RSS

Category Archives: Τζον Χάσκελ

Τζον Χάσκελ, Αμερικάνικο καθαρτήριο

Καθόμουν σ’ αυτό το παγκάκι στη μέση ενός εμπορικού κέντρου, στην ουσία στη μέση αυτού που θα ήταν ένας δρόμος, αλλά δεν ένιωθα ότι ήμουν εκεί. Παρατηρούσα τους ανθρώπους, οι οποίοι είτε παρατηρούσαν άλλους είτε κοίταζαν τα παπούτσια στις βιτρίνες των υποδηματοπωλείων. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μία κοπέλα κάθισε στην άλλη άκρη του πάγκου. Είχε μία σακούλα σκουπιδιών γεμάτη άπλυτα και κάθισε στο παγκάκι και αρχίσαμε να μιλάμε. Είχε καστανά μαλλιά δεμένα πίσω και μιλήσαμε για τη Νέα Υόρκη και την αποψίλωση των δασών και τα μαλλιά. Τη ρώτησα αν «μελαχρινή» σημαίνει το ίδιο πράγμα με «καστανή». Μιλήσαμε για τη δουλειά της σερβιτόρας και τη δουλειά του επιμελητή κειμένων και κάποια στιγμή μέσα στη συζήτηση ανέφερε ότι η γάτα της είχε ψοφήσει. Για μένα αυτό δεν ήταν τόσο σπουδαίο πράγμα, αλλά σκέφτηκα ότι ασφαλώς θα σήμαινε πολλά για εκείνη κι έτσι, όταν είπε ότι χρειαζόταν κάποιον να τη βοηθήσει να θάψει τη γάτα, προσφέρθηκα να τη βοηθήσω. Ανεβήκαμε μαζί το λόφο και φτάσαμε σε μια λίμνη κοντά σε ένα κτίριο που φαινόταν κάτι επίσημο, ένα μουσείο ή μια βιβλιοθήκη, και σταθήκαμε μπροστά σ’ αυτή τη λίμνη. Στεκόμασταν εκεί κι εγώ κρατούσα την πράσινη σακούλα σκουπιδιών, η οποία τελικά δεν περιείχε τ’ άπλυτά της αλλά τη γάτα της. Ετοιμαζόμουν να πετάξω τη γάτα στο νερό, και είπα: «Θέλεις να πεις κάτι;» Φορούσε ένα μαύρο μεταξωτό φόρεμα με δαντέλα σε στυλ δεκαετίας του ’40, κι ένα πολύ αισθησιακό καπέλο, και είπε: «Eσύ γράφεις, εσύ πες κάτι». Εγώ δεν ήξερα καν τη γάτα και είπα: «Λοιπόν, πώς ήταν η γάτα;» Κι εκείνη είπε: «H γάτα είχε δική της βούληση». Ώστε έτσι, σκέφτηκα, και είπα: «Στη βούλησή της» και κούνησα τη σακούλα και την πέταξα στη λίμνη. Και μείναμε να την κοιτάζουμε. Να την κοιτάζουμε να επιπλέει. Για περίπου δεκαπέντε λεπτά την κοιτούσαμε να κυλάει πάνω στην επιφάνεια του νερού και θέλαμε να βουλιάξει, θέλαμε να βυθιστεί, αλλά εκείνη δεν το ήθελε αυτό. Ήθελε να επιπλέει επιτόπου. Κι έτσι δεν ξέραμε τι να κάνουμε. Βρήκα ένα κλαδί που ήταν πεσμένο στη λάσπη και μ’ αυτό άπλωσα το χέρι μου και τράβηξα τη σακούλα στην όχθη. Έλυσα τον κόμπο, δίπλωσα τις άκρες, έχωσα το χέρι μου και ένιωσα ένα πατουσάκι. Το έπιασα, το τράβηξα έξω, και ήταν πράγματι μια ψόφια γάτα. Το ήξερα ότι ήταν ψόφια, όχι επειδή ήταν άκαμπτη, αλλά επειδή ήταν τόσο ακίνητη. Ήταν απολύτως ακίνητη. Ταλαντευόταν κάπως, αλλά ούτε έμπαινε, ούτε έβγαινε αέρας, κι έτσι κλότσησα τη σακούλα στην άκρη, πήρα φόρα και πέταξα τη γάτα πίσω στη λίμνη. Μείναμε να την κοιτάμε. Πάλι. Την κοιτούσαμε να γέρνει στο πλάι και να κυλάει πάνω στο νερό. Θέλαμε να βουλιάξει, αλλά η γάτα είχε δική της βούληση.

Τζον Χάσκελ, Αμερικάνικο καθαρτήριο, σελ. 165-166, (από την ενότητα Λαγνεία), μτφρ.: Σοφία Ανδρεοπούλου, Εκδόσεις Πάπυρος, 2009.

Artwork: Hanneke Treffers (1η φωτό, Smiling in the garden)

.

.