RSS

Category Archives: Aλεχάντρο Σάμπρα

Aλεχάντρο Σάμπρα, Μπονσάι

Εκείνη θα έπρεπε να είναι η τελευταία φορά που πηδιόντουσαν η Εμιλία και ο Χούλιο. Αλλά συνέχισαν, παρά τις συνεχείς διαμαρτυρίες της Ανίτας και την αλλόκοτη δυσφορία που τους είχε προκαλέσει το διήγημα του Μασεδόνιο. Ίσως για να μετριάσουν την απογοήτευση ή απλώς για ν’ αλλάξουν θεματολογία, από τότε και στο εξής κατέφευγαν αποκλειστικά στους κλασικούς. Συζήτησαν, όπως κάποια στιγμή τα έχουν συζητήσει όλοι οι εστέτ του κοσμου, τα πρώτα κεφάλαια της Κυρίας Μποβαρύ. Ταξινόμησαν τους φίλους και τους γνωστούς τους με κριτήριο το αν έμοιαζαν με τον Σαρλ ή με την Έμμα, και συζητήθηκαν ακόμη κι αν αυτοί οι ίδιοι μπορούσαν να συγκριθούν με την τραγική οικογένεια Μποβαρύ. Στο κρεβάτι δεν υπήρχε πρόβλημα, μια και οι δυο έκαναν ό,τι μπορούσαν για να μοιάζουν με την Έμμα, για να είναι σαν την Έμμα, για να πηδιούνται σαν την Έμμα, γιατί, χωρίς καμιά αμφιβολία, όπως πίστευαν και οι δυο, η Έμμα πηδιόταν ασυνήθιστα καλά, και μάλιστα θα πηδιόταν ακόμη καλύτερα στις παρούσες συνθήκες: στο Σαντιάγο της Χιλής, στα τέλη του εικοστού αιώνα, η Έμμα θα πηδιόταν ακόμη καλύτερα απ’ ό,τι στο βιβλίο. Εκείνες τις νύχτες το δωμάτιο μετατρεπόταν σε θωρακισμένη άμαξα που διέσχιζε χωρίς οδηγό, στα τυφλά, μια όμορφη και εξωπραγματική πόλη. Οι άλλοι, ο λαός, ψιθύριζαν ζηλόφθονα λεπτομέρειες του σκανδαλώδους και γοητευτικού ειδυλλίου που λάμβανε χώρα κεκλεισμένων των θυρών. Αλλά σε όλα τα επόμενα ζητήματα δεν κατάφεραν να συμφωνήσουν. Δεν κατάφεραν να αποφασίσουν αν εκείνη συμπεριφερόταν σαν την Έμμα κι εκείνος σαν τον Σαρλ ή μήπως και οι δυο, χωρίς να το θέλουν, έπαιζαν το ρόλο του Σαρλ. Κανένας απ’ τους δύο δεν ήθελε να είναι ο Σαρλ, ποτέ κανείς δεν θέλει να είναι ο Σαρλ, ούτε καν για λίγο. Όταν τους έμεναν μόνο πενήντα σελίδες, παράτησαν το διάβασμα, πεπεισμένοι ίσως πως τώρα θα μπορούσαν να καταφύγουν στα διηγήματα του Άντον Τσέχοφ.

Τα πράγματα τούς πήγαν πολύ άσχημα με τον Τσέχοφ, λίγο καλύτερα, παραδόξως, με τον Κάφκα, αλλά, όπως λέει ο κόσμος, η ζημιά είχε πια γίνει. Από τότε που διάβασαν την «Ταντάλια», η λύση όλο και πλησίαζε και, φυσικά, φαντάζονταν και οι δύο σκηνές, μέχρι που πρωταγωνιστούσαν κιόλας σε αυτές, που έκαναν πιο όμορφη και πιο μελαγχολική, πιο απρόσμενη, αυτήν τη λύση. Έγινε με τον Προυστ. Είχαν αναβάλει την ανάγνωση του Προυστ, εξαιτίας του ανομολόγητου μυστικού που, τον καθένα ξεχωριστά, τους ένωνε με την ανάγνωση ή με τη μη ανάγνωση τού Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Αναγκάστηκαν και οι δύο να υποκριθούν πως η κοινή ανάγνωση ήταν εντέλει μια δεύτερη ανάγνωση που την επιθυμούσαν, κι έτσι, όταν έφταναν σε κάποιο από τα πολυάριθμα αποσπάσματα που έμοιαζαν ιδιαιτέρως αξιομνημόνευτα, άλλαζαν τον τόνο της φωνής τους ή κοιτάζονταν προσποιούμενοι συγκίνηση, υποκρινόμενοι τη μεγαλύτερη οικειότητα. Ο Χούλιο, μάλιστα, σε μια περίπτωση πήρε το θάρρος να δηλώσει πως μόνον τώρα αισθανόταν πραγματικά πως διάβαζε τον Προυστ, και η Εμίλια του απάντησε μ’ ένα απαλό και απαρηγόρητο σφίξιμο του χεριού. Έξυπνοι και οι δυο, προσπέρασαν τα επεισόδια που ήξεραν πως ήταν διάσημα: o κόσμος συγκινήθηκε μ’ αυτό, εγώ θα συγκινηθώ με κάποιο άλλο. Πριν αρχίσουν να διαβάζουν, ως προστατευτικό μέτρο, είχαν συμφωνήσει πόσο δύσκολο ήταν για έναν αναγνώστη τού Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο να ανακεφαλαιώσει την αναγνωστική του εμπειρία: είναι ένα από τα βιβλία που ακόμη κι αφού τα διαβάσει κανείς παραμένουν εκκρεμή, είπε η Εμίλια. Είναι ένα από τα βιβλία που θα τα ξαναδιαβάζουμε πάντα, είπε ο Χούλιο.

Aλεχάντρο Σάμπρα, Μπονσάι, μτφρ.: Έφη Γιαννοπούλου, σελ. 39-42, εκδόσεις Πατάκη 2008.

Αrtwork:Antonio Donghi