RSS

Category Archives: Emily Brondë

Emily Brondë, Ανεμοδαρμένα ύψη

.

Τη φορά αυτή θυμάμαι πως ήμουν ξαπλωμένος στο δρύινο καμαράκι και άκουγα καθαρά τον άνεμο που λυσσομανούσε και τη χιονοθύελλα. Άκουγα επίσης το κλωνάρι του έλατου να επαναλαμβάνει τον μονότονο ήχο του, και απόδωσα τον θόρυβο στο ακριβές αίτιο. Αλλά με ενοχλούσε τόσο ώστε αποφάσισα, αν γινόταν, να το σιγάσω. Και φαντάστηκα πως σηκώθηκα και δοκίμασα να ξεμανταλώσω το δίφυλλο. Αλλά ο γάντζος είχε συγκολληθεί στο σίδερο της βάσης, γεγονός που το είχα παρατηρήσει όταν ήμουν ξύπνιος, αλλά το είχα ξεχάσει. «Και όμως θα το σταματήσω», μουρμούρισα, σπάζοντας με τη γροθιά μου το τζάμι, και τέντωσα το χέρι για ν’ αδράξω το ενοχλητικό κλαδί. Έκπληκτος ένιωσα τα δάχτυλά μου να κλείνουν γύρω από τα δάχτυλα ενός μικρού, παγωμένου χεριού. Η ανείπωτη φρίκη του εφιάλτη με κυρίεψε. Έκανα να τραβήξω πίσω το χέρι μου, αλλά το χεράκι δεν μου το άφηνε, και μια βαθύτατα θλιμμένη φωνή είπε κλαίγοντας:

«Άσε με να μπω! Άσε με να μπω!» «Ποια είσαι;», ρώτησα πασχίζοντας να ελευθερωθώ. «Η Κάθριν Λίντον», απάντησε τρέμοντας –(Πώς ήρθε στο μυαλό μου το Λίντον και όχι το Έρνσω, που το είχα διαβάσει περισσότερες φορές;) «Γύρισα σπίτι, χάθηκα στα χερσοτόπια!»

Καθώς μιλούσε, διέκρινα θολά το πρόσωπο ενός παιδιού που κοίταζε μέσ’ απ’ το παράθυρο. Ο τρόμος μ’ έκανε άσπλαχνο. Βλέποντας πόσο μάταιες ήταν οι προσπάθειές μου ν’ αποσείσω το πλάσμα, έσυρα τον καρπό του χεριού του μπρος-πίσω πάνω στα σπασμένα τζάμια, ωσότου το αίμα έτρεξε και μούσκεψε τα στρωσίδια του κρεβατιού. Κι ακόμη θρηνούσε «άσε με να μπω!»

Emily Brondë, Ανεμοδαρμένα ύψη, μτφρ.: Άρης Μπερλής, εκδόσεις Άγρα, 2011.

Πίνακας: Caspar David Friedrich

 

Emily Brondë, Ανεμοδαρμένα ύψη

.

Πρώτα πρώτα είχε χάσει ό,τι καλό είχε κερδίσει κάποτε από τα μαθήματα. Η αδιάκοπη και σκληρή καθημερινή εργασία, από το πρωί ως το βράδυ, τού είχε σβήσει κάθε έφεση για γνώση και κάθε ενδιαφέρον για τα βιβλία και τη μάθηση. Το αίσθημα ανωτερότητας που είχα σαν παιδί, αποτέλεσμα της εύνοιας που του έδειχνε ο γερο-Έρνσω, είχε χαθεί. Πάλεψε για πολύν καιρό να διατηρήσει την ισοτιμία με την Κάθυ στη μελέτη, ωσότου τελικά παραιτήθηκε με πικρό και βουβό παράπονο. Αλλά παραιτήθηκε εντελώς, και τίποτε δεν τον ώθησε να κάνει ένα βήμα να ανορθωθεί όταν κατάλαβε ότι, κατ’ ανάγκην, θα έπεφτε ακόμη πιο χαμηλά. Και τότε η εμφάνισή του άρχισε να συμφωνεί με την πνευματική του εξαχρείωση. Έσερνε το βήμα του, καμπούριαζε, και γενικά το παρουσιαστικό του ήταν άθλιο. Η φυσική επιφυλακτικότητά του εξελίχθηκε σε υποχονδριακή ακοινωνησία και κατήφεια, μέχρι του σημείου να αντλεί ευχαρίστηση προκαλώντας την αντιπάθεια μάλλον παρά κερδίζοντας την εκτίμηση των λίγων ανθρώπων που τον γνώριζαν. Με την Κάθριν έκανε ακόμη παρέα τις ώρες της σχόλης, αλλά είχε πάψει να εκφράζει την αγάπη του με λόγια, και απωθούσε με θυμό και καχυποψία τα κοριτσίστικα χάδια της, σαν να πίστευε ότι αυτές οι θερμές εκδηλώσεις δεν μπορεί να ήταν γνήσιες. Εκείνο το απόγευμα λοιπόν, ενώ βοηθούσα τη δεσποινίδα να ντυθεί, ο Χήθκλιφ γύρισε στο σπίτι για να αναγγείλει την πρόθεσή του να τεμπελιάσει. Η Κάθυ δεν το είχε υπολογίσει και, με τη σκέψη ότι θα είχε όλο το σπίτι στη διάθεσή της, είχε καταφέρει να μηνύσει στον κύριο Έντγκαρ ότι ο αδελφός της θα έλειπε και ετοιμαζόταν να τον υποδεχθεί.

Emily Brondë, Ανεμοδαρμένα ύψη, μτφρ.: Άρης Μπερλής,σελ. 134-135 εκδόσεις Άγρα, 2011

Πίνακας: Edvard Munch