Τhe wrong man in the wrong place». Αίσθημα πως δεν έχεις τίποτε να κάνεις με όλες αυτές τις φυσιογνωμίες, με όλες αυτές τις αντιδράσεις – με όλα αυτά τα αισθήματα και τα λόγια, που είναι σαν την αρχή κάποιας εκμετάλλευσης. «Τραγικές στιγμές…» Eδώ κι ένα χρόνο οι τραγικές στιγμές ξανάρχουνται τόσο συχνά, που δεν αξίζει πια τον κόπο να τις αναφέρεις. Είναι σα να χάνεις τον καιρό σου με πράγματα ασήμαντα. Αυτός ο πόλεμος (πόλεμος κάτω από μια ειρήνη που είναι τρόπος του λέγειν) έχει τούτο το χαρακτηριστικό: Μια δύναμη του κακού βρήκε τον τρόπο να εξευτελίσει, να στραπατσάρει, να εκμηδενίσει έναν ολόκληρο κόσμο, βγάζοντας στην επιφάνεια την ιδιοτέλεια, τη δειλία, τη μικροπρέπεια, την ποταπότητα, που πάει να πιστέψει κανείς πως είναι οι βασικές ιδιότητες των ανθρώπων που κυβερνούν αυτόν τον κόσμο. Η δύναμη αυτή του κακού έχει την όψη ενός τέλεια μηχανοποιημένου κτήνους, γιατί ο άνθρωπος και η ανθρωπιά δεν παίζει κανένα ρόλο στο σύστημά της. Αυτή είναι η τιμωρία. Οι τιμωρούμενοι: μια λάσπη από αδυναμίες. Βουλιάζεις εκεί μέσα χωρίς κανένα κλωνάρι για να κρατηθείς. Δήμιοι και τιμωρούμενοι αξίζουν τη μοίρα τους. Ας μη μιλούμε γι’ αυτούς. Εκείνος που βουλιάζει έπαθε ένα ατύχημα, όπως μια αρρώστια ή ένα κεραμίδι στο κεφάλι, ας μη μιλάμε και γι’ αυτόν. Αν θέλει κι αν είναι άξιος, ας κοιτάξει να πεθάνει όπως αρμόζει σ’ έναν τίμιο άνθρωπο. Τίποτε άλλο. «Τhe wrong man» O άνθρωπος που βρέθηκε κατά λάθος σ’ ένα τραγικό ναυάγιο. Ωστόσο η φρίκη είναι που δεν μπορείς να πεθάνεις μαζί μ’ έναν φίλο. Μια ατυχία περισσότερο. Αυτό είναι όλο (…)
Ας αφήσουμε τους νεκρούς… Παράξενη επιμονή των ανθρώπων σε πράγματα που ξέρουν πεθαμένα για καλά.
Στο δρόμο ένας μορτάκος μιλά σ’ έναν πουλητή μπρος σ’ ένα κάρο φορτωμένα φρούτα: «… Και το βασιλόπουλο είπε στη βασιλοπούλα: “Φέρε μου ένα πιάτο σταφύλια”. Κι όταν η βασιλοπούλα έφερε τα σταφύλια, το βασιλόπουλο της είπε: “Θέλω τα σταφύλια για να σταφυλίσω”.» Και ο μικρός συνέχιζε: «Kαταλαβαίνεις; E; E;»
Τ’ απόγευμα, γυρίζοντας σπίτι, καθαρίζουν βαρέλια από την πλαϊνή ταβέρνα. Ανάμνηση πολύ παλιά από τη Σκάλα: ξένα καΐκια αραγμένα στο μόλο καθώς βράδιαζε.
Έλαβα και αυτήν την πρόσκληση στο f/b, το νόημα και τη σκοπιμότητα της οποίας αδυνατώ να κατανοήσω. Ακόμη και αν βρισκόμουν στην Ελλάδα, δεν επρόκειτο να λάβω μέρος σε αυτήν την πρωτοβουλία.
«Καλούμε τους ανθρώπους των γραμμάτων, του θεάτρου, της μουσικής, των εικαστικών και των άλλων τεχνών, μα και όλους τους φιλότεχνους και τους βιβλιόφιλους, να φέρουν το δικό τους βιβλίο για να χτίσουμε το Τείχος των Βιβλίων στην είσοδο της ΕΡΤ την Τρίτη 18/6/2013, στις 7:00 το απόγευμα. Ας χτίσουμε το δικό μας ανάχωμα στον αυταρχισμό και τη βαρβαρότητα, ας υπερασπιστούμε την ελεύθερη έκφραση και τη δημοκρατία.Με τoν Όμηρο και την αρχαία γραμματεία, τον Καβάφη, τον Καζαντζάκη, τον Σεφέρη και τους άλλους σπουδαίους, αλλά και με τη σύγχρονη ποίηση και πεζογραφία, το σύγχρονο θέατρο και δοκίμιο, το τείχος μας θα γίνει γερό, αδιαπέραστο.Όταν ο πολιτισμός σηκώνει το ανάστημά του, οι αυταρχικές εξουσίες δεν περνούν. Υποχωρούν.»
Ερωτώ εντελώς ψυχρά: Είναι συμβολικό το νόημα του κειμένου ή πραγματικό; Πρόκειται για μία λογοτεχνική μεταφορά ή για μία πεποίθηση; Διότι, αν πρόκειται περί πεποιθήσεως, μάλλον μου έχουν διαφύγει οι καινούργιες εκδόσεις των αναφερομένων συγγραφέων, οι οποίες προφανώς αποκαλύπτουν μυστικά και ιδεώδη τα οποία έως σήμερα είχαν «εσκεμμένως από την εξουσία» αποκρυφθεί και επομένως δεν είχαν την απαραίτητη επίδραση στον «κοιμισμένο όχλο». Μιλάμε για απαγορευμένα και άγνωστα βιβλία δηλαδή; Επίσης, Δημουλά επιτρέπεται να φέρουμε ή θα λιντσαριστούμε ως προδότες αριστεροί από τους διοργανωτές; Τον Σεφέρη επιτρέπεται να τον αποθέσουμε δίπλα στον Ρίτσο; Στην ΕΡΤ η τελευταία αναλογία των κομματικών προσλήψεων ήταν 4-2-1. Δεν αντιλαμβάνομαι τι δουλειά έχει η «διανόηση» σε αυτόν το χώρο. Θα χαιρετίσει κάποιος την εκδήλωση, θα υπάρχουν καλεσμένοι που θα εξηγούν στον κόσμο τις αιτίες της σημερινής θλιβερής κατάστασης του τόπου, θα προτείνουν λύσεις; Tι νόημα έχει όλο αυτό; Tα βιβλιοπωλεία είναι γεμάτα από βιβλία. Δεν είναι απαγορευμένο είδος. Δεν γνωρίζω επίσης αν ο ταπεινός και μοναχικός Αλεξανδρινός θα αισθανόταν άνετα εκεί ούτε εάν ο Καζαντζάκης θα επικροτούσε τη θεοκρατική εμμονή της κρατικής τηλεόρασης, για να καταδεχτεί να πατήσει το πόδι του εκεί πέρα. Για παράδειγμα, αυτά… Προσωπικά, προτιμώ την παρακάτω άποψη όσον αφορά τη στάση της όποιας «διανόησης» : http://www.tovima.gr/opinions/article/?aid=518043#.Ub6tA80Bcjk.facebook
.
.
Όπως και να έχει, καλή επιτυχία στο εγχείρημα των διοργανωτών. Δεν πρόκειται για εμπαθή θέση αλλά για λογική θέση. Και να ευχηθώ τα όσα βιβλία μαζευτούν εκεί να μη γίνουν σκουπίδια ανάκατα με λίγδες από σουβλάκια και αποτσίγαρα. Για καλό και για κακό, κάντε και κάνα μπλόκο οι εύσωμοι της διανόησης, μην μπουκάρουν και τίποτε ΜΑΤ και μαυρίσουν στο ξύλο τον Όμηρο και τον Σεφέρη, διότι θα πάω να ριχτώ από τον Σηκουάνα. Προσέξτε και τους βιβλιόφιλους επίσης μη σας φέρουν τίποτε ροζάκια ή γαλαζάκια, καθότι έχουμε γεμίσει από αρλεκινούδες και αρλεκίνους, μια και ακόμη δεν υπάρχει κανένα νομοσχέδιο, όπως αυτό στα είδη διατροφής, που να εξηγεί ή να προειδοποιεί τον κόσμο, έστω με μία ένδειξη, για το ποια είναι η λογοτεχνία και ποια η παραλογοτεχνία.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Αηδόνι ντροπαλό, μες στον ανασασμό των φύλλων,
συ που δωρίζεις τη μουσική δροσιά του δάσους
τα χωρισμένα σώματα και στις ψυχές
αυτών που ξέρουν πως δε θα γυρίσουν.
Τυφλή φωνή, που ψηλαφείς μέσα στη νυχτωμένη μνήμη
βήματα και χειρονομίες∙ δε θα τολμούσα να πω φιλήματα∙
και το πικρό τρικύμισμα της ξαγριεμένης σκλάβας.
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Ποιες είναι οι Πλάτρες; Ποιος το γνωρίζει τούτο το νησί;
Έζησα τη ζωή μου ακούγοντας ονόματα πρωτάκουστα:
καινούριους τόπους, καινούριες τρέλες των ανθρώπων
ή των θεών∙
η μοίρα μου που κυματίζει
ανάμεσα στο στερνό σπαθί ενός Αίαντα
και μιαν άλλη Σαλαμίνα
μ’ έφερε εδώ σ’ αυτό το γυρογιάλι.
Το φεγγάρι
βγήκε απ’ το πέλαγο σαν Αφροδίτη∙
σκέπασε τ’ άστρα του Τοξότη, τώρα πάει νά ’βρει
την Καρδιά του Σκορπιού, κι όλα τ’ αλλάζει.
Που είν’ η αλήθεια;
Ήμουν κι εγώ στον πόλεμο τοξότης∙
το ριζικό μου, ενός ανθρώπου που ξαστόχησε.
το ανάστημα
ίσκιοι και χαμόγελα παντού
στους ώμους στους μηρούς στα γόνατα∙
ζωντανό δέρμα, και τα μάτια
με τα μεγάλα βλέφαρα,
ήταν εκεί, στην όχθη ενός Δέλτα.
Και στην Τροία;
Τίποτε στην Τροία – ένα είδωλο.
Έτσι το θέλαν οι θεοί.
Κι ο Πάρης, μ’ έναν ίσκιο πλάγιαζε σα να ήταν
πλάσμα ατόφιο∙
κι εμείς σφαζόμασταν για την Ελένη δέκα χρόνια.
Μεγάλος πόνος είχε πέσει στην Ελλάδα.
Τόσα κορμιά ριγμένα
στα σαγόνια της θάλασσας στα σαγόνια της γης∙
τόσες ψυχές
δοσμένες στις μυλόπετρες, σαν το σιτάρι.
Κι οι ποταμοί φουσκώναν μες στη λάσπη το αίμα
για ένα λινό κυμάτισμα για μια νεφέλη
μιας πεταλούδας τίναγμα το πούπουλο ενός κύκνου
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.
Κι ο αδερφός μου;
Αηδόνι αηδόνι αηδόνι,
τ’ είναι θεός; τι μη θεός; και τι τ’ ανάμεσό τους;
«Τ’ αηδόνια δε σ’ αφήνουν να κοιμηθείς στις Πλάτρες.»
Δακρυσμένο πουλί,
στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη
που έταξαν για να μου θυμίζει την πατρίδα,
άραξα μοναχός μ’ αυτό το παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως αυτό είναι παραμύθι,
αν είναι αλήθεια πως οι άνθρωποι δε θα ξαναπιάσουν
τον παλιό δόλο των θεών∙
αν είναι αλήθεια
πως κάποιος άλλος Τεύκρος, ύστερα από χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος άγνωστος, ανώνυμος, που ωστόσο
είδε ένα Σκάμαντρο να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ’χει μες στη μοίρα του ν’ ακούσει
μαντατοφόρους που έρχουνται να πούνε
πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.