RSS

Category Archives: Uncategorized

Image

Ιφιγένεια Σιαφάκα, Το ραβαγιό του Αργίρι

[…]

ΙΩΑΝΝΗΣ: Άγιε Βασίλη, έγινε κατασκοπευτικό έργο με ταινία για να πάρουμε τα παπλώματα. Οι γονείς μας έκαναν πράγματα αστυνομικά για τα παπλώματα. Απαγορεύεται να βγαίνουμε έξω. Ούτε σχολείο πάμε. Για να μην πεθάνουμε, λέει, από τον covid. Είμαστε μέσα σε καραμπίνα. Μάλλον γι’ αυτό έκαναν αστυνομικό για τα παπλώματα. Όλα γίνανε κρυφά. Με σχέδια και μυστικά τηλέφωνα.

ΑΡΙΑΔΝΗ: Άγιε Βασίλη, οι νονές μας δεν μπορούσαν να έρθουν στο σπίτι για τα παπλώματα. Τη δική μου τη νονά τη βρήκαμε έξω από το φαρμακείο. Στο τηλέφωνο η μαμά είπε στη νονά πως θα κάνουμε τάχα ότι θέλουμε πράγματα στο φαρμακείο. Τίποτε δεν θέλαμε. Εκεί επιτρέπεται να πας. Αλλά μια και θα το λέγαμε, θα παίρναμε ιώδιο. Βγήκε ο μπαμπάς από το αυτοκίνητο. Εγώ ήμουν κρυμμένη στο αυτοκίνητο για να μη φαίνομαι. Ήθελα να δω τη νονά μου, κι έκλαιγα στο σπίτι. Απαγορεύεται, μου είπαν, αλλά έκλαιγα. Κι έφαγα και δυο στον πισινό. Και δεν σταμάτησα. Και βαρέθηκαν. Μου έριξαν και μια κουβέρτα από πάνω. Να με κρύψουν. Στον δρόμο έπαιρναν συνέχεια τηλέφωνο ο μπαμπάς και η νονά, για να δουν πού ακριβώς είναι. Είμαι στο φανάρι πριν από το βενζινάδικο, μόλις πέρασα την εκκλησία, πίσω απ’ το μανάβικο με την μπλε τέντα είμαι τώρα, είμαι στα διακόσια μέτρα, τέτοια πράματα. Άμα μας σταματούσαν για έλεγχο θα λέγαμε «φαρμακείο». Φτάσαμε στο φαρμακείο με το αυτοκίνητο. Μην κουνιέσαι! μου είπε ο μπαμπάς. Αλλά εγώ σηκώθηκα, αν και απαγορεύεται αυτό. Και είδα τη νονά να κάθεται δίπλα στο φαρμακείο με μια σακούλα φαρμακείου και μετά να τρέχουν μαζί χέρι χέρι με τον μπαμπά να κρυφτούν κάπου. Τους έχασα. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει δυνατά. Φοβήθηκα ότι θα τους σκοτώσουν με την καραμπίνα. Άρχισα να ουρλιάζω δυνατά το όνομά μου, για να μη φοβάμαι. Και μετά έτρεχε ο μπαμπάς στο αυτοκίνητο με το πάπλωμα και άνοιξε γρήγορα το πορτμπαγκάζ, και το έβαλε μέσα. Μην κουνιέσαι! μου είπε. Και βούλωσέ το επιτέλους! Τι έπαθες, και ακούγεσαι σε όλο το τετράγωνο; Ήταν κατακόκκινος ο μπαμπάς. Μετά πλησίασε δίπλα στο αυτοκίνητό μας η νονά με το τζιπ. Σήκω τώρα! μου είπε ο μπαμπάς, πες γεια και ξανακρύψου! Είδα τη νονά να με χαιρετάει και μετά να μαρσάρει και να χάνεται στη στροφή. Τα νύχια της ήταν χρυσαφένια και τα μαλλιά της είχαν μια λευκή γραμμή στη μέση. Και σκάβανε στη γωνία, και σηκώθηκε σκόνη σαν αυτή του κουραμπιέ, όπως στα γουέστερν.

Απόσπασμα από το διήγημα «Τα παπλώματα της καραμπίνας»

.

.

 

Πιερ Μερό, Εκτός πραγματικότητας

.

Στη διπλανή γκαρσονιέρα ζούσαν μια ανάπηρη και ένας χοντρός, μητέρα και γιος, δυο βλαμμένοι που είχαν καταφέρει να τινάξουν στον αέρα τη ζωή ολόκληρης της πολυκατοικίας. Ούρλιαζαν μέρα νύχτα και ξεσκίζονταν σαν κολασμένοι, ζούσαν μέσα σε μια φριχτή δυσωδία. Κατά κάποιον τρόπο τους καταλάβαινα, και κυρίως εκείνον, όταν χτυπιόταν στους τοίχους και έκλαιγε. Όπως είναι αυτονόητο, το πλατύσκαλο ήταν γεμάτο κατσαρίδες. Είχα δεκάδες στην κουζίνα μου, μαύρες, χρυσές, χοντρές, πονηρές, που έβγαιναν τη νύχτα. Και τις μελετούσα με αποστροφή και περιέργεια. Είχα αγοράσει παγίδες καλυμμένες με κόλλα και τις παρατηρούσα να ψυχορραγούν για μέρες ακίνητες, με τις κεραίες τους μόνο να τρεμουλιάζουν. Είχα επίσης ανακαλύψει αυτό που ονόμαζα πλεκτάνη της κατσαρίδας: όταν πλησίαζα καμία για να τη συνθλίψω στον τοίχο, αυτή αφηνόταν να πέσει στο πάτωμα και το έβαζε στα πόδια μ’ όλη τη δύναμή της. Οι αλκοολικές μου νύχτες, οι δαιμονισμένοι, οι ακροβατικές κατσαρίδες, όλα αυτά συνιστούσαν μια θαυμαστή μικρή αποκάλυψη. Σιγά σιγά λοιπόν κατάλαβα ότι η στρατιά στο πλατύσκαλο είχε έρθει για να μαζέψει τους γείτονές μου. Όμως εκείνοι έκαναν τον ψόφιο κοριό. Η στρατιά τελικά αποφάσισε να χτυπήσει τη δική μου πόρτα και άφησα να μπουν μια αστυνομικός και ένας πυροσβέστης. Ο πυροσβέστης ήθελε να δει εάν γινόταν να περάσουν από το παράθυρό μου για να μπουν στο σπίτι των τρελών. Σκέφτηκα ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να με μαζέψουν κι εμένα, έναν σαραντάρη αλκοολικό, ντυμένο μ’ ένα άθλιο μπουρνούζι, που ζούσε σε μια γκαρσονιέρα που είχε να καθαριστεί έξι μήνες και που βασάνιζε μανιωδώς εκατοντάδες κατσαρίδες μέσα σε μια αποκρουστική κουζίνα. Όμως είχαν δει πολλά τέτοια, και η αστυνομικός αστειεύτηκε μιλώντας μου για τους παλαβούς. Τελικά αποφάσισαν να επιτεθούν από τη στέγη.

Σ’ ευχαριστώ, Θεέ μου! Δύσκολα με φανταζόμουν να υποδέχομαι όλον αυτόν τον κόσμο με τα χάλια που είχα μετά το χθεσινοβραδινό μεθύσι. Ακούστηκε θόρυβος τζαμιού που σπάει, ουρλιαχτά και, αόριστα, πάλη. Ο πυροσβέστης δέχθηκε ένα χτύπημα με σφυρί, ύστερα ακινητοποίησε τον γιο, και ο γιος άφησε να το μαζέψουν χωρίς φασαρίες. Εν ολίγοις, ήταν ένα πρωινό σχεδόν ειρηνικό και παραδόθηκα σε γλυκές σκέψεις: μάλλον με καθησύχαζε το γεγονός ότι υπήρχαν τρελοί σ’ αυτήν τη γη, που έριχναν σφυριές όπως στο κουκλοθέατρο, που άδειαζαν τα σκουπίδια τους από το παράθυρο όποτε τους κατέβαινε, που είχαν μια εικόνα του κόσμου σαφώς πιο εξωτική από τη δική μας και, τελικά, αξιοζήλευτη ελευθερία και ατιμωρησία. Ασφαλώς και υπέφεραν. Ποιος δεν υποφέρει;

Πιερ Μερό, Εκτός πραγματικότητας, σελ. 74-76, μτφρ.: Λίνα Σιπητάνου, εκδόσεις Εστία, 2009

Artwork: Christophe Richard Wynne Nevinson

 

Philip Roth, H ταπείνωση

.

Μόλις έφυγε ο Τζέρυ, ο Άξλερ πήγε στο γραφείο του και βρήκε το αντίτυπο του Ταξιδιού της μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα. Προσπάθησε να το διαβάσει, αλλά του ήταν ανυπόφορο. Δεν πήγε πέρα από τη σελίδα 4 –εκεί έβαλε και την κάρτα του Βίνσεντ Ντάνιελς, σαν σελιδοδείκτη. Στο «Κένεντι Σέντερ» ήταν σαν να μην είχε ξαναπαίξει ποτέ και τώρα ήταν σαν να μην είχε ποτέ ξαναδιαβάσει θεατρικό έργο– σαν να μην είχε ξαναδιαβάσει αυτό το έργο. Οι προτάσεις ξετυλίγονταν χωρίς νόημα. Δεν μπορούσε να παρακολουθήσει ποιος μιλούσε. Καθισμένος εκεί, ανάμεσα στα βιβλία του, προσπαθούσε να θυμηθεί έργα στα οποία υπάρχει κάποιος ήρωας που αυτοκτονεί. Η Έντα στην Έντα Γκάμπλερ, η Τζούλια στη Δεσποινίδα Τζούλια, η Φαίδρα στον Ιππόλυτο, η Ιοκάστη στον Οιδίποδα τύραννο, όλοι σχεδόν στην Αντιγόνη, ο Γουίλι Λόμαν στον Θάνατο του εμποράκου, ο Τζο Κέλερ στο Ήταν όλοι τους παιδιά μου, ο Ντον Πάριτ στο  Ο παγοπώλης έρχεται, ο Σάιμον Στίμσον στη Μικρή μας πόλη, η Οφηλία στον Άμλετ, ο Οθέλλος στον Οθέλλο, ο Κάσσιος και ο Βρούτος στον Ιούλιο Καίσαρα, ο Γκόνεριλ στον Βασιλιά Ληρ, ο Αντώνιος, η Κλεοπάτρα, ο Αινόβαρβος, η Χάρμιον στο Άντωνιος και Κλεοπάτρα, ο παππούς στο Ξύπνα και τραγούδα, ο Ιβάνοφ στο Ιβάνοφ, ο Κονσταντίν στον Γλάρο. Κι αυτός ο εκπληκτικός κατάλογος περιλάμβανε μονάχα τα έργα στα οποία είχε κάποτε παίξει. Υπήρχαν περισσότερα, πολύ περισσότερα. Το αξιοσημείωτο ήταν η συχνότητα με την οποία εισβάλλει η αυτοκτονία στο δράμα, λες και είναι η ιδρυτική, η καταστατική συνθήκη του δράματος, που δεν στηρίζεται κατ’ ανάγκην από τη δράση, όπως αυτή υπαγορεύεται από τους μηχανισμούς του είδους. Η Ντιαρντρι στην Ντίαρντρι των θλίψεων, η Έντβιγκ στην Αγριόπαπια, η Ρεβέκκα Βεστ στο Ρόσμερσχολμ, η Κρίστιν στο Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα, ο Ρωμαίος και η Ιουλιέττα, ο Αίας του Σοφοκλή. Η αυτοκτονία είναι ένα θέμα που οι δραματουργοί στοχάζονται με δέος από τον πέμπτο αιώνα π.Χ., σαγηνευμένοι από ανθρώπινες υπάρξεις ικανές για αισθήματα που μπορούν να εμπνεύσουν την πιο ακραία πράξη. Θα έπρεπε να θέσει στον εαυτό του το καθήκον να ξαναδιαβάσει αυτά τα έργα. Ναι, κάθε τι το αποτρόπαιο πρέπει να αντιμετωπίζεται κατά πρόσωπο. Κανένας δεν θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι δεν το είχε σκεφτεί διεξοδικά.

Philip Roth, H ταπείνωση, σελ. 50-52  μτφρ.: Kατερίνα Σχινά, εκδόσεις Πόλις 2010

Artwork: Mary Fedden

 

Δημήτρης Καλοκύρης, Λευιτικόν

.

γ. ΛΕΥΙΤΙΚΟΝ

H μάνα του Γκόργκι και η μάνα της Περλ (φλας) Μπακ, αρπαγμένες στα χέρια. Ο πατέρας του Στρίντμπεργκ ανάμεσα να τις χωρίσει. Το φεγγάρι στην κόρη του ματιού. Πλησιάζει ο Άλλος γιος, σφυρίζοντας το τραγούδι της αδελφής μου. Η εξαδέλφη Μπέτυ σχεδόν διάφανη, με συρματάκια στο στόμα, συντονισμένη σε βραχέα χρονικά. Ο εξάδελφος Πονς με αμυγές στο γόνατο και αφύσικες αλληγορίες. Ο θείος Βάνιας ψαρεύει το κενό. Η θεία Έμπνευση τού πλέκει το εγκώμιο. Ο θείος Ιούλιος πυρπολεί το ημερολόγιο. Ο ανιψιός του Ραμώ σκοτεινιασμένος.

Δημήτρης Καλοκύρης, Ισαύρων, «Νύχτα, Βιο-μηχανία (α΄-ιβ΄)»,  σελ. 14-15, εκδόσεις Άγρα, 2015

Αrtwork: Abraham Manievich

 

Βαγγέλης Ασημένιος

[…]

.

Έτσι θα μείνει μόνος ν’ αναμένει

την πιο ελάχιστη βροχή την ελεούσα

τα κρίματα που κρύβει να ξεπλύνει·

μα γελασμένος θα σταθεί

σακατεμένο το νερό στο πουθενά του ρέει.

Ώσπου αυτός που δεν ξανακούστηκε

κι ας ζει το φως

κι ας φέγγει άλλο άστρο

ως φρύαγμα θ’ αναφανεί στο σύμπαν

ο πάταγος του έσχατου βλεφάρου […]

Βαγγέλης Ασημένιος, Αρκάνα, ποιητική σύνθεση πάνω σε 7 κάρτες της Κυριακής Πρεβενιού, V. The oracle, Εκδόσεις ΑΩ, 2021

Αrtwork: Andrew Wyeth

 

Πασχάλης Κατσίκας, Απόψε


.

Δεν μ’ αγαπούν τα πουλιά
σπάνε τα τζάμια στα παράθυρα
συντρίμμια γίνεται το ταβάνι
Ζητιανεύω τσουρέκια στον ουρανό
να χορτάσω το πεινασμένο φάντασμα
που δίχως πόδια
παίζει μιαν εξαντλητική φλογέρα

Πασχάλης Κατσίκας, Απόψε, από την ποιητική συλλογή Τα κόκκινα πουλιά, εκδόσεις Δρόμων, 2022

Πίνακας: Beksinski

 

Μίλα Χάγκοβα, Διαύγεια

.

9

Δεν μπορούν να σταματήσουν ν’ αγαπούν

Δεν μπορούν να σταματήσουν ν’ αγαπούν. Δύο απ’ τις πολλές τους μητέρες

αιωνίως κάνουν κύκλο και τους τραβούν μέσα στην άβυσσο. Μια πληγή ανοίγει.

Την πίνουν με μια ρουφηξιά. Στέλνουν σήματα γουργουρίζοντας σιγανά

στα τηλέφωνα. Συγγένεια χωρίς πρόσωπο.

Η ζαφειρένια άβυσσος κλείνει. Έχουν ένα μάτι σε κάθε παλάμη.

Παίζουν και κερδίζουν στο πρόσωπο ενός γρήγορα ιπτάμενου Αγγέλου.

Μες στην οικειότητα των γυμνών ήχων.

.

10

Επίμονες μεταβλητές επιφάνειες

Επίμονες μεταβλητές επιφάνειες ακτινοβολούν μέσα απ’ το τελικό δέρμα.

Αμετακίνητα ζώα αφήνουν το αποτύπωμά τους: η αγάπη δεν χρειάζεται να θυμίζει τον έρωτα. Μας βάζει ιεραρχικά στη σωστή θέση.

Στο κρυμμένο πλέγμα του διχτυού το μάτι το συλλαμβάνει: o πόνος πηγάζει απ’ τον χωρισμό:

ζώντας ανάμεσα από αιώνιους βράχους

Μας δοκιμάζει ο Θεός για το πόσο μπορούμε ν’ αντέξουμε;

Μίλα Χάγκοβα, Διαύγεια, από την ανθολόγηση ποιημάτων της Η εξαφάνιση των αγγέλων, μτφρ. Πηνελόπη Ζαλώνη, εκδόσεις Βακχικόν, 2021

Artwork: Κonstantin Κacev

 

Τζένη Μαστοράκη, Ωραία κομμάτια στάζοντας

.

Καλά που τελειώσαν όλα, κι έσκυβε, ως μέσα βρέχοντας τα χέρια σκύβει, και στη λεκάνη που καλά καθρέφτιζε, μη με λησμόνει, τέλειωσαν, κι ο χρόνος θέλω, και με το πείσμα λιθοξόου που καλεί το μαύρο του λιθάρι ν’ ανατείλει, παλεύει ακόμη, πολεμά τη φοβερή χλωρίδα που τον έτρεφε, σώμα που εγνώρισε, τα δάχτυλα βυθίζοντας στις εσοχές, στις κόχες που θρασομανούν τα αιμοφόρα, σπαράζοντας, τα δάχτυλά του, άνθη αρπαχτικά μιας αραπιάς ευδαίμονος, τις κρατερές ταξιανθίες των νευρώνων, όργανα μιας λιποθυμιάς που διαρκεί, τις χλωρασίες, με ιαματική μανία ξεριζώνοντας, τις μαλακές τους απολήξεις, κι αναρριχάται, και συλλαβιστά συλλάβιζε τα λόγια θεραπείας σκοτεινής, μιας ξέφρενης υπνοβασίας που τον κάρφωνε στο ίδιο πάντοτε σημείο, ψηλά ψηλά οι ετησίες των νεφρών, στον πάτο σαρκοβόρο βάμμα προμηνώντας άλλα, τα κατιόντα εκεί που ησύχαζε η καρδιά, οστάρια μαρμάρινης λεκάνης που καθρέφτιζε, κυρτώνοντας τα δάχτυλά του ανασύρει τους φυλλοφόρους οφθαλμούς, τους έλικες, θρύμματα υμένες που τον παίδευαν, θρόμβους, κλωστές, γλυκύτατες κλωστίτσες των ονείρων, κι από το βάραθρο του εγκεφάλου σιγαλιά, όπου για πάντα έχουν καταφύγει τα φαντάσματα, όπου κοπάζοντας για πάντα το λευκό τους φύσημα, και αναψάχνει, και τραβά, ασπαίροντα σαν τη φιάλη που τα περιείχε, ωραία κομμάτια στάζοντας στην έρημη ανωνυμία, ταριχευτής και κρημνοβάτης, πυλωρός, ως τις πολύφυλλες εσχατιές των ανδρογόνων, ως το λημέρι της αρκούδας που τον τρέλαινε, ούτε ανατόμος ούτε νεκρομάντης, μόνο δραγάτης που σε κήπο αφύλαχτο ξεφάντωνε, και σαλεμένος απ’ την εκθαμβωτική ζωοτομία, στον μελανό του αιμοστάτη δέεται, σαν πρώτα, και στα αίματα φιλοκαλεί.

Τζένη Μαστοράκη, Ωραία κομμάτια στάζοντας, από τη συλλογή Μ’ ένα στεφάνι φως, εκδόσεις Κέδρος, 1989

Πίνακας: Balthus

 

Μένη Πουρνή, Ξεχασμένη τσέχικη ανάμνηση

.

Θα κλειστώ τριακόσια χρόνια σ’ ένα σπίτι

χωρίς πόρτες και παράθυρα.

Τα μέλη μου θα σαρκώσουν δοκάρια και τοίχους.

Τα γεγονότα θα παραδοθούν έρμαιο

στη μαρτυρία της ιστορίας.

Οι απόδημοι εργάτες θα χτίζουν και θα χτίζουν

σμίγοντας βούρλα κι άγριες μέντες στ’ ακροκέραμα.

Θα κλειστώ σ’ ένα σπίτι τριακόσια χρόνια μόνη

ανάμεσα στους σκελετούς των σκαριφημάτων.

Τα μάτια μου θα εμπυρώνουν  το σκοτάδι

αθυρματικά σφυρηλατώντας κρύσταλλα και γυαλί.

Στα χωρίσματα η μέρα

θα χύνει το μεμπτό της σάρκας μου.

Εκατοντάδες μυρμήγκια στα μαδέρια

θα θηλακώνουν τα υπόγεια νερά.

Και η χλόη ψηλή, όλο γυαλάδα

θα σκαλώνει στην κρεβατίνα του κήπου.

Πότ’ ένα δάχτυλο πότ’ ένα αυτί

θα γαργαλάει τις φύτρες πλάι στους κροτάφους

και θ’ αναταράζονται τα σπλάχνα του.

Μένη Πουρνή, Ξεχασμένη τσέχικη ανάμνηση, από την ποιητική συλλογή Οι άκανθες των αιώνων, εκδόσεις Δρόμων, 2022

.

Σημείωση: Θα κλειστώ τριακόσια χρόνια σ’ ένα σπίτι: στίχος [αγνώστου πλέον σ’ εμένα Τσέχου ποιητή], τον οποίο είχα αλιεύσει πολύ παλιά από μυθιστόρημα του Τσέχου συγγραφέα Μίλαν Κούντερα. Ο στίχος έγινε εμμονή, κι έδωσε σε δεύτερο χρόνο το παρόν ποίημα. Το μικρό σημείωμα όμως που είχα κρατήσει με τα αναγκαία στοιχεία βρίσκεται κάπου χαμένο, ξεχασμένο ακόμη, κι έτσι δεν υπάρχει σήμερα η δυνατότητα πρόσβασης στο όνομα του δημιουργού. Όπως και να έχει, του οφείλω τον τίτλο του ποιήματος και τη σημείωση αυτή.

Πίνακας: Vanessa Bell

 

Έλσα Κορνέτη, Άνθρωπος Εσωτερικού Χώρου

.

Αν κάποιος είναι σημαντικός

Δεν τον αφήνεις να φύγει

Τον φυτεύεις σε μια γλάστρα

Τον ποτίζεις

Τον βάζεις στο φως

Τον ονομάζεις

Άνθρωπο Εσωτερικού Χώρου

.

Κάποτε μια μύγα θα τον φτύσει

Κάποτε ένα κατοικίδιο θα τον μασήσει

Κάποτε ένα παιδάκι θα τον μαδήσει

Κάποτε η αδιαφορία θα τον μαράνει

Πίνακας: Jan Sluijters