RSS

Category Archives: DBC Pierre

DBC Pierre, Βέρνον ο Μικρός Θεός

Το δικαστήριο μυρίζει σαν την τάξη σου στην πρώτη δημοτικού· κοιτάς αυτομάτως τριγύρω για παιδικές ζωγραφιές. Δεν ξέρω αν το κάνουν επίτηδες, για να σε πισωγυρίσουν και να σε φρικάρουν. Για να πω την αλήθεια, δεν αποκλείεται να υπάρχει κάποιο αποσμητικό χώρου για δικαστήρια και τάξεις της πρώτης δημοτικού, μόνο και μόνο για να σε ψαρώνουν. Ενοχέξ ή κάπως έτσι, ώστε στο σχολείο να αισθάνεσαι σαν να είσαι ήδη στο δικαστήριο και, όταν καταλήξεις στο δικαστήριο, να αισθάνεσαι σαν να ξαναβρίσκεσαι στο σχολείο. Προετοιμάζεσαι για παιδικές ζωγραφιές, αλλά αυτό που βλέπεις είναι μια κυράτσα πίσω από κείνες τις μπασμένες γραφομηχανές. Δικαστήριο, δικέ μου. Γάμησέ τα. Κοιτάζω τριγύρω, ενώ όλοι ανακατεύουν χαρτιά. Η μαμά δεν μπορούσε να έρθει, πράγμα που δεν είναι και τόσο άσχημο. Έμαθα ότι οι αρχές δεν αναγνωρίζουν το μαχαίρι. Το μαχαίρι σου είναι αόρατο και γι’ αυτό ακριβώς είναι τόσο βολική η χρήση του. Βλέπετε πώς λειτουργούν τα πράγματα; Αυτό εξωθεί τον κόσμο στα πιο φριχτά εγκλήματα και σε αρρωστημένες συμπεριφορές, το ξέρω· το γεγονός ότι όλοι στρίβουν το μαχαίρι, λέγοντας απλώς ένα γεια ή κάτι που ακούγεται εξίσου αθώο. Τα δικαστήρια θα χέζονταν απ’ τα γέλια, αν επιχειρούσες να πεις ότι κάποιος στρίβει το μαχαίρι, μονάχα με το να κλαψουρίζει σαν εκείνα τα λυπημένα σκυλάκια που βάζουν στα ημερολόγια. Αλλά να γιατί θα γελούσαν: όχι επειδή δεν θα μπορούσαν να δουν το μαχαίρι, αλλά επειδή θα ήξεραν ότι κανείς άλλος δεν θα το έθαβε. Θα στεκόσουν μπροστά σε δώδεκα καλούς ανθρώπους, όλοι τους με κάποιο ψυχομάχαιρο μπηγμένο μέσα τους, που οι αγαπημένοι τους θα το έστριβαν όποτε τους κάπνιζε, και δεν θα το παραδέχονταν. Θα ξεχνούσαν πώς είναι στ’ αλήθεια τα πράγματα και θα άρχιζαν να συμπεριφέρονται σαν να έπαιζαν σε τηλεταινία, όπου όλα πρέπει να είναι φανερά. Σας το υπογράφω.

DBC Pierre, Βέρνον ο Μικρός Θεός, σελ. 69-70, μτφρ.: Bίκυ Τόμπρου, Εκδόσεις Ελληνικά γράμματα, 2004.

Αrtwork:Jeane Myers

 

DBC Pierre, Βέρνον ο Μικρός Θεός

«Nτρρρ», ορμάει στον δρόμο το πούλμαν και έπειτα δεν ξέρω από πόσα χιλιόμετρα κοντεύει να με ψιλοπάρει ο ύπνος και το μυαλό μου έχει γίνει κουρκούτι. Ύστερα περνάμε από ένα χωράφι με κοπριά ή κάτι τέτοιο, μια έντονη μπόχα απ’ αυτές που οι δικοί μου προσποιούνται πως δεν τις προσέχουν όταν είσαι στο αμάξι μαζί τους, και ξαφνικά μου πλημμυρίζει τις αισθήσεις με την Τέηλορ Φιγκερόα. Μη με ρωτήσετε γιατί. Τη διαισθάνομαι σ’ ένα χωράφι δίπλα στην Εθνική. Είναι πεσμένη στα τέσσερα πίσω από έναν θάμνο, γυμνή, εκτός από το γαλάζιο συνθετικό κιλοτάκι που χώνεται καρατσιτωμένο στο τριγωνάκι ανάμεσα στα μπούτια της και εκπέμπει καύλα. Είμαι κι εγώ εκεί. Δεν κινδυνεύουμε και είμαστε άνετοι, με χρόνο στη διάθεσή μας. Σερφάρω στο περίβλημά της με τη μύτη μου, χαρτογραφώ τις κολλώδεις γεύσεις της πλάι από στριφώματα που τρεμολάμπουν μέχρι εκεί που το κιλοτάκι αγκαλιάζει τα πόδια της και η μυρωδιά γίνεται πιο αψιά, σαν σοκολάτα με γέμιση όξινης σάλτσας, γίνεται τσουχτερή και με τινάζει μακριά από τη σπιρτάδα της. Στο όνειρό μου τινάζομαι πάρα πολύ μακριά. Ύστερα βλέπω ότι βρισκόμαστε σ’ ένα χωράφι με καρπούς κώλων και ξαφνικά δεν ξέρω αν μυρίζω τη μυρωδιά της Τέιλορ ή απλώς το χωράφι. Παλεύω να γυρίσω τη σχισμή της, αλλά τα στριφώματα έχουν εξαφανιστεί. Η απαγορευμένη οσμή διαλύεται μες στην ιδρωτίλα και τα αφτερσέιβ του λεωφορείου. Εκείνη έχει χαθεί. Έρημες εκτάσεις κυλάνε έξω απ’ το παράθυρο.

 

Ανακάθομαι στο κάθισμά μου, με την ελπίδα να κοροϊδέψω τον εαυτό μου ότι όλα είναι φυσιολογικά. Αλλά τα κύματα αρχίζουν να μπουκάρουν, παλιρροϊκά κύματα φρίκης στα νώτα αυτού του όμορφου ονείρου. Τώρα σχηματίζονται γύρω μου ζωηρές εικόνες του Ιησού. Δεν με κοιτάζει. Κοιτάζει μακριά και βάζει την κάννη στο στόμα του, γεύεται την κάψα της. Γύρω του, θολά μάτια διασχίζουν την αυλή του σχολείου σαν λουλούδια, μάτια που κινούνται σπασμωδικά, ολοένα πιο αργά και σβήνουν. Μπαμ. Ο αέρας κομματιάζεται, εκκρίνει βηξίματα και βραχνά γουργουρητά, συρίγματα από φριχτό σχηματισμό θρόμβων,  από τελευταία μηνύματα ζωτικής σημασίας που δεν ακούει κανείς. Ο κύριος Νακλς , καθηγητής, είναι και αυτός εδώ, το πρόσωπό του στολισμένο με φυσαλίδες νεανικού αίματος. Οι αναμνήσεις γύρισαν. Χύνω ασυγκράτητα δάκρυα για τους σκοτωμένους, για τον Μαξ Λετσούγκα, τη Λόρι Ντόνερ και όλους, και ξέρω ότι αυτό το πράμα θα με γαμήσει και θα με καρφώσει απ’ την τρύπα του  καυλιού μου στον μεγαλύτερο σταυρό. Πώς είναι δυνατόν να νομίζουν ότι το έκανα εγώ;  Έκανα παρέα με τον αποτυχημένο, έφυγα απ’ το κοπάδι, να πώς, και τώρα πήρα τη θέση του, τώρα οτιδήποτε μη συμβατικό είπα ή έκανα ποτέ έχει αποκτήσει μια πιο καταχθόνια απόχρωση. Για πρώτη φορά τον καταλαβαίνω.

DBC Pierre, Βέρνον ο Μικρός Θεός, σελ. 194-195, μτφρ.: Bίκυ Τόμπρου, Εκδόσεις Ελληνικά γράμματα, 2004.

Artwork: Christopher Nevinson

 

DBC Pierre, Βέρνον ο Μικρός Θεός

To φορτηγό προχωράει αγκομαχώντας βαθιά μες στην καρδιά του Μεξικού, μετά τη Ματεχουάα και το Σαν Λούις Ποτόσι, όπου πιο πράσινα τοπία συγχωνεύονται με τον πονοκέφαλό μου από τα ξίδια για να υφάνουν παγωμένα όνειρα, με τη χώρα μου και την Τέιλορ. Προσπαθώ να παραμερίσω τα μεταξωτά νήματα, τις σάρκες των πλοκαμιών που σφαδάζουν, που πετάνε μοβ και κόκκινες λάμψεις, που ξεφυσάνε έντονες μυρωδιές και μέλι, για να μπορέσω να αερίσω τις μουχλιασμένες σκέψεις, τις σκέψεις με τη μυρωδιά της λεβάντας που μου ’ρχονται κάθε μέρα για νεκρούς. Σκέψεις τόσο συνταρακτικές που δεν ανατριχιάζεις καν, σκέψεις που απλώς κάθονται ήσυχα εκεί, που έρχονται για να μείνουν παντοτινά, σαν φραμπαλάδες στο σατέν του φέρετρού σου. Οι σκέψεις συνδυάζονται με την ανάβασή μας στο Μέξικο Σίτι και φέρνουν ηχητικά αποσπάσματα από όλους όσους ξέρω, να κλαίνε πίσω από τις σήτες τους, «Συντετριμμένοι, συντετριμμένοι, συντετριμμένοι, οι βραδινές ειδήσεις, οι θλιβερές ειδήηησεις, η θηλιά σφίιιιιγγει…», ώσπου μες στο μυαλό μου με κυνηγάει με ουρανούς ανταριασμένης χολής μια μαύρη και σαπισμένη δίνη που διατρέχει ολόκληρες πολιτείες, ολόκληρες γαμοχώρες, μόνο και μόνο για να με σκίσει, να με ξεκοιλιάσει και να ποδοπατήσει τα παλλόμενα άντερά μου με μπότες και σπιρούνια, λες κι είναι τίποτα μικροί κροταλίες,  «Θα σας λιώσω! Γκνταπ! Σκισ’ τον αυτόν τον καριόλη, ακόμα σαλεύει!»

Bέρνον Γκοντζίλα Λιτλ.

DBC Pierre, Βέρνον ο Μικρός Θεός, σελ. 234, μτφρ.: Bίκυ Τόμπρου, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, 2004

Αrtwork: Jeane Myers