Τη φορά αυτή θυμάμαι πως ήμουν ξαπλωμένος στο δρύινο καμαράκι και άκουγα καθαρά τον άνεμο που λυσσομανούσε και τη χιονοθύελλα. Άκουγα επίσης το κλωνάρι του έλατου να επαναλαμβάνει τον μονότονο ήχο του, και απόδωσα τον θόρυβο στο ακριβές αίτιο. Αλλά με ενοχλούσε τόσο ώστε αποφάσισα, αν γινόταν, να το σιγάσω. Και φαντάστηκα πως σηκώθηκα και δοκίμασα να ξεμανταλώσω το δίφυλλο. Αλλά ο γάντζος είχε συγκολληθεί στο σίδερο της βάσης, γεγονός που το είχα παρατηρήσει όταν ήμουν ξύπνιος, αλλά το είχα ξεχάσει. «Και όμως θα το σταματήσω», μουρμούρισα, σπάζοντας με τη γροθιά μου το τζάμι, και τέντωσα το χέρι για ν’ αδράξω το ενοχλητικό κλαδί. Έκπληκτος ένιωσα τα δάχτυλά μου να κλείνουν γύρω από τα δάχτυλα ενός μικρού, παγωμένου χεριού. Η ανείπωτη φρίκη του εφιάλτη με κυρίεψε. Έκανα να τραβήξω πίσω το χέρι μου, αλλά το χεράκι δεν μου το άφηνε, και μια βαθύτατα θλιμμένη φωνή είπε κλαίγοντας:
«Άσε με να μπω! Άσε με να μπω!» «Ποια είσαι;», ρώτησα πασχίζοντας να ελευθερωθώ. «Η Κάθριν Λίντον», απάντησε τρέμοντας –(Πώς ήρθε στο μυαλό μου το Λίντον και όχι το Έρνσω, που το είχα διαβάσει περισσότερες φορές;) «Γύρισα σπίτι, χάθηκα στα χερσοτόπια!»
Καθώς μιλούσε, διέκρινα θολά το πρόσωπο ενός παιδιού που κοίταζε μέσ’ απ’ το παράθυρο. Ο τρόμος μ’ έκανε άσπλαχνο. Βλέποντας πόσο μάταιες ήταν οι προσπάθειές μου ν’ αποσείσω το πλάσμα, έσυρα τον καρπό του χεριού του μπρος-πίσω πάνω στα σπασμένα τζάμια, ωσότου το αίμα έτρεξε και μούσκεψε τα στρωσίδια του κρεβατιού. Κι ακόμη θρηνούσε «άσε με να μπω!»