.

 

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία

.

Ξέπλυνα πρόσωπο και χέρια, όμως η μυρουδιά δεν έλεγε να φύγει, και μαζύ με το σαπούνι μού ερέθιζε κάπως τα ρουθούνια. Ύστερα άνοιξα τον σάκκο, έβγαλα πουκάμισο και κολλάρο και γραβάτα, έβαλα μέσα τα ματωμένα, έκλεισα τον σάκκο, και μετά ντύθηκα. Την ώρα που βούρτσιζα τα μαλλιά μου το ρολόι χτύπησε τη μισή. Όμως είχα ακόμη περιθώριο μέχρι να πάει παρά τέταρτο, εκτός και αν, νομίζω βλέποντας το σκοτάδι που εφορμούσε μόνο το δικό του πρόσωπο και όχι τσακισμένο φτερό, εκτός κι αν ήταν δύο, όμως όχι δύο όπως τότε πηγαίνοντας για Βοστώνη το ίδιο βράδυ έπειτα το πρόσωπό μου το πρόσωπό του για μια στιγμή μέσα στον θόρυβο του σπασίματος όταν ξεπετάγεται μέσα από το σκοτάδι δύο φωτισμένα παράθυρα συνθλίβονται μέσα σε τραχύτατη φευγαλέα σύγκρουση εξαφανίστηκε το πρόσωπό του και το δικό μου το βλέπω είδα ίσως δεν είδα αντίο το στέγαστρο όπου κανείς δεν τρώει τώρα άδειο ο δρόμος άδειος μέσα στο σκοτάδι σε σιωπή το γεφύρι με τις καμάρες του μέσα στη σιωπή σκοτάδι σε σιωπή το γεφύρι με τις καμάρες του μέσα στη σιωπή σκοτάδι και ύπνο το νερό ειρηνικό και γοργό χωρίς αποχαιρετισμούς χωρίς έχετε γεια

.

Έσβησα το φως και γύρισα στο δωμάτιό μου, μακριά από τη βενζίνη αν και μου μύριζε ακόμη. Στάθηκα στο παράθυρο, οι κουρτίνες κινήθηκαν αργά, βγήκαν από τα σκοτάδια και άγγιζαν το πρόσωπό που σαν κάποιος που ανασαίνει στον ύπνο του, ύστερα επέστρεφαν στα σκοτάδια με αργή αναπνοή, δεν με άγγιζαν τώρα. Μόλις ανέβηκαν απάνω, η Μητέρα πεσμένη στην πολυθρόνα της, το μαντήλι με την κάμφορα στο στόμα της. Ο Πατέρας δεν είχε αλλάξει θέση. Καθισμένος πάντα στο πλάι της τής κρατούσε το χέρι το βέλασμα σαν σφυροκόπημα απομακρυνόμενο, σαν να μην έβρισκε θέση στη σιωπή Όταν ήμουνα μικρός είχε μια εικόνα κάπου σ’ ένα βιβλίο μας, ένα σκοτεινό μέρος όπου έμπαινε λοξά μία μοναχική αχτίδα φως και έπεφτε πάνω σε δύο πρόσωπα που υψώνονταν μέσα στο σκοτάδι. Ξέρεις τι θα ’κανα εγώ αν ήμουνα βασιλιάς; Ποτέ της δεν έλεγε είμαι βασίλισσα ή νεράιδα, πάντα της ήτανε βασιλιάς ή γίγαντας ή στρατηγός θα γκρέμιζα τοίχο στο δωμάτιο και θα τους έβγαζα έξω σέρνοντας και θα τους μαστίγωνα πολύ άγρια Και το δωμάτιο κατεδαφισμένο, ξεκοιλιασμένο. Κι εγώ χαρούμενος.

.

Και αδύνατο να το εγκαταλείψω επειδή το ρημαγμένο μπουντρούμι ήταν η ίδια η Μητέρα, εκείνη και ο Πατέρας υπερυψούμενοι σε χλωμό φως πιασμένοι χέρι-χέρι και μεις να έχουμε χαθεί σε τόπο πιο κάτω απ’ αυτούς, δίχως ούτε μια αχτίδα φως. Και ύστερα έκανε εισβολή το αγιόκλημα. Μόλις έκανα να σβήσω το φως και δοκίμαζα να κοιμηθώ, αυτό άρχιζε έφοδο στο δωμάτιο κατά κύματα, όλο και πιο πηχτό, ώσπου χρειαζόταν να λαχανιάσω και να εξασφαλίσω μία εισπνοή και τελικά αναγκαζόμουν να σηκωθώ και να βρω τον δρόμο μου ψαχουλευτά, όπως όταν ήμουνα μικρό παιδάκι τα χέρια μπορούν να βλέπουν ψηλαφώντας μέσα στη μνήμη σχηματίζοντας αόρατη πόρτα Πόρτα τώρα το κενό τα χέρια μπορούν να βλέπουν Η μύτη μου μπορούσε να δει τη βενζίνη, το γιλέκο στην καρέκλα, την πόρτα.

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, σελ. 194-195, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002

Artwork: Erik Johansson

.

https://www.youtube.com/watch?v=o1tiqVk63-A

 

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία

Τα οστά περίσσευαν πάνω απ’ το χαντάκι με τις σκοτεινές πρασινάδες που κατοικούν στο σκοτεινό χαντάκι και μπήγονταν στο φεγγαρόφωτο σαν μερικά σχήματα να είχαν μαρμαρώσει εκεί που ορθώνονταν. Και μετά όλα μαρμάρωσαν και γύρω σκοτεινά και μόλις έκοψα βήμα κι εγώ για να ξαναρχίσω, μπόρεσα και άκουσα τη Μητέρα, και πόδια που ξεμακραίνουν βιαστικά και ένα σχήμα που μπόρεσα να το μυρίζω.. Και μετά ήρθε το δωμάτιο, όμως τα μάτια μου κλείστηκαν. Δεν σταμάτησα. Μπορούσα να οσμίζομαι. Και ο Τ.Π. ξεκαρφίτσωσε τις παραμάνες στα σκεπασματα του κρεβατιού. […] Κατεβήκαμε τη σκάλα. Τα σκαλοπάτια κατέβηκαν σ’ ένα σκοτάδι και ο Τ. Π. με πήρε απ’ το χέρι και βγήκαμε από την πόρτα και από το σκοτάδι. Ο Νταν στην πίσω αυλή και αλυχτούσε. — Τον πήρε μυρωδιά. Ο Τ.Π. είπε. Έτσι δεν το πήρες μυρουδιά και του λόγου σου; Κατεβήκαμε τα σκαλοπάτια, πήγαμε κοντά στις σκιές μας. — Ξέχασα το πανωφόρι σου. Ο Τ. Π. είπε. Σου χρειάζεται, αλλά δεν ξαναγυρίζω εκεί μέσα. Ο Νταν κλαψούρισε. — Σουτ. Είπε ο Τ.Π. Οι σκιές μας προχώρησαν. Του Νταν η σκιά δεν κουνιόταν, εξόν μονάχα όταν γάβγιζε. — Δεν μπορώ να σε μπάσω στο σπίτι μας άμα βελάζεις έτσι. Είπε ο Τ.Π. Ήσουνα που ήσουνα μπελάς προτού αποχτήσεις αυτήν τη βατραχοφωνάρα. Προχώρα. Απριλίου 7η, 1928 Σελ. 64-65

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, Απριλίου 7η, 1928, σελ. 64-65, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002

Artwork: Yohann Fournier

 

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία

Το τραίνο έβαλε μπρος. Έσκυψα στο παράθυρο, στον παγωμένο αέρα, κοίταξα πίσω. Αυτός έστεκε εκεί δίπλα στο σκελετωμένο μουλάρι που έμοιαζε με κουνέλι, πλάσματα συφοριασμένα και τα δύο τους, ακίνητα, της υπομονής. Το τραίνο πήρε τη στροφή. Η μηχανή με κοφτές, απανωτές τουλούπες καπνό, και ο άνθρωπος και το μουλάρι αποχώρησαν απαλά από το οπτικό μου πεδίο, με εκείνη την ταπεινή και πέραν του χρόνου υπομονή, μία μαρμαρωμένη γαλήνη, κράμα από παιδιάστική δουλική ανημπόρια κι εξωπραγματική σιγουριά που τους ποιμαίνει και τους προστατεύει· και αγαπάει έξω από κανόνες λογικής· και τους ληστεύει μόνιμα και απεκδύεται κάθε ευθύνη και υποχρέωση με μέσα τόσα απροκάλυπτα που αδύνατο να θεωρήσεις δόλο ή κλοπή, και αποδέχεται κλοπή ή υπεκφυγή με εκείνον τον γνήσιο και αυθόρμητο θαυμασμό για τον νικητή, τον θαυμασμό που νοιώθει κάθε τζέντλεμαν για τον οποιονδήποτε τον νικάει σε δίκαιο αγώνα και μαζύ νοιώθει στοργή και αμείωτη ανεκτικότητα για τις ιδιοτροπίες των λευκών, όπως ο παππούς για τα ζαβολιάρικα παιδιά. Κάτι που είχα ξεχάσει.

Κι ολόκληρη εκείνη την ημέρα, ενώ το τραίνο φιδοσερνόταν δίπλα σε χαράδρες και γκρεμούς, και η μόνη κίνηση ήταν το αγκομαχητό της εξάτμισης και ο βόγγος των καταπονημένων τροχών, και τα προαιώνια όρη έστεκαν μισοσβησμένα στον μουντό ουρανό, εγώ συλλογιζόμουν τον τόπο μου, τον μελαγχολικό άχαρο σταθμό και τη λάσπη, τους νέγρους και τους χωριάτες να βολτάρουν νωθρά στην πλατεία κρατώντας παιχνίδια μαϊμουδίτσες, αμαξάκια, σακουλίτσες με καραμέλες, πυροτεχνήματα, και τα σπλάχνα μου μετατοπίζονταν όπως τότε στο σχολείο λίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι.

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, Ιουνίου 2α, 1910, σελ. 113-114, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002.

Artwork: Yohann Fournier

 

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία

.

Μπήκα στο αμάξι, τράβηξα για το σπίτι. Πρώτη μου το πρωί, δεύτερη το μεσημέρι, τώρα πάλι, να την κυνηγάω σ’ όλη την πόλη και να τις παρακαλάω να μου δώσουν ένα πιάτο φαΐ που εγώ πληρώνω. Καμιά φορά σκέφτομαι, προς τι ματαιοπονώ; Όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, μόνον αν είμαι τρελός θα το τραβήξω κι άλλο το θέμα. Ορίστε, τώρα γυρίζω στο σπίτι, λες και το πρόβλημα είναι να ψάξω για ένα καλάθι ντομάτες ή κάτι τέτοιο και ύστερα ανάγκη να ξαναγυρίζω στην πόλη και θα μυρίζω σαν ολόκληρο εργοστάσιο κάμφορας, για να μη σκιστεί το κεφάλι μου στα δύο. Εγώ πάντα της το λέω, η ασπιρίνη είναι νούλα, νερό κι αλεύρι μόνο, εφεύρεση για τους κατά φαντασίαν ασθενείς. Δεν ξέρεις εσύ τι θα πει πονοκέφαλος, της λέω. Μου κάνει κέφι λες, της λέω, το τιμόνι, θα ’μπλεκα εγώ λες με αυτοκίνητο αν ήταν στο χέρι μου; Εγώ μπορώ, της λέω, να κάνω και δίχως αυτοκίνητο. Πολλά έχω μάθει πια να μην τα ’χω ανάγκη, αν όμως εσύ θες ντε και καλά να παίζεις το κεφάλι σου με την πανάρχαια και ξεχαρβαλωμένη άμαξα και το ανήλικο νεγράκι στα γκέμια, όπως νομίζεις, διότι, αυτό το λέω εγώ πάντα, ο Θεός προνοεί για τους ομοιοπαθείς του Μπεν, ξέρει ο Θεός ότι σε τέτοια άτομα τούς χρωστάει μια αποζημίωση, αλλά εάν νομίζεις ότι θα εμπιστευτώ χιλίων δολλαρίων ντελικάτο μηχάνημα σε αμάλλιαγο νεγράκι, είτε και σε ενήλικον, το ίδιο κάνει, κάνεις κέφι την αυτοκινητάδα και το ξέρεις πολύ καλά.

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, σελ. 253, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002

Artwork: Gustave Caillebotte

 

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία

.

Έννοια σου λέω, λέω εγώ, εσύ θα πεθάνεις από πλήξη στον Παράδεισο, όπου δεν θα μπορείς να χώνεις τη μύτη σου στις δουλειές του πλησίον σου, μόνο κοίτα μη σε πιάσω ποτέ επ’ αυτοφώρω, λέω, κάνω τα στραβά μάτια για χάρη της γιαγιάς σου, όμως φυλάξου μη σε κάνω τσακωτή και μέσα στο σπίτι μου, στο σπίτι όπου ζει η μάνα μου. Και τα κωλόπαιδα με το λιγδωμένο μαλλί που περνιούνται για βαρβάτοι τσαμπουκάδες, θα τους διδάξω εγώ τι εστί τσαμπουκάς, λέω εγώ, και σ’ εκείνους και σ’ εσένα. Και θα σου τον κρεμάσω εγώ από την κόκκινη γραβάτα του, αν του περνά ιδέα πως μπορεί να βολτάρει στα δάση παρέα με την ανιψιά τη δική μου. Με τον ήλιο να με στραβώνει και το αίμα να χτυπάει έτσι, έλεγα, πάει, το κεφάλι μου θ’ ανοίξει στα δύο και μακάρι, για να ξεμπερδεύουμε, με τα βάτα και όλα τα κέρατα να γραπώνονται απάνω μου, τελικά φτάνω στο αμμουδερό χαντάκι, εκεί που είχανε σταματήσεις και θυμήθηκα το δέντρο όπου βρισκόταν το αυτοκίνητο, και μόλις βγαίνω από το χαντάκι και ξεκινάω τρεχάλα, ακούω το αμάξι να μαρσάρει. Είχαν πατήσει γκάζι και κορνάριζαν, και δώσ’ του κορνάρισμα, σαν να μου ’λεγαν να, ρε, να, να, να, να, νάαααααα!

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, σελ. 258-259, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002 Artwork: George Braque

 

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία

.

Άκουσε τα βήματα στην τραπεζαρία, μετά την πόρτα ν’ ανοίγεται, και μπήκε ο Λάστερ, με ξοπίσω του έναν μεγαλόσωμο άντρα. Ήταν σαν πλασμένος από άλλη ύλη· που τα μόριά της δεν ήθελαν ή δεν μπόρεσαν να έχουν συνοχή το ένα με το άλλο ή με τον σκελετό που τα κουβαλούσε. Το δέρμα του έμοιαζε πεθαμένο και ήταν άτριχο. Και, σαν να έπασχε από υδρωπικία, προχωρούσε με παραπατήματα, σαν αρκούδα εξημερωμένη. Τα μαλλιά του αποχρωματισμένα και αδύνατη τρίχα. Του τα είχαν βουρτσίσει έτσι που να πέφτουν μπροστά σαν τα παιδάκια σε παλαιές λιθογραφίες. Το μάτια του διάφανα, με το απαλό γλυκύ γαλάζιο της γαλάζιας παπαρούνας. Το στόμα του παχύ, κρεμόταν μισάνοιχτο, και του ξέφευγε ένα στενό αυλάκι σάλιο. […] Ο Μπεν έκοψε το κλαψούρισμα. Η ματιά του ακολουθούσε το κουτάλι καθώς υψωνόταν προς το στόμα του. Σαν ακόμη και η βουλιμία να είχε ως και αυτή παραλύσει μέσα του και η πείνα του δεν εγνώριζε τ’ όνομά της, δεν ήξερε η ίδια πως είναι πείνα. Ο Λάστερ τον ετάιζε επιδέξια και με το μυαλό του αλλού. Μία τόσο η προσοχή του επανερχόταν, όσο χρειαζόταν για να κάνει ζαβολιές: έκανε πως έφερνε το κουτάλι στο στόμα του Μπεν, κι αυτός έκλεινε το στόμα καταπίνοντας αέρα φρέσκο. Ολοφάνερο πως ο νους του Λάστερ κάπου ταξίδευε. Το άλλο του χέρι ήταν αφημένο στη ράχη της καρέκλας και πάνω σ’ αυτήν τη νεκρή επιφάνεια μετατοπιζόταν διστακτικά, ανεπαίσθητα, σαν να ξεδιάλεγε μία άηχη μελωδία μέσα από το νεκρό κενό και, για μια φορά, λησμόνησε να λαχταρήσει τον Μπεν με το άδειο κουτάλι, καθώς τα δάχτυλά του προσπαθούσαν να ξεγελάσουν το βουβό ξύλο μήπως και βγάλει κανέναν αρπισμό, ώσπου ο Μπεν τον ανακαλούσε στην τάξη με κλαψούρισμα.

Γουίλιαμ Φώκνερ, Η βουή και η μανία, σελ σελ. 288-289 και σελ. 290-291, μτφρ. Παύλος Μάτεσις, εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2002

Artwork: Ernest Ludwig Kirchner

.

 

William Faulkner, Φως τον Αύγουστο

Κατόπιν φάνηκε η πυροσβεστική, ζυγώνοντας καμαρωτά, μες σ’ ένα πανδαιμόνιο από σειρήνες και κουδουνίσματα. Ήταν καινούργια, βαμμένη κόκκινη, με χρυσαφιά πλουμίσματα, μια χειροκίνητη σειρήνα κι ένα καμπανάκι –χρυσαφί κι αυτό– με ήχο γαλήνιο, αγέρωχο και περήφανο. Άντρες ξεσκούφωτοι και νέα παλικάρια κρέμονταν από το όχημα, αψηφώντας τους νόμους της φύσης μ’ έναν τρόπο εκπληκτικό, όπως οι μύγες μόνο ξέρουν να τους αψηφούν. Η πυροσβεστική είχε μηχανικές σκάλες που πετιούνταν σε ύψη θεόρατα μ’ ένα απλό άγγιγμα· αλλά τούτη τη φορά δεν είχαν πού να υψωθούν. Κι η καλοκουλουριασμένη, παρθένα ακόμη μάνικα, η οποία θύμιζε διαφημίσεις της τηλεφωνικής εταιρείας στα λαϊκά περιοδικά, δεν είχε επίσης από πού να πάρει νερό. Έτσι, οι ξεσκούφωτοι άντρες, που είχαν εγκαταλείψει πάγκους και γραφεία για να ’ρθουν εδώ, πήδηξαν από το όχημα και μπλέχτηκαν με τον κόσμο – όλοι, ακόμα και ο χειριστής της σειρήνας. Και το πλήθος άρχισε να τους δείχνει διάφορα σημεία για το πού ήταν ακουμπισμένο το σεντόνι, κι ορισμένοι, με τα πιστόλια κιόλας στην τσέπη, άρχισαν να γυρεύουν κάποιον για να σταυρώσουν. Όμως δεν υπήρχε κανείς. Τούτη η γυναίκα είχε ζήσει μια ζωή τόσο ήσυχη, τόσο αποτραβηγμένη, ώστε στην πόλη που είχε γεννηθεί κι είχε περάσει όλα της τα χρόνια σαν ξένη, σαν αλλοφερμένη, άφηνε για κληρονομιά σάστισμα κι οργή, πράγμα που ποτέ δεν θα της συγχωρούσαν, για να την αφήσουν πια ήσυχη στον τάφο της, μολονότι τους είχε προσφέρει με το τέλος της τουλάχιστον μια τέτοια έντονη συγκίνηση, μια συγκίνηση σχεδόν γιορτινή. Μα παρ’ όλα αυτά, όχι, δεν θα την άφηναν έτσι εύκολα στην ησυχία της. Κανέναν δεν θ’ άφηναν έτσι εύκολα στην ησυχία του. Γι’ αυτό στριμώχνονταν και σπρώχνονταν εκεί δα, πιστεύοντας πως οι φλόγες, το αίμα, το κορμί που είχε πεθάνει τρία χρόνια πριν κι είχε μόλις αρχίσει να ζει ξανά, φώναζαν όλα γυρεύοντας εκδίκηση, και δεν τους περνούσε απ’ το μυαλό ότι η εκστατική λύσσα της φωτιάς κι η ακινησία του πτώματος αποτελούσαν και τα δυο τη μαρτυρία πως η ύπαρξη τούτη είχε περάσει σε κάποιον τελικό προορισμό πέρα από τη δυνατότητα των ανθρώπων να τη βλάψουν ή να την αγγίξουν. Αυτό δεν τους περνούσε διόλου απ’ το μυαλό. Γιατί το άλλο ήταν πιο ωραίο να το πιστεύουν. Ομορφότερο και από τα ράφια και τους πάγκους τους, που έστεκαν μπρος τους φορτωμένα με γνώριμα από πολύ καιρό αντικείμενα, αγορασμένα όχι επειδή τα είχαν ζηλέψει ή τα είχαν λιμπιστεί, όχι γιατί τους έδινε καμιά χαρά το να τα έχουν δικά τους, μα για να τα πουλήσουν σε κάποιον άλλον, βγάζοντας παραπανίσιο κέρδος μ’ απατεωνιές και λοβιτούρες· και κάθε τόσο να κοιτάνε τα απούλητα ακόμη αντικείμενα κι εκείνα τα άτομα που θα μπορούσαν να τ’ αγοράσουν, μα δεν το είχαν κάνει ακόμη, με θυμό, ίσως κι οργή, μπορεί και μ’ απόγνωση. Ομορφότερο απ’ τα σκονισμένα γραφεία όπου περίμεναν οι δικηγόροι παραμονεύοντας ανάμεσα σε φαντάσματα παλιών πόθων και ψεμάτων, ή τα ιατρεία όπου περίμεναν οι γιατροί με κοφτερά μαχαίρια και καταστροφικά χαπάκια, λέγοντάς σου, απαιτώντας να τους πιστέψεις, δίχως ν’ ανατρέξεις σε τυπωμένα φυλλάδια, πως πάσκιζαν για το σκοπό εκείνο που η πραγμάτωσή του θα τους άφηνε δίχως δουλειά. Κι έρχονταν και οι γυναίκες, οι αργόσχολες γυναίκες με τα λουλουδάτα και κάποιες φορές τα βιαστικά ριγμένα πάνω τους ρούχα, τα μάτια τους παθιασμένα ν’ αστράφτουν, γεμάτα μυστικές σκέψεις και στήθια απογοητευμένα, εξίσου γεμάτα μυστικά (στήθια που πάντοτε αγάπησαν το θάνατο παραπάνω από τη γαλήνη), για να προσθέσουν με τα μυριάδες σκληρά, αδύναμα τακ τακ των τακουνιών τους μες στο αδιάκοπο μουρμουρητό. Ποιος το ’κανε; Ποιος το ’κανε; ερωτήματα ένθετα όπως ίσως Δεν τον έχουνε πιάσει ακόμα; Α, ναι Λεύτερος είναι; Λεύτερος;

William Faulkner, Φως τον Αύγουστο, μτφρ. : Bικτωρία Τραπάλη, σ. 296-298, εκδόσεις Εξάντας, 1987

Φωτογραφία:Jamie Heiden

 

William Faulkner, Φως τον Αύγουστο

Καθόταν ανακούρκουδα καταμεσής στ’ απαλά, μυρωδάτα γυναικεία φουστάνια και τα παπούτσια. Είδε με το πασπάτεμα μονάχα το κάποτε κυλινδρικό σωληνάριο να ’χει ζουλιχτεί απ’ όλες τις μεριές. Με τη γεύση μονάχα, δίχως να το βλέπει, παρακολουθούσε το δροσερό, αόρατο σκουλήκι να κουλουριάζεται στο δάχτυλό του και να πασαλείβεται μετά, γλυκερό, με μια κίνηση αυτοματική, στη γλώσσα και το στόμα του. Κανονικά θα είχε φάει μια και μοναδική μπουκιά κι έπειτα θ’ άφηνε το σωληνάριο στη θέση του και θα έφευγε από το δωμάτιο. Μολονότι πέντε μόλις χρονών, ήξερε πως δεν έπρεπε να τρώει παραπάνω. Ίσως ήταν το ζώο που του έλεγε πως το περισσότερο θα τον αρρώσταινε· ίσως ο άνθρωπος, που τον προειδοποιούσε πως πάνω από μια μπουκίτσα τη φορά θα φαινόταν, και θα το έπαιρνε είδηση η διαιτολόγος. Τούτη ήταν η πρώτη μέρα που είχε φάει πιο πολύ. Πολύ πιο πολύ, εκεί που καθόταν κρυμμένος, περιμένοντας. Ψηλαφώντας το με τα δάχτυλα, ένιωθε το σωληνάριο να κοντεύει ν’ αδειάσει. Άρχισε να ιδρώνει. Κι έπειτα κατάλαβε πως ίδρωνε από κάμποση ώρα, ότι εδώ και κάμποση ώρα δεν έκανε άλλο από το να ιδρώνει. Δεν άκουγε το παραμικρό τώρα πια. Το πιο απίθανο ήταν πως και ντουφεκιά να έπεφτε πίσω από την κουρτίνα, εκείνος δεν θα την άκουγε. Ήταν θαρρείς κι είχε στραφεί ολόκληρος προς τα μέσα, προς τον εαυτό του, και κοιτούσε τον εαυτό του να ιδρώνει, να χώνει στο στόμα ακόμη ένα σκουλήκι οδοντόκρεμας που το στομάχι του αρνιόταν να δεχτεί. Σίγουρα πράματα, αρνιόταν να το κατεβάσει κάτω.

Ασάλευτος τώρα, εντελώς προσηλωμένος, έμοιαζε να σκύβει πάνω από τον εαυτό του σαν χημικός στο εργαστήρι του, περιμένοντας. Δεν χρειάστηκε να περιμένει πολύ. Μεμιάς η οδοντόκρεμα που είχε κιόλας καταπιεί πετάχτηκε ξανά επάνω, πασχίζοντας να ’βγει έξω, στην ατμόσφαιρα όπου είχε δροσιά. Δεν ήταν πια γλυκερή η γεύση της. Στη φορτωμένη πράγματα κρυψώνα, πίσω από την κουρτίνα, στη γεμάτη ροδαλές, γυναικείες μυρωδιές κρυψώνα όπου κούρνιαζε έπιασε ν’ αφουγκράζεται τα σωθικά του, προσμένοντας με το στόμα πλημμυρισμένο ροδόχρωμους αφρούς και την καρδιά σφιγμένη αυτό που ήταν να συμβεί. Και που τελικά συνέβη. Μουρμούρισε μόνος του, παραδομένος, απόλυτα υποταγμένος, με μια μοιρολατρική, μολονότι σαστισμένη, καρτερικότητα: «Nα ’το!» Όταν άνοιξε η κουρτίνα δεν σήκωσε τα μάτια να κοιτάξει. Όταν τον έσυραν κάποια χέρια από τον εμετό του, δεν έφερε αντίσταση. Αφέθηκε σ’ αυτά, άψυχος, κοιτώντας, με το στόμα ορθάνοιχτο και μια ηλίθια απλανή έκφραση στο βλέμμα, το πρόσωπο τούτο αντίκρυ του που δεν ήταν πια βελούδινο και ροδαλό παρά τριγυρισμένο από ανάκατα μαλλιά, τα ίδια μαλλιά που οι όμορφες κορδέλες τους του έφερναν άλλοτε ζαχαρωτά στο νου. «Σκατόπαιδο!» σφύριξε στ’ αυτί του η στριγκή, οργισμένη φωνή. «Σκατόπαιδο! Να κάθεσαι να με κατασκοπεύεις! Παλιομπάσταρδο, σκατοαράπη!»

William Faulkner, Φως τον Αύγουστο, μτφρ. : Bικτωρία Τραπάλη, σ. 126-127, εκδόσεις Εξάντας, 1987

Αrtwork: Richard Morin

 

.