RSS

Category Archives: Ε. L. Doctorow

Ε. L. Doctorow, Ραγκτάιμ

Σύντομα ο Χουντίνι, μ’ όλες του αυτές τις δραστηριότητες, άρχισε να ξαναμπαίνει στο κλίμα της δουλειάς του. Νιώθω πιο δυνατός, είπε στον μάνατζερ. Αρχίζω ξανά να αισθάνομαι ο παλιός μου εαυτός. Δεν άργησε να κλείσει μερικά συμβόλαια. Όσοι παρακολούθησαν παραστάσεις του αυτήν την περίοδο της σταδιοδρομίας του λένε πως ξεπέρασαν καθετί που είχε κάνει στο παρελθόν. Έφερε στη σκηνή οικοδόμους που έχτισαν έναν τούβλινο τοίχο τρία μέτρα ψηλό, και πέρασε από μέσα του. Εξαφάνισε έναν ολόκληρο ελέφαντα μ’ ένα χτύπημα των χεριών. Από τα δάχτυλά του κυλούσαν άφθονα τα νομίσματα. Μέσα από τ’ αυτιά του πετάγονταν περιστέρια. Μπήκε σ’ ένα κιβώτιο που προηγουμένως πέρασε από τον έλεγχο των θεατών. Το σφράγισαν με καρφιά και το ’δεσαν με χοντρό σκοινί. Δεν μπήκε κουρτίνα μπροστά από το κιβώτιο. Το άνοιξαν με λοστό. Ήταν άδειο. Όλοι οι θεατές έβγαλαν μια κραυγή βλέποντας τον Χουντίνι να μπαίνει μέσα στο θέατρο από το φουαγέ. Πήδηξε πάνω στη σκηνή. Τα μάτια του έλαμπαν σαν γαλάζιες διαμαντόπετρες. Σήκωσε αργά αργά τα χέρια. Τα πόδια του ανυψώθηκαν από το έδαφος. Στάθηκε δέκα εκατοστά πάνω από το πάτωμα. Οι γυναίκες κοντανάσαιναν. Ξαφνικά σωριάστηκε κάτω. Ακούστηκαν κραυγές ανθρώπων που δεν πίστευαν στα μάτια τους και μετά, παρατεταμένα χειροκροτήματα. Οι βοηθοί του του ’δωσαν μια καρέκλα να καθίσει. Ο Χουντίνι ζήτησε ένα ποτήρι κρασί, να πάρει λίγη δύναμη. Κράτησε το κρασί ψηλά στο φως του προβολέα. Το κρασί έγινε άχρωμο. Το ήπιε. Το ποτήρι εξαφανίστηκε από το χέρι του.  Oι παραστάσεις του έβγαζαν τέτοιαν ένταση κι είχαν μια τόσο περίεργη και ανησυχητική επίδραση στο κοινό, που μερικές φορές τα παιδιά τα ’βγαζαν έξω πριν τελειώσει ένα νούμερο. Ο Χουντίνι δεν το πρόσεξε ποτέ αυτό. Έσπρωχνε τον εαυτό του πέρα από τις φυσικές του ικανότητες κει έκανε οκτώ ή δώδεκα από τα σπουδαιότερα νούμερα σε μια και μόνο παράσταση, που υποτίθεται πως δεν σήκωνε πάνω από τρία. Με τα νούμερα αυτά αψηφούσε τον θάνατο, έτσι έγραφε στις αφίσες και στα προγράμματα των παραστάσεων, και αυτήν τη φορά οι δημοσιογράφοι των νεοϋορκέζικων εφημερίδων, με την προσδοκία ότι θα ξεπερνούσε τον εαυτό του, τον ακολούθησαν στις παραστάσεις που έδωσε σε τρεις συνεχόμενες νύχτες, από το Μπρούκλιν στο Φοξ Γιούνιον Σίτυ, κι από κει στο Νιου Ροσέλ, στο Θέατρο της Κεντρικής Οδού. […]

Μια νύχτα, στη μοναδική παράσταση που έδωσε στο Νιου Ροσέλ, η επιθυμία του θανάτου έγινε τόσο φανερή που ο κόσμος άρχισε να ουρλιάζει και ο ιερέας της περιοχής σηκώθηκε όρθιος και φώναξε, Χουντίνι, πειραματίζεσαι με τον διάβολο. Ίσως ήταν αλήθεια πως δεν μπορούσε πια να ξεχωρίσει τη ζωή του από τα νούμερά του. Όπως στεκόταν με τη μακριά του ρόμπα και γυάλιζε από ιδρώτα, με το βρεγμένο του μαλλί κατσαρωμένο, έμοιαζε πλάσμα από άλλον κόσμο. Κυρίες και κύριοι, είπε μ’ εξασθενημένη φωνή, σας παρακαλώ, συγχωρέστε με. Ήθελε να εξηγήσει ότι κατείχε μια πανάρχαια τεχνική αναπνοών της Ανατολής, που του επέτρεπε να αναστέλλει τις φυσιολογικές ζωτικές λειτουργίες. Ήθελε να εξηγήσει πως τα κατορθώματά του φαίνονταν πολύ πιο επικίνδυνα απ’ ό,τι ήταν στην πραγματικότητα. Σήκωσε τα χέρια του κάνοντας έκκληση να του δώσουν προσοχή. Τη στιγμή όμως εκείνη έγινε μια έκρηξη τόσο δυνατή που το θέατρο τραντάχτηκε συθέμελα κι από την αψίδα του προσκηνίου έπεσαν μεγάλα κομμάτια σοβάδες. Κι οι θεατές, σαστισμένοι όπως ήταν και με τεντωμένα νεύρα, νόμισαν πως η έκρηξη δεν ήταν παρά ένα ακόμα σατανικό κόλπο του Χουντίνι, και το ’βαλαν στα πόδια τρομοκρατημένοι.

Ε. L. Doctorow, Ραγκτάιμ, σελ. 226 και 227, Εκδόσεις Επιλογή, 1993

Artwork: Quint Buchholz

 

.

 

E. L. Doctorow, Χόμερ και Λάνγκλευ

Έλεγαν πως η ισπανική γρίπη έπαιρνε κυρίως νέους, αλλά στη δική μας περίπτωση συνέβη  το αντίθετο. Εγώ γλίτωσα, αν και για ένα διάστημα δεν ένιωθα καλά. Αναγκάστηκα να αναλάβω όλα τα διαδικαστικά σχετικά με τη μητέρα μου, όπως ακριβώς τα ανέλαβε κι εκείνη για τον άνδρα της και μετά πήγε και πέθανε, λες και δεν άντεχε να μείνει μακριά του ούτε λεπτό. Πήγα στο ίδιο γραφείο κηδειών που είχε πάει κι εκείνη. Ήταν επιχείρηση με πολλά λεφτά τότε το να θάβεις τον κόσμο· μετά από τις συνήθεις γλοιώδεις τυπικότητες τα πτώματα μεταφέρθηκαν ταχύτατα στους τάφους από άνδρες που οι πνιχτές φωνές τους μου έδωσαν να καταλάβω ότι φορούσαν ιατρικές μάσκες. Είχαν ανέβει και οι τιμές: Όταν πέθανε η μητέρα μου, η ίδια ακριβώς τελετή που είχε κανονίσει για τον πατέρα μου κόστιζε πλέον τα διπλά. Είχα πολλούς φίλους, ευρύτατο κοινωνικό κύκλο, αλλά μόνο ένα δυο μακρινά ξαδέρφια εμφανίστηκαν τελικά στην κηδεία, αφού όλοι οι άλλοι έμειναν στα σπίτια τους, κλειδαμπαρωμένοι, ή είχαν να πάνε στις δικές τους κηδείες. Οι γονείς μου θα είναι μαζί εις τον αιώνα τον άπαντα στο κοιμητήριο Γούλντον, λίγο πιο πέρα από το Φόρνταμ, χωριό τότε, που σήμερα ανήκει, όπως και όλη η περιοχή στο Μπρονξ – εφόσον βέβαια δεν συμβεί κανένας σεισμός.

 

Τον καιρό της γρίπης ο Λάνγκλευ ήταν στον πόλεμο, στην Ευρώπη, με την ομάδα των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων, και κηρύχθηκε αγνοούμενος. Ήρθε στο σπίτι ένας αξιωματικός του στρατού για να αναγγείλει την είδηση. Είστε σίγουρος ; είπα. Πώς το ξέρετε; Μήπως έτσι μας λέτε με τρόπο ότι σκοτώθηκε; Όχι; Άρα το μόνο που λέτε είναι ότι δεν ξέρετε τίποτα. Συνεπώς γιατί είστε εδώ; Φυσικά και ήταν άσχημη η αντίδρασή μου. Θυμάμαι πως για να ηρεμήσω πήγα στο ντουλάπι που φύλαγε ο πατέρας μου το ουίσκι του και ήπια μια γερή γουλιά από κάτι κατευθείαν από το μπουκάλι. Αναρωτήθηκα μήπως πράγματι ολόκληρη η οικογένειά μου είχε εξολοθρευτεί μέσα σε διάστημα ενός ή δύο μηνών. Αποφάσισα πως κάτι τέτοιο δεν ήταν δυνατό. Ο αδερφός μου δεν ήταν από εκείνους που θα με εγκατέλειπαν. Η άποψη του Λάνγκλευ για τον κόσμο είχε κάτι, κάτι που ενδεχομένως εξευγενίστηκε και αναδείχθηκε πλήρως στο Κολούμπια, κάτι που μπορούσε να μπολιάσει με θεϊκή ασυλία μια μοίρα τόσο κοινότοπη όσο ο θάνατος στο πεδίο της μάχης. Οι αθώοι πέθαιναν, όχι όσοι είχαν γεννηθεί με τη δύναμη της απουσίας ψευδαισθήσεων.Έτσι, άπαξ κι έπεισα τον εαυτό μου για όλα αυτά, όποια και να ήταν η κατάστασή μου, σίγουρα δεν ήταν κατάσταση πένθους. Δεν θρηνούσα. Περίμενα.

E. L. Doctorow, Χόμερ & Λάνγκλευ, μτφρ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου, Εκδόσεις Πατάκη, 2013

Artwork: Christopher Nevinson