RSS

Category Archives: George Bataille

George Bataille, Το μάτι του Γρανέρο

.

O πρώτος ταύρος, αυτός που η Σιμόν περίμενε να της φέρουν τ’ αρχίδια του ωμά σ’ ένα πιάτο, ήταν ένα είδος μελαψού τέρατος που η εφόρμησή του μεσ’ απ’ το τορίλ στην αρένα ήταν τόσο κεραυνοβόλα ώστε, παρ’ όλες τις προσπάθειες και τις κραυγές, ξεκοίλιασε το ένα μετά τ’ άλλο τρία άλογα προτού ακόμη αρχίσει το κανονικό μέρος της ταυρομαχίας. Τη μια φορά μάλιστα, τα κέρατά του άρπαξαν το άλογο και τον καβαλάρη, τους σήκωσαν μαζί ψηλά στον αέρα και μετά τους ξαναπέταξαν με πάταγο προς τα πίσω. Μπήκε όμως στη μέση ο Γρανέρο και τράβηξε τον ταύρο προς το μέρος του, οπότε πια η μάχη πήρε μπρος ζωηρά και συνεχίστηκε μέσα σ’ ένα παραλήρημα από ιαχές. Το παλικάρι έκανε το φρενιασμένο ζώο να περιστρέφεται ολόγυρά του μέσα σε μια τριανταφυλλένια μπέρτα• σε κάθε γύρο, το κορμί του τιναζόταν προς τα πάνω μ’ ένα είδος σπειροειδούς εκτίναξης κι απέφευγε παρά τρίχα ένα τρομαχτικό χτύπημα. Τελικά, ο θάνατος του ηλιακού τέρατος συντελέστηκε χωρίς καμιά παρέκκλιση από το τελετουργικό: το ζώο τυφλώθηκε απ’ το άλικο ύφασμα και το ξίφος μπήχτηκε βαθιά μέσα στο ήδη καταματωμένο σώμα. Ξέσπασε τότε μια απερίγραπτη ζητωκραυγή, καθώς ο ταύρος, τρικλίζοντας, όπως οι μεθυσμένοι, γονάτισε και σωριαζόταν καταγής με τα πόδια ψηλά, ξεψυχώντας.

Η Σιμόν, που καθόταν ανάμεσα στον σερ Έντμοντ και σε μένα και που είχε παρακολουθήσει την ταυρομαχία με μια έξαρση ανάλογη τουλάχιστον με τη δική μου, είχε σηκωθεί όρθια και δεν ήθελε να ξανακαθίσει όταν σταμάτησαν οι ατέλειωτες επευφημίες για τον Γρανέρο. Με πήρε, αμίλητη, απ’ το χέρι και με πήγε σε μια εξωτερική αυλή της αρένας απερίγραπτα βρόμικη, που είχε μια μυρωδιά από κάτουρα αλόγων κι ανθρώπων αποπνιχτική, εξαιτίας της φοβερής ζέστης που έκανε. Άρπαξα τη Σιμόν από τον κώλο κι αυτή χούφτωσε μεσ’ απ’ το σώβρακό μου το εξαγριωμένο πέος μου. Έτσι γαντζωμένοι ο ένας απ’ τον άλλο μπήκαμε σε κάτι καμπινέδες που βρομοκοπούσαν, όπου ένα σμάρι μύγες στροβιλίζονταν μέσα σε μια ηλιαχτίδα κι όπου, αφού στηρίχτηκα καλά στα πόδια μου, κατάφερα να ξεγυμνώσω τον κώλο του κοριτσιού, να μπήξω στη σάρκα της, που είχε το χρώμα του αίματος κι έσφυζε από υγρά, πρώτα τα δάχτυλά μου κι έπειτα το αντρικό μου όργανο, που μπήκε σ’ αυτή την αιμάτινη σπηλιά, καθώς έτριβα τον κώλο με το κοκαλιάρικο δάχτυλό μου χωμένο μες στην τρύπα της. Συγχρόνως, κολλούσαν η μια πάνω στην άλλη οι εξαναστάσεις των χειλιών μας μέσα σε μια καταιγίδα από σάλια. Ο οργασμός του ταύρου δεν είναι δυνατότερος από κείνον που μας σπάραξε τα νεφρά και μας ξέσχισε τον ένα με τον άλλον, χωρίς ο χοντρός μου πούτσος να τραβηχτεί ούτε χιλιοστό έξω απ’ αυτήν τη χαράδρα που ήταν γεμάτη ψωλόχυμα ως τον πάτο κι ως πάνω στα χείλια. Χωρίς να έχουν ούτε στο ελάχιστο κοπάσει τα δυνατά χτυπήματα της καρδιάς μας μες στα στήθια μας, που εξακολουθούσαν να φλέγονται και να ποθούν το ένα τ’ άλλο έτσι καθώς είχαν κολλήσει ολόγυμνα σ’ ιδρωμένα χέρια, με τον κώλο της Σιμόν το ίδιο πεινασμένο όσο και πριν, και με τη δική μου ψωλή ανένδοτα πάντα σηκωμένη, ξαναγυρίσαμε μαζί στην πρώτη σειρά της αρένας.

.

.

Μόλις όμως φτάσαμε στη θέση μας δίπλα στον Σερ Έντμοντ, εκεί που ήταν να κάτσει η Σιμόν, μες στον ήλιο, βρήκαμε ένα άσπρο πιάτο με δυο ξεφλουδισμένα αρχίδια μέσα, δυο γάγγλια που είχαν το πάχος και το σχήμα αυγού και μια ασπράδα μαργαριταρένια, ελαφρώς αιμόστιχα ρόδινη, ίδια μ’ εκείνη που έχει ο βολβός του ματιού. Τα είχαν κόψει λίγο πριν απ’ τον πρώτο ταύρο, εκείνον με το μακρύ τρίχωμα που στο σώμα του είχε μπήξει το σπαθί του ο Γρανέρο. –Τα ωμά σου αρχίδια, είπε στη Σιμόν ο σερ Έντμοντ με μια ελαφριά εγγλέζικη προφορά. Η Σιμόν είχε γονατίσει μπροστά στο πιάτο και το κοίταζε απορροφημένη, αλλά και τρομαχτικά αναστατωμένη. Έμοιαζε να θέλει να κάνει κάτι, μα δεν ήξερε πώς να το κάνει, κι αυτό την εξαγρίωνε. Πήρα το πιάτο από μπροστά της, για να μπορέσει να καθίσει, αυτή όμως μου τ’ άρπαξε βίαια λέγοντας «μη» με ύφος που δε σήκωνε δεύτερη κουβέντα και το ξανάβαλε μπροστά της πάνω στην κερκίδα.

George Bataille, Το μάτι του Γρανέρο, σελ. 108-111 από το βιβλίο η Ιστορία του ματιού, μτφρ.: Δημήτρης Δημητριάδης, Εκδόσεις Άγρα, 2009

Πίνακας: Eduardo Naranjo

.

.