RSS

Category Archives: Έλσα Κορνέτη

Έλσα Κορνέτη, Το ρόδο της ακτής

.

Έλεγαν ότι είχε μια θυελλώδη καρδιά. Ότι η καρδιά του άρρυθμα χτυπούσε. Έλεγαν ότι το χνούδι της άτακτης ζωής του ύψωνε ολόγυρα λόφους ροδοπέταλα. Αυτός έλεγε κάθε φορά που έπιανε την πέννα φτερό ότι έβλεπε παραδείσια πουλιά να τρυπώνουν μέσα στη φόδρα της ρεντιγκότας του κι ότι συχνά η πορφυρή μεμβράνη του ανάγλυφου υφάσματος αναρριγούσε. Δεν ήξερε αν ήταν κάτι μαγικό ή καταραμένο, αλλά ήταν σίγουρος, ότι από μικρός άκουγε την αναπνοή και το καρδιοχτύπι των λέξεων, και αυτές αντηχούσαν μ’ ένα παράξενο κουδούνισμα στο κεφάλι του. Εκεί μέσα σε κρυφές σπηλιές συσσωρεύονταν κι επωάζονταν μυριάδες. Ώσπου κάποτε σαν χείμαρρος ξεχύθηκαν από τα μάτια, το στόμα, τα αυτιά του. Λέξεις ηχηρές, μελωδικές σαν χορωδίες. Κι αυτός, μισοπνιγμένος όπως ήταν, δεν ήξερε τι να κάνει με δαύτες. Ο καλοκαιρινός ουρανός είχε το χρώμα της ιδανικής χώρας. Η ιδανική χώρα όμως είναι μια ψευδαισθητική κατασκευή. Ένας άνθρωπος ζει μια συναρπαστική ζωή, κι έπειτα η ζωή έχει περάσει. Αυτός, ο πνιγμένος, κείτονταν στην αμμουδιά σιωπηλός σαν βυθός. Αυτή, η αιώνια αγαπημένη, στεκόταν με λίγους φίλους πνιγμένη στα δάκρυα. Μέσα στη θαλασσοταραχή, με τελική πορεία το Λιβόρνο, το σκαρί έσπασε στα δύο, η περιδίνησή του στην ανταριασμένη θάλασσα τον βύθισε κατακόρυφα, κι έπειτα τον εκσφενδόνισε στην κόψη των κυμάτων σαν να ήταν βέλος. Οι πνεύμονές του δεν γέμιζαν πια με λέξεις αλλά με νερό.  Ένας φάκελος δερματόδετος άνοιξε, και τα ποιήματα έχασαν τον αρχικό τους προορισμό – σκόρπισαν μέσα στις μαύρες τρικυμισμένες μπούκλες του θανάτου.  Άνθος πληγή ή πληγή άνθος;

.

.

Στεκόταν αναποφάσιστη εκεί επάνω στη ρωγμή του κόσμου, εκεί όπου η ψυχή έσπασε, κι ένα πνεύμα πέταξε αφήνοντας πίσω ένα σώμα άκαμπτο και βρεγμένο. Ένα σώμα που περιείχε ακόμα κάτι πολύτιμο, μοναδικό σαν δακτυλικό αποτύπωμα. Φουσκωτό σαν γροθιά, έχασκε στη γυμνότητά του, παραγεμισμένο μ’ ένα στριμωγμένο ορμητικό ποτάμι στο πάθος της παραφοράς, με τη θεϊκή τρέλα του ακατανόητου, με αγάπες ζοφερές και ποικιλόχρωμους πόνους, κυρίως αυτούς. Όπως αριστοτεχνικά έκοψε κι έραψε με κλωστές τον τερατώδη ήρωά της, ήξερε αριστοτεχνικά ν’ αφαιρέσει εκείνο το τελευταίο, το τέλειο ίχνος, το σάρκινο ρολόι που τον κατοικούσε. Το κόκκινο σύμβολο του ρομαντισμού βγήκε από μέσα του ορθάνοιχτο σαν τεντωμένο αυτί, σαν άγριο μάτι. Τώρα, ό,τι απέμεινε από αυτόν κείτεται εκεί στο ξύλινο γραφείο της συγγραφής, όπου την συντροφεύει για να ζει, για να δημιουργεί, μακριά από τον θόρυβο του κόσμου.  Μέσα σε γκρίζα σύννεφα, μέσα σε ύπνου στάχτες, σε έναν πένθιμο πύργο που ολοένα ψηλώνει, οι νυχτερίδες φράζουν με τα αγκυλωτά φτερά τους τα παράθυρα. Ένας επίμονος κτύπος στο τζάμι και το μεγαλύτερο κλαδί του θαλασσόδεντρου που λικνίζεται στον ψυχρό αέρα ανοίγει σαν ξύλινο χέρι τα παραθυρόφυλλα αιφνιδιαστικά, σκορπίζοντας τις νυχτερίδες μακριά. Το κλαδί μ’ ένα ακαριαίο τρίξιμο ξεδιπλώνεται, ορμά στο δωμάτιο της, αρχίζει ακατάπαυστα να διακλαδίζεται και να μακραίνει.

.

.

Σκουριασμένα κλειδιά και χρυσά κουμπιά ξεφυτρώνουν στη θέση των φύλλων από παντού, τα μικρότερα κλαδιά σαν πράσινα πλοκάμια ελίσσονται, μακραίνουν, σκαλώνουν στα μαλλιά της οικοδέσποινας και την ανασηκώνουν ψηλά κρατώντας την μετέωρη. Το φανταστικό θαλασσόδεντρο κυριεύει το δωμάτιο. Ο κόσμος δονείται. Σε ένα φανταστικό λεπτό ενός φανταστικού κόσμου, συντονισμένες στους κραδασμούς του οι ευγενικές ψυχές στροβιλίζονται. Τότε η καρδιά αρχίζει να πάλλεται. Η βαλσαμωμένη καρδιά κτυπάει ξανά μέσα στο γυάλινο δοχείο της φορμόλης. Η καρδιά κτυπάει σαν ν’ ασφυκτιά κλεισμένη στο συρτάρι. Ο παράφορος πύργος αναποδογυρίζει σαν κλεψύδρα, και τότε τ’ άγρια τριαντάφυλλα του περίβολου αναρριχώνται στον ουρανό. Μεθυσμένα στο νέκταρ πουλιά ξεκλειδώνουν με τα ράμφη τους τις κλειδωνιές κι αυτή αρχίζει να βλέπει και πάλι αρωματικά όνειρα σε μια στιγμή τέλειας ομορφιάς όπου όλα ενώνονται. Διαβάζοντας ρυθμικά τους στίχους του, η καρδιά του ποιητή στο συρτάρι του γραφείου της ξέφρενα φτεροκοπά. Κάποτε η καρδιά συρρικνώνεται, αλλάζει όψη.

.

.

Ένα κομμάτι ξεφούσκωτο πετσί πετά αγκάθια κι ένα μπουμπούκι. Το μπουμπούκι άνθισε και το πορφυρό του χρώμα πλημμύρισε το δωμάτιο. Δεν είναι πια μόνη. Η τερατώδης παλάμη του τερατώδους ήρωά της, ραμμένη με διαφορετικές κλωστές και δέρματα, της κρατά σφιχτά το χέρι. Μετά τη φανταστική του επιδρομή το φανταστικό θαλασσόδεντρο υποχωρεί. Μαζεύει, συρρικνώνει τα ατίθασα φρέσκα κλωνάρια του και ακινητοποιείται στο πραγματικό δέντρο που ήταν, στην αρχική του μορφή, στην αρχική αγέρωχή του θέση, στην ανατολική μεριά του κήπου, εκεί όπου γίνεται ορατό, σχεδόν απτό από το παράθυρο του γραφείου. Στεφανωμένη με ένα λεπτοδουλεμένο στεφάνι από σφιχτοδεμένα κλαράκια και φύλλα ιερής βελανιδιάς, η Μαίρη Σέλλεϋ με τις τσέπες της γεμάτες κουμπιά και κλειδιά ξέρει. Κουμπώνοντας μια πληγή ξεκλειδώνει ένα άνθος.

Artwork: Maggie Taylor

 

Έλσα Κορνέτη, Δον Κιχώτης

.

Το αποφάσισε

Σήμερα θα γίνει ελαφρύς

Θα βγάλει το σιδερένιο κοστούμι και τη χαλύβδινη γραβάτα  

Θα πετάξει το γραφείο στο κενό από το παράθυρο του ορόφου

Θα φορέσει μόνο καθαρό και φίνο κρύσταλλο Βοημίας

.

Το αποφάσισε

Από σήμερα θα γίνει

Ένας γυάλινος παράφορος ιππότης

Από σήμερα θα γίνει ένας αλλοπαρμένος φούρναρης ιππότης

Κάθε χάραμα θα ζυμώνει τον κόσμο που επιθυμεί με άνθη λωτού κι Έπειτα θα γεμίζει τον ουρανό με αφράτα πολύχρωμα μπαλόνια – καρβέλια για να ταΐζει πλάνητες αγαθούς κι ονειροπόλους

.

Το αποφάσισε

Από σήμερα θα γίνει οπαδός της ανάποδης σκέψης

Άλλωστε για τον περιπλανώμενο στην έρημο της τρέλας

Η μόνη ελπίδα είναι το παράλογο

Κι αυτός προχωρά μόνος

Ντυμένος στα λευκά γιατί

Η έρημός του είναι απ’ αλεύρι

Τα μπαλόνια τα τρυπούν μνησίκακα πτηνά

Και τα καρβέλια πέφτουν επάνω του σαν μετεωρίτες

Τα όνειρα του αλέθονται στη μυλόπετρα της αλήθειας

Περνούν μέσα από τρύπια ανεμόμυλων φτερά κι έπειτα

Πασπαλίζουν τα σύννεφα με την αδιαφορία του αέρα

.

Κι η Δουλτσινέα;

H Δουλτσινέα του ήταν ένας άγγελος-τραβεστί που τον ξεμυάλισε Φορώντας μια ξανθιά περούκα και το μακρύ δαντελένιο νυφικό της απάτης

.

Το αποφάσισε

Σήμερα θα σπάσει την ελαφρότητα

Σε χίλια κομμάτια

Για ν’ απογειωθεί

Χωρίς πανοπλία

Πίνακας: Anne Siems

 

Έλσα Κορνέτη, Ελαιογραφία,  Προσωπογραφία σε λάδι

.

Ονειρευόσουν να βγεις από το χρυσό πλαίσιο Να ζήσεις με τους γλάρους της πόλης Ντυμένη με αραχνοΰφαντες γάζες και λευκές κλωστές Τις νύχτες να μακραίνεις τα μαλλιά σου Να τα χτενίζεις κι αυτά να χύνονται να σέρνονται πίσω σου σε κόκκινα δίχτυα Την μαύρη άμμο της νύχτας να σαρώνουν παγιδεύοντας μάτια περίεργα Μάτια φθονερά Στο δέντρο της ζωής σου Φυτρώνουν φρούτα της θάλασσας Πολύχρωμες αχιβάδες Τις μαζεύεις Τις βάζεις μια μια στο αυτί Όμως κανένα κύμα δεν ακούγεται Καμία θαλάσσια αναπνοή Ακούς μόνον Ρυθμικούς κτύπους από μικρές καρδιές Που αναστήθηκαν Φυσάς μέσα στα δάχτυλα Σε κόκαλα ελαφριά και άδεια σαν φλογέρες Μια μελωδία ξεχύνεται Αυτό το σώμα είναι μαγικό Είναι ένα σώμα ορχήστρα Θα πάψεις πια ν’ ανησυχείς Για την κατάρα που σου τρώει το μεδούλι Κι αφήνει πίσω της νεκρές καρδιές Και τρύπια κόκαλα

.

Αυτή είναι η θέση σου

Αλαφροΐσκιωτο μαστοφόρο ξωτικό

Μια  προσωπογραφία στον τοίχο

Tα μαλλιά σου να πέφτουν ολοζώντανα

Να στροβιλίζονται αέρινα

Έξω από το κάδρο

Στο πάτωμα

Κι όλοι αυτοί

που με τόση έκπληξη

στέκονται μπροστά σου και σε κοιτούν

Οι φύλακες οι επισκέπτες με τρόμο στα μάτια

Τόση αναστάτωση στην πινακοθήκη

Για ένα κάδρο

Για μια γυναίκα

με μακριά κόκκινα μαλλιά

που μέσα στη νύχτα απλά κι αβίαστα

μεγαλώνουν

Πίνακας: Dante Gabriel Rossetti

 

Έλσα Κορνέτη, Ο πετεινός της Αλίκης

.

Οι μακριές ξανθιές μπούκλες

ήταν οι μακριές ξανθιές μπούκλες

που δεν είχε

Το λευκό δαντελένιο φορεματάκι

ήταν το λευκό δαντελένιο φορεματάκι

που δεν φόρεσε ποτέ

Η μεταξωτή κορδέλα στα μαλλιά

ήταν η μεταξωτή κορδέλα

που δεν έβαλε ποτέ

Η πραγματική Αλίκη ήταν η Άλις Λίντλ

είχε κοντοκουρεμένα τα καστανά της τα μαλλιά

και ύφος αγοροκόριτσου έτοιμου να κάνει σκανταλιά

Είχε και το λαγούμι της

όπου τρύπωνε συντροφιά με το κουνέλι

κι ευχαριστιόταν τόσο πολύ

όταν απ’ όλους και απ’ όλα ξεμάκραινε

και ως διά μαγείας εξαφανιζόταν

.

Αργότερα όμως ένα ντριν ντριν επίμονο

ερχόταν και με δονήσεις την πολιορκούσε

Αυτό το ξυπνητήρι το παλιακό

που ήταν ανθεκτικό σαν κονσερβοκούτι

δεν το συγχωρούσε

πάνω στα καλύτερα όνειρα ερχόταν

και με τραντάγματα την ξυπνούσε

κι όταν κάποτε το εκσφενδόνισε με θυμό

αυτό έβγαλε δυο πόδια κεράτινα

πήρε φόρα πήδηξε από το ανοικτό παράθυρο

κι έτσι φουσκωμένο κι έξαλλο από θυμό

έξω στον δρόμο άρχισε να τρέχει

Από τότε δεν έπαψε ποτέ να το κυνηγά

να λαχανιάζει πίσω του για να το πιάσει

γιατί της έκλεψε κάτι που από καιρό πια

δεν την κατοικεί κάτι που αφάνταστα της λείπει

και τόση αποδιοργάνωση της προκαλεί

γιατί το κοκόρι το τρελό

πήρε μαζί του κι έφυγε

το αλάνθαστο βιολογικό της ρολόι

Artwork: Anja Millen

 

Έλσα Κορνέτη, Η βουλιμική οικογένεια

.

Ήταν μια εποχή

που ο πατέρας τάιζε

έναν μικρό πράσινο παπαγάλο

με λευκά σπόρια και χοντρό αλάτι

Ζούσα σ’ έναν αθέατο κι αλλόκοτο κόσμο

οι φίλοι μου ήταν ερμαφρόδιτα κοράλλια

Τις νύχτες ανέβαινα μια σκάλα που έλιωνε σαν παγωτό

Τις μέρες το μωβ ταβάνι στο δωμάτιο

γινόταν μια μέδουσα που άπλωνε το ζελέ της

κι έπειτα έπεφτε με πάταγο στο πιάτο του μεσημεριανού

Όταν ενηλικιώθηκα κατάπια έναν βάτραχο

κι ένας πρίγκιπας στρογγυλοκάθισε στο στομάχι μου

Η δυσπεψία έγινε χρόνια κι εγώ εγκρατής

στην κατανάλωση ωμού αντρικού κρέατος

Artwork: Anne Siems

 

Έλσα Κορνέτη, Ξύλινη μύτη τορνευτή

.

Ο βελούδινος άνθρωπος έμαθε

 να ζει μέσα στ’ αγκάθια

στην ανόρεχτη σιωπή

στην πιο κρυφή πτυχή

των αρχαίων νερών

μ’ ένα μικρό πουλί να κελαηδά

στην θέση της καρδιάς

.

Ένα κουρδιστό παιχνίδι στριφογυρνά στον ουρανό

Είναι ο τσίγκινος παλιάτσος

στην αφετηρία της ζωής

κι έχει για σύντροφο

μια γάτα με ραγισμένα μάτια

Έλσα Κορνέτη, από τη συλλογή Ξύλινη μύτη τορνευτή, εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2021

Joan Mirό

 

Έλσα Κορνέτη, από τη συλλογή Ξύλινη μύτη τορνευτή

.

Σκελετωμένοι αριθμοί

τρικλίζοντας

στην άκρη της μύτης μου

ακροβατούνε

Ολοστρόγγυλα μηδενικά

κρίκους πολύχρωμους

μακραίνοντας

η μύτη μου εμβολίζει

.

Δηλώνω αριθμοφοβικός

Εγώ δεν έμαθα αριθμητική

Μόνον ομοκύκλιους δακτυλίους

έμαθα να μετρώ

την ηλικία του δέντρου

όπου κατοικούσα

Έλσα Κορνέτη, από τη συλλογή Ξύλινη μύτη τορνευτή, εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2021

Artwork: Roberto Innocenti

 

Έλσα Κορνέτη, από τη συλλογή Ξύλινη μύτη τορνευτή

.

Σ’ έναν πυθμένα ωκεάνιο

αντηχεί μιας φάλαινας μοναχικής

το παράξενο υψίσυχνο τραγούδι

Για το καλό παιδί

που πάσχει κι ανησυχεί

μήπως ο κόσμος του ξεβιδωθεί

κι από τον άξονα εκπέσει

Γιατί τότε

ένα πελώριο ποδάρι θα τον πλησιάσει

την πύρινη σφαίρα θα κλωτσήσει

βάζοντας γκολ θεαματικά αιφνιδιαστικό

σε δίχτυα χρεοκοπημένων ουρανών

Έλσα Κορνέτη, από τη συλλογή Ξύλινη μύτη τορνευτή, εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2021

Πίνακας: József Rippl Rónai

 
Image

Έλσα Κορνέτη

.

Οι δυνατοί αναίσθητοι
Φοράνε προβοσκίδες
Έχουν δάχτυλα τσιγκέλια
και μια παρδαλή ουρά
Αποκεφαλίζουν
της φαντασίας τα παιδιά
πριν αυτά ακόμα γεννηθούνε
Στα όνειρά τους
δεν βρέχει μανταρίνια
Ποτέ δεν τόλμησαν να πατήσουν
την ουρά μιας κοιμισμένης τίγρης
κι όμως βρυχώνται
Το μόνο που φοβούνται
μην τύχει και τους λιώσει
η μεταξωτή παντόφλα
του Αυτοκράτορα

Έλσα Κορνέτη, Ο λαίμαργος αυτοκράτορας κι ένα ασήμαντο πουλί, Εκδόσεις Σαιξπηρικόν, Τα ποιήματα του 2012, Κοινωνία των (δε)κάτων

Πίνακας: Rene Schute

.

.