Στο σπίτι, βρήκα τη μητέρα καθισμένη στην τραπεζαρία,
σκυφτή, στοχαστική, περνώντας σε λεπτή κλωστή μαργαριτάρια
λευκά, γαλαζωπά, ασημένια. «Τί θα τα κάνεις, μητέρα;» της είπα.
Κι εκείνη: «Θα τα ρίξω στο πηγάδι». Χαμογέλασε. «Μα τότε
γιατί τ’ αρμαθιάζεις;». Την κοιτούσα. Δε σήκωσε τα μάτια. «Κείνη που θα τα φορέσει
έτσι τα θέλει», αποκρίθηκε. Και μονομιάς κατάλαβα
πως μέσα σε κάθε πηγάδι, και μέσα μας, είναι μια όμορφη γυναίκα πνιγμένη,
μια πνιγμένη γυναίκα που δε λέει να πεθάνει, κι ούτε ξέρω τί σημαίνει,
καρτερική, καρτερική, κάτω απ’ το θόρυβο που κάνουν τ’ άλογα, τ’ αμάξια, τ’ άρματά μας.
Μία εξαιρετική παράσταση απο τη MARIANNE POUSSEUR στο ρόλο
του Αίαντα του Γιάννη Ρίτσου.
Στις 30 Νοεμβίου παίχθηκε στο Θέατρο VARIA των Βρυξελλών
στο πλαίσιο της τριλογίας των στοιχείων
Ισμήνη, νερό
Φαίδρα, φωτιά
Αίας, αέρας
La trilogie des éléments
Ήσυχο απόγευμα. Μια καμινάδα, στέγες, η γραμμή του λόφου,
ένα ελάχιστο σύννεφο. Με πόση αγάπη
κοιτάς απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο τον ουρανό
σαν να τον αποχαιρετάς. Κι αυτός σε κοιτάζει. Αλήθεια,
τι πήρες; τι έδωσες; Δεν έχεις καιρό να λογαριάσεις.
Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη
Την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση.
Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση. Τι γρήγορα
που μαδούν τα τριαντάφυλλα. Γι’ αυτό κι εσύ θα φύγεις
παρέα με την όρθια αρκουδίτσα που κρατάει
ένα μεγάλο πλαστικό τριαντάφυλλο στα μπροστινά της πόδια.
Πίνακας: Harue Koga
Γιάννης Ρίτσος, από τη συλλογή Τα αρνητικά της σιωπής, Στο νοσοκομείο.
Tούτο το σπίτι, παρ’ όλους τους νεκρούς του, δεν εννοεί να πεθάνει.
επιμένει να ζει με τους νεκρούς του
να ζει απ’ τους νεκρούς του
να ζει απ’ τη βεβαιότητα του θανάτου του
και να νοικοκυρεύει ακόμη τους νεκρούς του σ’ ετοιμόρροπα κρεββάτια
και ράφια.
Άφησέ με νά ’ρθω μαζί σου.
Αργά το απόγευμα, χειμώνα – καλοκαίρι, στον κήπο, ή εδώ στο παράθυρο, κάτω
απ’ την επίδραση του αποσπερίτη, ανέβαζα τ’ αριστερό μου χέρι
ν’ αγγίξω τα χείλη μου, αργά, προσεχτικά, αφηρημένα, γύρω – γύρω,
σα να ’ταν να βοηθήσω στο σχηματισμό μιας άγνωστης λέξης ή σα να ’ταν
να στείλω κάπου ένα φιλί αναβλημένο.
Κείνα τα χρόνια,
πολλές φορές, σεργιανώντας μονάχη στον κήπο, μου ’χε τύχει
να ’ρχεται αθόρυβα πίσω απ’ τη ράχη μου η σελήνη, και ξάφνου
να μου σκεπάζει με τις δυο παλάμες της τα μάτια. «Ποιος είμαι;» ρωτούσε.
«Δεν ξέρω, δεν ξέρω», αποκρινόμουν για να με ξαναρωτήσει.Εκείνη δε ρωτούσε πια. Χαλάρωνε τα δάχτυλα της. Έστρεφα πίσω.
Οι δυο μας, πρόσωπο με πρόσωπο. Το δροσερό μάγουλό της
πάνω στο μάγουλό μου — κι όλο το χαμόγελό της — της το άρπαζα κ’ έτρεχα
με κυνηγούσε ολόγυρα στο σιντριβάνι.
Κάποια νύχτα
μ’ έπιασε επ’ αυτοφώρω η μητέρα: («Με ποιον κουβεντιάζεις;».
«Κυνηγούσα τη γάτα μη φάει τα χρυσόψαρα», αποκρίθηκα. «Ανόητη»,
είπε η μητέρα («δεν εννοείς να μεγαλώσεις». Κείνη τη στιγμή,
όντως ή γάτα τρίφτηκε στα πόδια μου. Ένα μεγάλο χρυσόψαρο
τινάχτηκε έξω από το σιντριβάνι. Το άρπαξε η γάτα
και κρύφτηκε μες στις τριανταφυλλιές. Φώναξα. Την κυνήγησα —
(τρόμαξα μη μου φάει τόνα χέρι τής σελήνης) — κ’ ή μητέρα με πίστεψε.Έτσι γίνεται πάντοτε. Δεν ξέρουμε πια πώς να φερθούμε,
πώς να μιλήσουμε, σε ποιον, και τι να πούμε. Μένουμε μόνοι
με αφανείς δυσκολίες, σε αφανείς πολέμους, χωρίς νίκη ούτε ήττα,
με πλήθος αφανείς εχθρούς ή, μάλλον, εχθρότητες. Ωστόσο
και με πολλούς συμμάχους —αφανείς κι αυτούς— καθώς η σελήνη
του παλιού κήπου, καθώς το χρυσόψαρο ή ακόμη κ’ η γάτα.