Καλά που τελειώσαν όλα, κι έσκυβε, ως μέσα βρέχοντας τα χέρια σκύβει, και στη λεκάνη που καλά καθρέφτιζε, μη με λησμόνει, τέλειωσαν, κι ο χρόνος θέλω, και με το πείσμα λιθοξόου που καλεί το μαύρο του λιθάρι ν’ ανατείλει, παλεύει ακόμη, πολεμά τη φοβερή χλωρίδα που τον έτρεφε, σώμα που εγνώρισε, τα δάχτυλα βυθίζοντας στις εσοχές, στις κόχες που θρασομανούν τα αιμοφόρα, σπαράζοντας, τα δάχτυλά του, άνθη αρπαχτικά μιας αραπιάς ευδαίμονος, τις κρατερές ταξιανθίες των νευρώνων, όργανα μιας λιποθυμιάς που διαρκεί, τις χλωρασίες, με ιαματική μανία ξεριζώνοντας, τις μαλακές τους απολήξεις, κι αναρριχάται, και συλλαβιστά συλλάβιζε τα λόγια θεραπείας σκοτεινής, μιας ξέφρενης υπνοβασίας που τον κάρφωνε στο ίδιο πάντοτε σημείο, ψηλά ψηλά οι ετησίες των νεφρών, στον πάτο σαρκοβόρο βάμμα προμηνώντας άλλα, τα κατιόντα εκεί που ησύχαζε η καρδιά, οστάρια μαρμάρινης λεκάνης που καθρέφτιζε, κυρτώνοντας τα δάχτυλά του ανασύρει τους φυλλοφόρους οφθαλμούς, τους έλικες, θρύμματα υμένες που τον παίδευαν, θρόμβους, κλωστές, γλυκύτατες κλωστίτσες των ονείρων, κι από το βάραθρο του εγκεφάλου σιγαλιά, όπου για πάντα έχουν καταφύγει τα φαντάσματα, όπου κοπάζοντας για πάντα το λευκό τους φύσημα, και αναψάχνει, και τραβά, ασπαίροντα σαν τη φιάλη που τα περιείχε, ωραία κομμάτια στάζοντας στην έρημη ανωνυμία, ταριχευτής και κρημνοβάτης, πυλωρός, ως τις πολύφυλλες εσχατιές των ανδρογόνων, ως το λημέρι της αρκούδας που τον τρέλαινε, ούτε ανατόμος ούτε νεκρομάντης, μόνο δραγάτης που σε κήπο αφύλαχτο ξεφάντωνε, και σαλεμένος απ’ την εκθαμβωτική ζωοτομία, στον μελανό του αιμοστάτη δέεται, σαν πρώτα, και στα αίματα φιλοκαλεί.
Τζένη Μαστοράκη, Ωραία κομμάτια στάζοντας, από τη συλλογή Μ’ ένα στεφάνι φως, εκδόσεις Κέδρος, 1989