Το δικαστήριο μυρίζει σαν την τάξη σου στην πρώτη δημοτικού· κοιτάς αυτομάτως τριγύρω για παιδικές ζωγραφιές. Δεν ξέρω αν το κάνουν επίτηδες, για να σε πισωγυρίσουν και να σε φρικάρουν. Για να πω την αλήθεια, δεν αποκλείεται να υπάρχει κάποιο αποσμητικό χώρου για δικαστήρια και τάξεις της πρώτης δημοτικού, μόνο και μόνο για να σε ψαρώνουν. Ενοχέξ ή κάπως έτσι, ώστε στο σχολείο να αισθάνεσαι σαν να είσαι ήδη στο δικαστήριο και, όταν καταλήξεις στο δικαστήριο, να αισθάνεσαι σαν να ξαναβρίσκεσαι στο σχολείο. Προετοιμάζεσαι για παιδικές ζωγραφιές, αλλά αυτό που βλέπεις είναι μια κυράτσα πίσω από κείνες τις μπασμένες γραφομηχανές. Δικαστήριο, δικέ μου. Γάμησέ τα. Κοιτάζω τριγύρω, ενώ όλοι ανακατεύουν χαρτιά. Η μαμά δεν μπορούσε να έρθει, πράγμα που δεν είναι και τόσο άσχημο. Έμαθα ότι οι αρχές δεν αναγνωρίζουν το μαχαίρι. Το μαχαίρι σου είναι αόρατο και γι’ αυτό ακριβώς είναι τόσο βολική η χρήση του. Βλέπετε πώς λειτουργούν τα πράγματα; Αυτό εξωθεί τον κόσμο στα πιο φριχτά εγκλήματα και σε αρρωστημένες συμπεριφορές, το ξέρω· το γεγονός ότι όλοι στρίβουν το μαχαίρι, λέγοντας απλώς ένα γεια ή κάτι που ακούγεται εξίσου αθώο. Τα δικαστήρια θα χέζονταν απ’ τα γέλια, αν επιχειρούσες να πεις ότι κάποιος στρίβει το μαχαίρι, μονάχα με το να κλαψουρίζει σαν εκείνα τα λυπημένα σκυλάκια που βάζουν στα ημερολόγια. Αλλά να γιατί θα γελούσαν: όχι επειδή δεν θα μπορούσαν να δουν το μαχαίρι, αλλά επειδή θα ήξεραν ότι κανείς άλλος δεν θα το έθαβε. Θα στεκόσουν μπροστά σε δώδεκα καλούς ανθρώπους, όλοι τους με κάποιο ψυχομάχαιρο μπηγμένο μέσα τους, που οι αγαπημένοι τους θα το έστριβαν όποτε τους κάπνιζε, και δεν θα το παραδέχονταν. Θα ξεχνούσαν πώς είναι στ’ αλήθεια τα πράγματα και θα άρχιζαν να συμπεριφέρονται σαν να έπαιζαν σε τηλεταινία, όπου όλα πρέπει να είναι φανερά. Σας το υπογράφω.